Παράμερα στο βάθος του συρταριού το βα-βα των κροάκων και η αρχική μορφή της γυναικός με τα βυζιά της κάθε περιττής περόνης.
[Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί, τ’ άνθη μιλούν και από τα πέταλά τους αναδύονται μικρούτσικες παιδίσκες. Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδας, οι πράξεις θέλουν άχυρα, τα φίδια κρεμαστούς μπαξέδες των χθεσινών οργίων. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. Για του λόγου το αληθές… σημάδια στα μάγουλα των ημίγυμνων γυναικών που μας προσμένουν…]
Κύκλωπες και Καταστήματα (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Η λύσις της λυπομανίας περιέχει την κόπωσιν των κλυδωνισμών του παγωμένου φρέατος. Σύμπασα η διαστολή της αναστηλώσεως των ορθίων καμήλων επί του είδους της φωτιάς που όλοι μας προτιμούμε συγκατανεύει ως περικοπή των βραχυτέρων σηματοφόρων της ανοίξεως. Εδώ περαστικά σαλπίσματα των βρυχωμένων γυπαετών εκεί σημάδια στα μάγουλα των ημίγυμνων γυναικών που μας προσμένουν αντί βοής των χήρων ερπετών. Κάτω από τους κλώνους των υπερωκεανίων σιμά σε μας θα λογισθούν ως σαλτιμπάγκοι οι χορτοφάγοι ιππείς και θα συρρέουν ως ροπή του πρακτικού σαρακηνού τα κρύσταλλά του και τα δέρματα των αχλαδιών που προτυμούν τη στύση του πέους από τα σύννεφα της νηνεμίας πλαγίων δρόμων χημικής αναιρέσεως και ανευρέσεως κόπρων και κοσμημάτων.
Γαλούχησις Φορβάδων (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Κυκλικώς ξεκινώντας φτάσανε τα θρύψαλλα του τηλεβόλου ενωρίτερα από τον γδούπο του φωτός. Μια δεσποινίς σηκώθηκε μέσα στο σκότος και αντικατεστάθη αμέσως από άλλη δεσποινίδα η οποία παρέθεσε γαμήλιο προπόνημα σε συσχετισμένες αναλαμπές εικοσακισχιλίων αιώνων. Αλλά η απαίτησις των κρίνων δεν εξεπληρώθη γιατί το ράπισμα του κηπουρού διετράνωσε την λευκότατη επιδερμίδα της νέας ημέρας και ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου στήθους της λέξη προς λέξη και σχεδόν διαγωνίως.
Το βα-βα των κροάκων (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Μοιάζουνε με ελαστικά κουνήματα κυμαινομένου όρους. Μια τρίχα αρκεί να σταματήσει η ρευστοποίησις των υποσχέσεων μας. Μια έλιξ στριφογυρίζει μέσα μας και κόβει τους λαιμούς των ποταμών και τα βυζιά της κάθε περιττής περόνης. Έξω το φως και τα σκουπίδια της αυγής. Έξω το μπάρκο-μπέστια και των θείων και των κονίκλων. Ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Οι πράξεις θέλουν άχυρα τα φίδια κρεμαστούς μπαξέδες από γλοιώδεις πλοκάμους μιας εσπερίδος.
Παράμερα στο βάθος του συρταριού… (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
… ξεκίνησε το δεύτερο μαϊστράλι. Το σκαμπανέβασμα της λεπτοκαμωμένης βούρτσας αντεπεξήλθε επιτυχώς κατά του εαυτού μου. τροπική θαλπωρή μα μετουσιωμένη ενώπιον μαρτύρων καιομένων κατεχωρήθη οριστικώς στα πεπραγμένα των γιγαντομάχων αντί ευτελεστάτης τιμής μιας τετιμημένης οδαλίσκης. Στα πόδια της λάμπανε βραχιόλια στο πρόσωπό της δάκρυα στο στήθος της τρεις σταγόνες. Ωραιότερο θέαμα δεν συνήντησε ποτέ ο περιπλανώμενος Εβραίος ούτε το πρότυπον συντεχνιακόν κράτος του παρελθόντος γιατί οι κλωστές που δέναν τα πόδια της δεν υπήρχαν και τα καρφιά δεν είχαν προμελετηθή. Το σύστημα δεν απεκρυσταλλώθη. Εδόθη μόνον περισσότερη ελευθερία στους ελεύθερους και έσβησε ο πόνος του καπηλειού των χθεσινών οργίων.
Φρουρά επί φρουράς (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Η αρχική μορφή της γυναικός ήτο το πλέξιμο των λαιμών δυο δεινοσαύρων. Έκτοτε άλλαξαν οι καιροί και άλλαξε το σχήμα και η γυναίκα. Έγινε πιο μικρή πιο ρευστή πιο εναρμονισμένη με τα δικάταρτα (σε μερικές χώρες τρικάταρτα) καράβια που πλέουν επάνω από τη συμφορά της βιοπάλης. Η ίδια πλέει επάνω στα λέπια ενός κυλινδροφόρου περιστεριού μικράς ολκής. Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μας μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδος.
Χρόνος (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια και έγειρε την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινότερων πόλεων. Μόνο μια οδοντοστοιχία κροτάλισε και το παρόν εχάθηκε για πάντα. Στα παλαιά τους βήματα έμεινε κάτι από κατιτί άλλο. Η νύχτα συνεπήρα τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δένδρου έμεινε σποδός.
[επιλογές λέξεων από την συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ, με ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες: όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει, όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ότι ποθώ τη νύχτα που συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δένδρου των μεγάλων ολισθημάτων έμεινε σποδός τετελεσμένων γεγονότων. Μπορεί, έτσι, η απαίτησις των κρίνων να μην εξεπληρώθη αλλά ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου στήθους της λέξη προς λέξη δεσποινίδος]