Συνέπαρμα, γλυκύτερο απ’ το αφάνισμά μας στους πόθους τους κατάδικούς μας
[Είμαστε τα ζωντανά του γλιτωμού σε ξένες θετικότητες. Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα απ’ την υγεία ως την αρρώστια. Πιο άνθρωποι θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή, τα τωρινά μας. Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε στιγμές και αιωνιότητες. Δεν είναι αυτά που θα ’λεγα ούτε και κείνα που τα φέραν… Ιδού…]
Ποίημα (από τη συλλογή ΣΤΟΥ ΓΛΙΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ, Εκδόσεις Αμοργός 1981 – πρώτη έκδοση συλλογής Παρίσι 1930)
Εκείνα τα μηνύματα
ολόισα απ’ το κάπου
που δεν θα τα γνωρίσουμε ποτές.
Απλώνουμε το κάτι που μας μένει,
-το πιο μεγάλο απ’ τη ζωή μας-
σ’ όλους τους πόνους, στις χαρές. Των αλλονών.
Που ούτε γι’ αυτούς σταθήκαν.
Μηνύματα.
Μηνύματα.
Αρχή τους ξεχασμένη.
Πιο ζωντανά και πιο ανύπαρχτα απ’ το τέλος.
Έξω από νόμο κίνησης.
Το μόνο μας μεθύσι.
Συνέπαρμα,
γλυκύτερο απ’ το αφάνισμα
στους πόθους τους καταδικούς μας.
Καμιά τους θύμηση, σαν, φεύγοντας,
πετάνε την ψυχή μας
πετάνε και το νου
μέσα στο σώμα το δικό μας.
Και δε θα μας ξανάρθουν.
Μιλάνε μια φορά.
Η ηδονή τους δίχως χρόνο και συνέχειες.
Μηνύματα.
Αλλού.
Ανοιξιάτικα φύλλα (από τη συλλογή ΣΤΟΥ ΓΛΙΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ, Εκδόσεις Αμοργός 1981 – πρώτη έκδοση συλλογής Παρίσι 1930)
Όλα καινούρια,
τόσο, που θα ’ρθει κάτι κι άλλο
πιο καινούριο κι απ’ αυτά.
Τα φύλλα, φρεσκοπράσινα, μιλάγανε πιο νοητά
από ανθρώπους διαβασμένους.
Προσπέρασε ένα γέρο.
Κατέβαζε σκουπίδια σε υπόγειο
Δε φύσηξαν γι’ αυτόνε.
Κατέβαινε βαριά μες στο σκοτάδι.
[επιλογές λέξεων από την ποιητική συλλογή του Θεόδωρου Ντόρρου ΣΤΟΥ ΓΛΙΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ που κυκλοφόρησε πρώτη φορά στο Παρίσι το 1930, ενώ στην Ελλάδα, αυτό το παράξενο βιβλίο με τον ακατανόητο τίτλο και τα ακόμη πιο ακατανόητα ποιήματα, εκδόθηκε πενήντα χρόνια αργότερα.Γιατί, αυτόν τον Θεόδωρο Ντόρρο – όνομα; ψευδώνυμο;- κανείς δεν τον ήξερε από τη συντεχνία των Αθηναίων λογίων. Αυτός ο Θεόδωρος Ντόρρος, καταπώς έδειχναν τα σημάδια, ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα Υόρκη, έγραφε τόσο αλλιώτικα για την εποχή του και τύπωνε το βιβλίο του σε ωραίο και ακριβό χαρτί και το έστελνε δωρέαν σε όποιον το ζητούσε, σαν να ήθελε έτσι να εισχωρήσει απρόσκλητος στη λογοτεχνικά αγορά]