Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες και να διαβάζω τον ουρανό, τα χείλη μου είναι βαριά απ’ την κερήθρα των άστρων και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στην άγνωστη βασιλεία των ουρανών, πατέρας παντοκράτωρ, ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων…
Ο χρόνος έγινε για να κυλάει, οι έρωτες για να τελειώνουν, η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο κι ο Ποιητής για να διασχίζει το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό κάποιου που τα διψάει όλα από Έρωτα και θα τα προφτάσει στο Ποίημα με τις Λέξεις της αυριανής μας τρυφερότητας
Σύμβολο της Πίστεως
Πιστεύω σε κείνον που χτίζει, κι αγεροκρέμεται μες στον ουρανό, σαν Θεός και κατευνάζει το χάος,
πιστεύω σε κείνον που θερίζει και το δρεπάνι το κυματίζει ολόφωτο σαν τα λαγόνια της αγαπημένης μου,
πιστεύω σε κείνον που αγαπάει, όπως πιστεύω και σε κείνον που μισεί,
πιστεύω σε κείνον που αμαρτάνει και ζητάει με δάκρυα να τον συγχωρέσουν
πιστεύω και σε κείνον που αμαρτάνει και συγχωράει μοναχός τον εαυτό του και προχωράει,
πιστεύω στη μέρα που σου δίνει τα πράγματα μες στο φως
πιστεύω και στη νύχτα που σου ξαναδίνει τα πράγματα μες στην καρδιά σου,
πιστεύω στο αλάτι και στο κάρβουνο, στις μέλισσες με τα παιδιά
πιστεύω στις πολιτείες, που η βουή τους, σαν τους ραψωδούς, έξω απ’ το παραθύρι σου, τραγουδάει την οδύσσεια της καθημερινότητας,
πιστεύω και στη σιωπή, τα βράδια στους κάμπους, όταν ακούς να αναστενάζουν από γήινη ευτυχία τα καρπούζια,
πιστεύω στους ανδρείους, όπως πιστεύω και στους δειλούς,
και τρέχω με κείνον που χυμάει στην έφοδο και πέφτει μες στις σφαίρες και το θρίαμβο,
και πέφτω κι εγώ μαζί του,
και φεύγω με κείνον που λιποταχτεί και κλαίει, και που είναι από όλους περιφρονημένος – μα ζωντανός.
Και κλαίω κι εγώ μαζί του.
Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, έκτος, δίχως όνομα, ωκεανός, που ταξιδεύω πάνω του
χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά μου για οδηγό,
γιατί η αγάπη που ’χω μέσα μου μπορεί κι ένα ακυβέρνητο καράβι να το οδηγήσει στο δρόμο το σωστό,
πιστεύω στα κατώφλια, στα γυμνά ποδάρια, στους σιδερένιους γερανούς και τα πορτοκάλια,
πιστεύω και στον ανθρωπάκο, στη γωνιά του δρόμου, που βγάζει το καπέλο του και χαιρετάει ταπεινά, την ώρα που οι άλλοι τον σκουντάν και τον χλευάζουν.
Και δοξάζομαι κι εγώ μαζί του.
Πιστεύω στους μεγάλους εφευρέτες, τους ήρωες, τους ποιητές, που αλλάζουνε με μια χειρονομία τη γεωγραφία και τα πεπρωμένα
πιστεύω και στα ταπεινά βόδια που σηκώνουνε στη ράχη τους, σα δόξα, το αιώνια ανάλλαχτο κι ολοπόρφυρο δειλινό,
πιστεύω σε σας που κρατάτε ψηλά τις σημαίες και προχωράτε μες στον ενάντιο άνεμο,
πιστεύω και σε σένα που σηκώνεις σα σημαία την καρδιά σου και προχωράς μες στο ενάντιο πλήθος.
Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες να διαβάζω τον ουρανό, τα χείλη μου είναι βαριά απ’ την κερήθρα των άστρων
και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στο άγνωστο,
πιστεύω και στη γλυκιά ετούτη γη, γεμάτη μαχαιρώματα και ζεστούς γυναικείους κόρφους,
πιστεύω στο χώμα που πατάω και που με καρτερεί
κει κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι ρίζες, κοιμούνται οι νεκροί και τραγουδάνε κιόλας μεθυσμένα τ’ αυριανά κρασιά,
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω,
Αμήν.
Παντοκράτωρ
Η αναμονή φάρδαινε το χρόνο. Πριόνιζε τις ανθρώπινες μικρότητες
η λαχανιασμένη ανάσα του κόσμου. Η πόρτα του διαστημόπλοιου τρίζοντας
άνοιξε. Μα είδαμε τότε ξαφνιασμένοι
να κατεβαίνει ένας πανάρχαιος γέρος με μεγάλα γένια-σύγνεφα
κι ένα γαλάζιο φαρδύ μανδύα από ουρανό
έναν ουρανό φαγωμένο απ’ το σκώρο των άστρων
και τ’ απελπισμένα βλέμματα των φτωχών. Ήταν
ο έκπτωτος Θεός, που βγήκε σιωπηλός, και σηκώνοντας καρτερικά το βάρος
μιας ολόκληρης αιωνιότητας, προχώρησε
και μπήκε στο ανώνυμο πλήθος.
Κι εκεί
στη βασιλεία των ουρανών, πατέρας παντοκράτωρ
ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε και αοράτων
όρθιος, πάνω σ’ ένα θρόνο από κάρβουνο και στάχυα και φλάουτα και σπασμένα ντουφέκια
έστεκε τώρα ένας ευρύστερνος, ηλιοκαμένος άντρας, με τα μεγάλα παρήγορα χέρια του ανοιγμένα
σ’ έναν πελώριο αδερφικό χαιρετισμό.
Και τ’ όνομά του ήταν
Άνθρωπος