Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι, η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους αιώνες διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος, γι’ αυτό μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
«Θέλω να υπάρχουν πολλοί ποιητές, γιατί ο ποιητής είναι ο μόνος λόγιος που κινεί κάποια άλλα νήματα μέσα του, κρύβει ένα βάθος που σε οδηγεί στην πραγματική εξουσία, είτε στην πραγματική σωτηρία»… «Τώρα το πώς εγίνηκε το απαίσιο πλήθος να στριμώγνεται πάλι στα κάγκελα να στρώνει χαλιά γι’ αυτή την παρέλαση, πως εγίνηκε και οι ποιητές τα λάβαρα κρατώντας να γράφουν ύμνους, την αναπνοή κρατώντας να χειροκροτούν ακατάπαυστα όλους τους επισήμους, πώς εγίνηκε να ετοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν τα κλειδιά και την υπόκλισή τους, μην το ρωτήσετε! Γιατί, ως και σε μένα τον αδιάφορο έχουνε εισχωρήσει σα μυστικοί χωροφύλακες οι Βησιγότθοι»)
Κατά Σαδδουκαίων (από την ομότιτλη ποιητική συλλογή, Εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ )
Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων Υπαλλήλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
Κραυγές απ’ τον προνάρθηκα του Ναού.
Απ’ τη φατρία των εβιονιτών κραυγές:
Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος
Οι Χριστιανοί να ’χουνε δούλους Χριστιανούς.
Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
Εγώ απέναντί σας ένας μάρτυρας
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου-
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.
Τους άλλους απ’ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ’ άλογά τους απ’ τον κάμπο μου.
Δεν μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους ύπατους δεν άφηναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια κι ένδοξα
τη θέλησή μου την καταπατήσανε
τόσους αιώνες.
Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύχτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες με νέους στεφάνους
οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι του αυτοκράτορος
τοιμάζουνε κρυφά να παραδόσουν
να παραδόσουν τα κλειδιά και την υπόκλισή τους.
Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.
ΒΗΣΙΓΟΤΘΟΙ (από την ποιητική συλλογή ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ, Εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ )
Άξαφνα η πόρτα μας άνοιξε.
Πρώτος κατέβαινε ο Αυτοκράτορας
με καινούρια στολή
ο νέος αρχιεπίσκοπος
ο υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων
(η εργάτρια Ντούμπιοβα παρήγαγε δεκαπέντε χιλιάδες πορήρια)
ο στρατάρχης ήρωας της μάχης Σαρώ
πιο πίσω οι αυλοκόλακες
οι υπάλληλοι όλοι με τας συζύγους των
ο πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου
στο τέλος ένα παιδί που ήταν ο γελωτοποιός.
Εγώ αντιπροσώπευα τα στρατεύματα της Κορέας
των Γάλλων πατριωτών
των Ισπανών εξορίστων
την παυμένη εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη»
την άλλη που έμεινε μόνον ο τίτλος της.
Οι ποιητές κρατώντας τα λάβαρα
έγραφαν ύμνους
κρατούσαν την αναπνοή μπροστά στους επισήμους
χειροκροτούσαν ακατάπαυστα όλους τους ρήτορες.
Τώρα το πώς εγίνηκε το απαίσιο πλήθος
να στριμώγνεται πάλι στα κάγκελα
το πώς εγίνηκε
το συνδικάτο των οικοδόμων
να στέλνει ομόφωνα ψηφίσματα
να στρώνει χαλιά γι’ αυτή την παρέλαση
μην το ρωτήσετε.
Φταίει αυτός που ήτανε δίπλα μου
όπου στην κρίσιμη ώρα σ’ αυτή τη σιωπή
εψιθυριζε:
Η μύτη της κυρίας Δημάρχου θυμίζει τη γεωγραφία.
Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται.
Διαδόθηκε μέσα στο αδιάφορο πλήθος η φήμη
οι υπουργοί θορυβήθησαν
ο πυγμάχος που έγινε χωροφύλακας έλαβε θέση
στους διπλανούς διαδρόμους
οι πυροσβέστες πλησίασαν
ο πρόεδρος χτυπούσε μέσα στην αίθουσα τον κώδωνα
σβήστηκαν τα κεριά του ναού
κι κει στη μεγάλη τους σύγχυση τα κατάφερα
μ’ ένα μικρό βηματάκι άξαφνα να βρεθώ
να θαυμάζω το θέαμα.
Όταν τα φώτα ξανάναψαν
η χάλκινη πόρτα αμίλητη έκλεισε όπως φαίνεται
και δίπλα μου οι γυναίκες ξεφώνιζαν
τραβούσαν τα μαλλιά τους τσιρίζοντας
όχι γιατί δεν πρόλαβαν την παρέλαση
όλων των επισήμων
αλλά που χάσανε μέσα στο σκότος
τους άνδρες τους.
Οι πάροδοι που οδηγούσαν προς τις εξέδρες
στις πόρτες των ναών και των φυλάκων
στους διαδρόμους των εξοχών
στα δημόσια πάρκα
στα κρατικά εκπαιδευτήρια
στη δουλειά με το κομμάτι
στην ποινή του θανάτου
παντού παντού παντού
ως και σε μένα τον αδιάφορο
είχανε εισχωρήσει σα μυστικοί χωροφύλακες
οι Βησιγότθοι.
Μη σκεφτείς άσχημα για τους Βησιγότθους
είναι κάτι ακίνητα μαζεμένα υποκείμενα
που παριστάνουν τους επιδρομείς.
Πάντως θα καταλάβατε τον αρχαίο ναό
τι αντιπροσώπευε ο γελωτοποιός
τι αντιπροσώπευα εγώ ο γελοίος
ποιοι οι Βησιγότθοι οι αρχιεπίσκοποι
κι ο ένδοξος αυτοκράτορας.
Υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη
[Αντισταθείτεσ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ. Αντισταθείτεσ’ αυτόν που γύρισε στο σπίτι και λέει: Δόξα σοι ο θεός Αντισταθείτεστην κρατική εκπαίδευση στο φόρο σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτεσ’ αυτόν που χαίρεται απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτεστις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία στα εργοστάσια πολεμικών υλών σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια στα θούρια στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους στους θεατές στον άνεμο σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας ως και σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε.