Απόψε μιλούν τα σώματά μας τα πτερόεντα που μας ξεντύθηκαν και λιγοστέψαμε σαν υπέργηρα βρέφη τόσο μικροί να παραδέρνουμε για λίγο φως που δεν ανέχεται ούτε στα πόδια του να κατοικήσουμε. Ρυθμίζουμε ανέστιες ζωές συφοριασμένες εκκρεμότητες την μήνιν που αφήνει ο άνθρωπος πάνω στο είδωλό του. Σταγόνες που πλέκουμε για μιαν απόδραση. Να φεύγουμε να οστρακιζόμαστε. Αυτό δε θέλαμε; Όστρακο εμείς και εξορία. Παρά τις δοκιμές παρά τα χρόνια αυτή η λεπτομέρεια ανήκεστος πάντα. Αγάπα με -έλεγες- κι άλλο δεν είμαστε από το όχημα προς λίγη σάρκα [ΜΟΝΟΙ]
Οι τρόποι να μη λυπάστε
Προσέχτε τα βήματά σας
κάτω απ’ τις φυλλωσιές των δέντρων κρύβεται
το σώμα σας ντυμένο τα φτερά της νυχτερίδας
και τα τυφλά της μάτια
αν σκοντάψετε ξεγλιστρά πάνω σας
κρέμεται ανάποδα απ’ το σαγόνι σας
όπως απ’ της σπηλιάς τα εξογκώματα
και τα νύχια που χρόνια μεγάλωναν
κι ελίσσονταν στα κλαδιά
βρίσκουν επιτέλους μια θέση στο μυαλό σας
προσέχτε τη μήτρα σας αν είστε γυναίκες
το καρύδι που μεγαλώνει το λαιμό σας αν είστε άντρες
και παιδιά αν μείνατε βρείτε επιτέλους έναν τρόπο
να πεθάνετε ανώδυνα χωρίς να χρειαστεί ούτε άντρες
ούτε γυναίκες να φανείτε
προσέχτε τον κίνδυνο που ανατέλλει κάθε πρωί απ’ το βουνό
σταθείτε μακριά και δώστε του ονόματα να τον ξορκίσετε
κόψη ξυράφι
φλοιό ανθρώπου λιωμένη ύλη
μες στα χέρια
κάποτε σύσπαση σιωπή
νύχτα πουλιά που τρόμαξαν
των κυνηγών το βόρβορο
και τις βαριές πατημασιές τους
ταίρι
προπάντων ταίρι
που οσφραίνεται το αίμα μας.
Παράπονο
Ράβω το στόμα μου
στις άκρες ξεπετιούνται οι κλωστές
βλαστάρια που περίσσεψαν
από το μίσχο λουλουδιών
κανείς δεν προσέχει
τις λεπτομέρειες των φυτών
κανείς δεν προσέχει
τις λεπτομέρειες της λύπης
οι άνθρωποι ακολουθούν μόνο τη λάμψη
τα καθαρά μαλλιά κάποιας γυναίκας
γεμάτης υγεία δέσμες του ήλιου
που στριμώχνονται
και λιγοστεύουνε την όραση
βρίσκω ένα όνειρο κακό
που με βυθίζει στην καρδιά του
-πνιγμοί πριν τη σφαγή υγρή
του ταύρου ανάσα
ή των αρρώστων τα πνευμόνια
που με ποτίζουν επικίνδυνα-
μην το γελάς μην του γελάς
με βρίσκει παντού
μου παραστέκεται
εκεί που πνίγομαι με πνίγει
με ένα φιλί σαν πείραμα
γεμάτο ιούς και παρενέργειες
σπαρταριστά τα μπράτσα του
μοχθούν στη δύναμή μου
τελευταία προσπάθησα πολύ
μα οι στιγμές χειροτέρεψαν
κλείνω τα μάτια και δεν κοιμάμαι
ακούω τις κραυγές των ποιημάτων
τη βαριά τους ανάσα
το βήχα τους που κρατά χρόνια
εξηγώντας την ηλικία μου
τρομάζω με τον παραμικρό θόρυβο
και με τη σιωπή τρομάζω
πιο πολύ όμως φοβάμαι
ν’ ακουμπώ τα μαλλιά μου
οι χτένες στα δόντια τους
αν τις δω στο τραπέζι με ακολουθούν
μέχρι να νυχτώσει
απόψε παράτησα το σπίτι
κλειστό κοχύλι τ’ άφησα
στα μάτια των ψαράδων
και κολυμπώ ανέπαφα
στου ουρανού την επιφάνεια
τα αστέρια με παρατηρούν
χωρίς να με βυθίζουν
κι από τις λέξεις που ξεχνώ
η γλώσσα μου μικραίνει
σαν ράμφος που θυμήθηκε
τα μυστικά των δέντρων.
Πλάνη
Φορτώνω στη ράχη μου
δύο νεκρά πουλιά
τα φτερά τους
-και πεθαμένα- κροταλίζουν
κρυφά περάσματα στις φυλλωσιές
και λιτανείες στο νότο
κι έναν παλμό που ήτανε κάποτε
κήπος ατίθασος
στην όψη του αμάραντου
και στην οσμή της σάρκας
φορτώνω στη ράχη μου
δύο νεκρά πουλιά
κι όνειρα αμέριμνα
που δεν κουράζονται ποτέ
να επιστρέφουν στη φωλιά τους
όπως το ψάθινο καπέλο του καλοκαιριού
που εκτελεί πάντα την ίδια πορεία
μακριά απ’ το κεφάλι μας
όταν τ’ αφήνουμε να το ρουφήξει
το πρώτο μελτέμι
και τα ξερά φύλλα του φθινοπώρου
κι ύστερα η μνήμη που δε συγκρατεί τίποτα
αληθινά δικό μας
παρά αυτή την τελευταία ανέλιξη
σε μιαν αόρατη σκάλα
ταλαντεύομαι
και πληρώνω το βάρος μου
σε κάθε βήμα
η πτήση ξεκινά από την πλάτη μου
και τελειώνει εκεί
δεν είναι ύψους ενατένιση
αλλά παράταση αναπνοής.
Κωπηλάτης
Έχει αρμούς ό,τι μαθαίνεται:
το βήμα του γλάρου
το γέλιο της συνήθειας
η στήλη και το άγαλμα
που σέρνουν τα γράμματα
στη συμφορά του ονόματός τους
κρούω ψηλά
τ’ αστέρι μου
στον ουρανό
να βρω πιο εύκολα
σπασμένο το ρύγχος
του αλόγου
σκισμένα τα χείλη
του δρόμου
άγραφο και μαλακό
τον κανόνα
του διαστήματος
επίκουρες στη νύχτα
όλες οι θέσεις έναστρες
όταν δε θέλουμε
κανέναν να δούμε
και ξεμαθαίνουμε
το φόβο
με τα τετράδια
στη σάκα μας
πρώτη φορά
να ερωτεύονται
τις γομολάστιχες
θα ξεχαστώ
κωπηλατώντας
στο κελί
της αυλής μου
στην κουβέρτα
του σκύλου
στην κουκέτα
που χωρά
να κοιμίσει
το πόδι μονάχα
του ονείρου μου
το μέλλον γράφεται εκεί
που σβήνουν τα σημάδια του
γεωργός απόλυτος
και ναυαγός
της πιο τρελής λαχτάρας.
Θέρος
Το φως κυλά
στην κατολίσθηση της πέτρας
και η κρυψώνα του φιδιού
λαθραία περνάει και βυθίζεται
κάτω απ’ την καμπάνα του ήλιου
μια ακτίνα σιωπής:
ποτέ δεν άκουσα ουρλιαχτά
τις χασμωδίες της αντανάκλασης
-τ’ αυτιά μου είχαν ματώσει
από το σάλεμα του τζίτζικα-
κι όπως του δέντρου ο μαρασμός
προσκύνησα το καλοκαίρι.
Είδα τα ρούχα μου καμένα σαν χαρτί
τραύμα το στόμα μου χάρτης του κόσμου
πλήγματα έβαλα και δαγκωνιές
σε όσον ίσκιο μού περίσσευε
να γίνει τρόμος
μη μου τον κλέψουν
όσοι παλεύανε το ρίγος τους
μέσα σε καύματα
και σκύλου δόντια.
Oπυρετός κι αν μας νικά
τα χέρια δυναμώνει
με μιαν ανάκρουση
παλμών κι ερώτων:
εκεί που ούτε χορτάρι
δε βλασταίνει
σμίγει κι αφήνεται
κάμπος ονείρων
και δράκος τρυφερός.
Δίψα δεν έσβησε κανείς
όσο το ποίημα που γιατρεύτηκε
απ’ την κακή του σκέψη.
Επίνικος
Τις νύχτες σκοτώνω την ώρα μου
πάνω στα έπιπλα
με ένα θερμόμετρο στη μασχάλη ταξιδεύω
απ’ το ένα δωμάτιο στ’ άλλο
και μαγειρεύω στο μπρίκι μου
το ταρακούνημα της κουρτίνας
η πόρτα κλειδώνει μόνη της πια:
δεν έχω τίποτα να δώσω
σε τόσους επισκέπτες
-γιατί έρχεστε; γιατί έρχεστε ακόμη
και σπαταλάτε τ’ αστέρια πάνω μου;
τόσα παιχνίδια γύρω μου
τόσες αφύλακτες χαρές
κάποτε τρεφόμουν με νερό μόνο
και είχα γίνει βαριά σαν πέτρα
με φυσούσες κι έμενα ακίνητη
στις πλαγιές των λόφων
τώρα βαδίζω κρυφά στα κοπάδια των ζώων
τα κάνω κομμάτια με τα δόντια μου
και δε χορταίνω δε χορταίνω το αίμα τους
(η ίδια δεν είμαι;)
κάποτε γυρόφερνα το θάνατο
σαν κουτσή γριά
που καθαρίζει την κουζίνα της
τώρα τον φυτεύω με τα χέρια μου
ανάμεσα στα λουλούδια
και τον βλέπω να μεγαλώνει
και να μαθαίνει το περπάτημα
τραβώ στα νύχια μου
τον κομπασμό της άνοιξης
κι αποκοιμιέμαι
πουλί εν πτήσει:
η ανακούφιση
θα μοιάζει πάντοτε
με το θυμίαμα
των ηφαιστείων.
Νυχτερίδα
Καλύτερα να νιώσεις βαθύ το δάγκωμα της αμφιλύκης
παρά να ματώνεις σε ήλιους ψευδείς και πυρωμένους
φαεινή είναι μονάχα η αγάπη όταν πλανιέται
μέσα στο στρώμα του κινδύνου της
χωρίς διαστάσεις ένα παιχνίδι που διπλώθηκε στο ξένο σώμα
όπως σκιές λύπες πλεούμενες
και καραβάκια από χαρτί
κανείς δε φυγαδεύεται με τρόπο ασφαλή
στο λένε τα ζώα της νύχτας
που αναθερμαίνουνε τη σάρκα τους
σε μάτια όλο στίγματα
και σε κυνήγι σκοτεινό
όταν ορμούν και τρέπονται
με δωρικές αναρριχήσεις
και με καθόδους εγγεγραμμένες
απ’ τη χαρά της διαφυγής
καλύτερα να νιώσεις βαθύ το δάγκωμα της αμφιλύκης
παρά στη θάλασσα να ανοίγεις δρόμους
με φωσφορίζοντα φεγγάρια και ανακλάσεις λιμανιών
τόπος του ανθρώπου είναι το δάσος
στην πιο αδρή πυκνότητα
και δεν αφήνει να φανεί ούτε η μάστιγα
ούτε η χλεύη
ούτε ο φόβος μας που σβήνεται
στα καντηλάκια των νεκρών
όταν σκοτώνονται τα βλέφαρα
βρίσκουν μια ρύμη αφιλόξενη
και πεινασμένη
τρόπους μεγάλους να ονειρεύονται
σαν τον περίπατο του αστροναύτη.
[ΠΗΓΗ: Άννα Γρίβα, Οι μέρες που ήμασταν άγριοι, εκδ., Γαβριηλίδης, 2012 – Η Άννα Γρίβα γεννήθηκε το 1985. Είναι φιλόλογος και ασχολείται με την ποίηση. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά (Κουκούτσι, Ένεκεν, Σοδειά, Τα Ποιητικά, Μανδραγόρας, Bookmarks).. Επίσης έχει εκδώσει την πρώτη της ποιητική συλλογή «Η φωνή του σκοτωμένου» (Εκδόσεις «Χαραμάδα», Πάτρα, 2010)