Περιμένω να γυρίσεις σπίτι, να βγάλεις τα ρούχα -Θεέ μου πως περιμένω να βγάλεις τα ρούχα- τα πόδια σου αγαπώ, τις κνήμες ό,τι σε πάει και σ’ επιστρέφει μ’ ένα σου νεύμα ν’ ανέβω στο κρεβάτι να γίνω ολόκληρη κατοικίδια ηδονή(CATWOMAN)
Θυμός
Αν ήξερες ότι ήμουν γυάλινη
δεν θα με πετούσες στον τοίχο
Θα περίμενες να μεγαλώσω
Και αν ήξερα ότι θα πεθάνεις
θα σου έπλενα τα πόδια κάθε μέρα
Αλλά αν σου έπλενα τα πόδια κάθε μέρα
δεν θα πέθαινες. Θα ήσουν στο διπλανό δωμάτιο
Δεν φανταζόμουν ότι χωράς σε μια πλαστική λεκάνη
Σε μια πράσινη πλαστική λεκάνη
Δεν φανταζόσουν ότι θα πλύνω το κρανίο σου
στο νεροχύτη με τη λαστιχένια βρύση χωρίς να κλάψω
Έχουν αγριέψει οι άνθρωποι, τα πουλιά, οι σερβιτόροι
Και εσύ σ’ ένα μεταλλικό κουτί τι να μου κάνεις
Και εγώ με δυο πόδια όρθια τι να σου κάνω και σένα
πι πι το παπί
Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ
έμοιαζε, λένε, αποδημητικός
η μάνα μου από αριστοκρατική οικογένεια
δεν «ήτο ηθικόν» να κλωσάει μπάσταρδα
μεγάλωσα σε ράμφος πελαργού
χωρίς παραλήπτη
κατέληξα σε αναμορφωτήριο πτηνών
μου έμπηγαν στον κόκκυγα φτερά παγωνιού
μου μάθαιναν να κλίνω: η γλαυξ, της γλαυκός
ανεπίδεκτη υιοθεσίας
ανάξια κλουβιού
στολίζω σήμερα σύρματα
ηλεκτροφόρα
μαδώ τα πούπουλά μου
γεμίζω μαξιλάρια βεράντας
ζευγαρώνω με παπαγάλους Σενεγάλης
γεννάω τηγανητά αυγά
τη βγάζω με ψίχουλα περαστικών [κουλούρια - σταφιδόψωμα]
μα κάθε μέρα σχεδόν περνώ και από ’κείνον τον παραμυθά
που επιμένει να πιστεύει ότι θα γίνω κύκνος
Απλοποίηση
Πρωτότοκα επισφαλής παρατηρούσα τη μαμά
να φουσκώνει επικίνδυνα
Στην κοιλιά της, είπαν, είχε μπει ένα σποράκι
Πέντε μήνες μετά πέθαναν οι αγκαλιές
Τα παιχνίδια
Ο μπαμπάς
Από έξι χρονών έχω να φάω πασατέμπο
HideandSick
Τους φίλους με τα ματωμένα γόνατα
τους έντυσαν με τα μακό
Τους έμαθαν να κρύβονται
-μόνο να κρύβονται-
Τους φίλους από μανταρίνι και χώμα
δεν τους έψαξε κανείς
Θα χουν σαπίσει στις αυλές
πίσω από τα αυτοκίνητα
Τα πτώματά τους ανήλικα
πάλλονται άθαφτα
Μαμά, βάλε με στην κοιλιά σου
-μόνο για απόψε-
και γέννα με αύριο στο δρόμο
Έχω μέσα μου
ΞΕΛΕΥΘΕΡΙΑ για όλους
1984
Κρύβομαι κάτω απ’ το κρεβάτι
Είμαι τεσσάρων
Χωρίς κυνόδοντες
Με άσπρο δέρμα/Μνήμη από βούτυρο
Ψιθυρίζω τ’ όνομά μου
Δεν είμαι σίγουρη μ’ αρέσει
[μ’ αρέσει
δεν μ’ αρέσει
μ’ αρέσει
δεν μ’ αρέσει]
ο μπαμπάς είχε τα μάτια μου
και η μαμά ήταν σίγουρα κορίτσι
-βγαίνει απ’ τους τοίχους όταν πεινάω-
Δεν με ψάχνει κανείς πια
Είμαι ακόμη τεσσάρων και κάτι
Σ’ αυτό το σπίτι
το χτισμένο από τσιμέντο και θάνατο
υπάρχει μόνο ένα κρεβάτι
για να μπορώ
να κρύβομαι
από
κάτω
αναλογισμός
Κουτσό δεν έμαθα ποτέ
Είχα δυο πόδια
Και άλλα δύο τα δικά σου
Ένα τετράποδο ίσον
Ήσσον
Με διαλύει αυτή η γλώσσα
[ΠΗΓΗ: Νίκη Χαλκιαδάκη, Ανάσκελη με πυρετό. Εξέδωσε την ποιητική συλλογή ο Έρωτας του PieddeCoq, εκδόσεις λογείον (2009) και την ποιητική συλλογή Ανάσκελη με πυρετό, εκδόσεις Μανδραγόρας (2012)]