Πιστεύω εις μίαν θεάν ερώτων παντοκράτειρα ποιητήν ουρανών μα πεσμένην κατά γης μουσών τε πάντων και νεράιδων. Και εις μίαν ωκεάνιον ψυχήν, την αντεράστρια της θεάς την αειθαλήν την εκ του έρωτος γονιμοποιηθείσα προ πάντων των θαυμάτων. Ως εκ χάους, συνειδέναι αληθινόν εκ λήθης λιθίνου κερασθέντα και ονομασθέντα άσπιλον ως εξ αυτής. Εις μίαν αγείαν, καθολικήν και συμπαντικήν αλήθειαν.
1) ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Κάποτε μου εμφανίσθηκε μια νύμφη …
… ήταν απ΄ τον ήλιο πιο λευκή
Και φορούσε ένα λευκό φουστάνι
Και μια πλεξούδα ανέμων έπεφτε στα στήθη της.
Οι κόρφοι της φύλαγαν ένα μυστικό …
Ορφανή από γλώσσα
η μάνα της, της άφηκε χρησμό:
«να ‘σαι διάφανη λευκή
κομμένη από τυφλής μαντίλι
έτσι που να μην ξεχωρίζεις τους καιρούς
και τη γλώσσα τους να μιλάς με άκρατη ευφράδεια
κάθε που η ψυχή του κόσμου ζητά διερμηνέα.»
Την ομορφιά μου αντάλλαξα για ένα καρβέλι στίχους
Την ψυχή μου πούλησα στην Ποίηση.
Πιστεύω εις μίαν θεάν ερώτων παντοκράτειρα
ποιητήν ουρανών μα πεσμένην κατά γης
μουσών τε πάντων και νεράιδων.
Και εις μίαν ωκεάνιον ψυχήν, την αντεράστρια της θεάς την αειθαλήν
την εκ του έρωτος γονιμοποιηθείσα προ πάντων των θαυμάτων.
Ως εκ χάους, συνειδέναι αληθινόν εκ λήθης λιθίνου
κερασθέντα και ονομασθέντα άσπιλον ως εξ αυτής.
Εις μίαν αγείαν, καθολικήν και συμπαντικήν αλήθειαν.
Ομολογώ εν νύμφης άρπισμα γονίδιο ξωθιών.
Προσδοκώ ανάταση φτερών και ζωήν πέραν του νομικού κανόνος.
Αιθήρ
Πεντάμορφη: Η Ποίηση που σκύβει και φιλεί στα χείλια
τον μυκηθμό του κόσμου και τον κάνει διάφανη λαλιά.
Η ερωμένη και η μάνα
που γεννά τον έρωτά της κι αποκαμωμένη
στα χέρια του λιγοθυμά.
Τέρας: Δύσκολο πράγμα ν’ αρθρώσει καθάριο σύμφωνο ο όχλος.
Χρειάζεται αλλοτινή θρησκεία.
Να του γυμνάσει τα χείλια στην ευγένεια και να του πιαστούν
εκεί.
Κ.ΟΣΜΟΣ Κ.ΟΣΜΟΣ
ΚΟΣΜΟΣ
2) ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΤΕΡΑΤΟΣ
Πεντάμορφη: «Όμοιον ομοίω αεί πελάζει», λένε …
Ο καρδιακός φίλος
Ένας κένταυρος που με χτύπησε
κατάστηθα … το χέρι του το αριστερό
γκρεμίστηκε στη δεξιά καρδιά μου.
Η ερωμένη
Οι θωπείες της
μου σκίζανε την πλάτη μου μ΄ αλάτι …
Σφάλιζε στα λέπια της τα όνειρά μου.
Η περιθωριακή
Η Μούσα Ουρανώ
Που ονειρώνει ό,τι αγγίζει.
Ο γητευτής των λέξεων
Έμοιαζε με Πάνας
Οχτώ λέξεις έρπονταν γύρω του υπάκουες
ΩΡΑ, ΩΡΙΜΟΣ, ΩΡΑΙΟΣ
Ωραίο είναι καθετί στην ώρα του.
ΈΡΩΤΑΣ, ΕΡΩΤΑ, ΕΡΑΤΩ
Για έρωτα; … ρώτα και μια Μούσα!
ΟΙΗΣΗ, ΕΚΠΟΙΗΣΗ
Η Ποίηση είναι τυφλή κι απόλυτη
Δεν επιδέχεται προθέσεις.
Του πέταξα στο καλάθι του την ένατη
ΚΟΣΜΟΣ
Οσμίστηκε ότι το παραμύθι του
Ήταν πραγματικότητα των άλλων.
3) ΗΧΩ ΚΑΙ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
Ηχώ
Σε πλαγιά της ιστορίας κατάφορτη από χρώματα
- χρώματα που βάζεις στο στόμα σου κι ευφραίνεται –
έβλεπες κι άπλωνε φτερούγες η λέξη
Ηχάδιον
Ήχος Ηχάδι
Ηχώ Χάδι
Χάδι
Πτώση
Χάδι Ναρκίσσου, που νόμισες δικό σου.
Ηχώ, Ηχώ, Ηχώ, Εγώ, Εγώ …
Νάρκισσος
Γελά ο βυθός.
ΔΕΝ ΑΚΟΥΩ
Μη φωνάζεις Ηχώ
Είν’ η ψυχή μου ένας Νάρκισσος.
ΔΕ ΝΙΩΘΩ
παρά τον έρωτα
που μαδά τα πέταλά μου στη λίμνη.
ΑΦΗΝΟΜΑΙ
σ’ αυτήν τη μουσική
που με παύει και μ’ αρχίζει.
4) Γαλάτεια
Κορίτσι μου, εγώ δεν είμαι ποιητής
είμαι χαρτογράφος των ουράνιων αισθήσεων.
Γύρισα εδώ στο εργαστήρι μου το μυστικό
εκεί όπου τα μάτια μου σε πλάθαν και σε χτίζανε
απομυζώντας γάλα απ’ τον κόρφο τ’ ουρανού.
Μα αιωρείσαι ακόμη κει ψηλά
στων άστρων την ακαθόριστη αρχιτεκτονική
σε ρυθμό συμπαντικό Σειρήνων
με τις συντεταγμένες σου φρεσκοπλεγμένες στα μαλλιά της Πούλιας
Των αιθέρων άγαλμα κι ουράνιο βρέφος
συγχώρα με!
που ’μαι τόσο δα μικρός και δεν φτάνω να κόψω
τον ομφάλιο λώρο σου.
5) Τέρας:Την τέχνη την θέλουνε νεκρή. Αφού της σαβανώνουνε τις χίλιες μικρές ουρές της, την φυλακίζουνε σε μαυσωλεία – αλλιώς μουσεία -, να μη μιαίνεται από χρώμα και συναίσθημα η εγκεφαλική πραγματικότητα…
και πάρει άλλες στροφές ο νους του χρόνου.
Και παρατηρούν σχολαστικά τις πεθαμένες μούσες, τάχα ότι θαυμάζουνε και κρίνουνε τον παροξυσμό ενός τρελού, πάντοτε όμως υπό την ασφαλή και υπερέχουσα θέση του νοήμονος και τακτικού.
Ηλίθιε εγκέφαλε, δε σου αξίζει σώμα! Το σώμα είναι για να δοκιμάζει χρώματα, αλάτια και πληγές, έρωτα, οσμές και ήχους.
Η τάξη της φύσης είναι ΑΤΑΞΙΑ!
Πεντάμορφη: Σιχαίνομαι τη δική σου τάξη πραγμάτων.
Κάθε πρωί
αηδιάζω μ΄ αυτόν τον πυρήνα από σπέρμα πετεινού και θαύματος ιδρώτα
που εκρήγνυται μέσα από ατμούς
που φτάνει μέχρι και τους τοίχους, λες και σκότωσες
κανέναν Ερωτιδέα.
Και κείνα τα χάπια ονείρου κάθε βράδυ
που καταπίνουν αμάσητα οι ερωτευμένοι
και τους έρχεται ο κόσμος σειόμενος, μα αλαφρύς
σαν ονείρωξη.
Τέρας: Εκδικούμαι τον χρόνο που με σμίλεψε και μ’ άφησε να πέσω.
Τώρα το δημιουργηθέν πλάθει δημιουργό
τον χύνει σε εκμαγείο.
Και πριν καλά στεγνώσει
θα τον σπάσω
ρόδι
στο κατώφλι της ζωής μου.
6) ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Τέρας: Αφού στα Τάρταρα μ’ αφήνεις
στη σκέψη μου αφρός θε να γενείς
άκου μονάχα πριν να φύγεις
την ιστορία αγάπης του Έρωτα και της Ψυχής:
Έρωτας
Απόγονος ενός πτηνού του χρόνου
που αποδημούσε σ’ άλλο υπαρκτό
σ’ έναν δικό του νότο
και χύθηκε σαν κρόκος κι έγινε πυρήνας
το Τυχαίο, αλώνοντας ανάμεσα στα σκέλια του
το Χάος.
Και τώρα να πάλι το ξανακερδισμένο γονίδιο
πασκίζει ν’ αρθρωθεί στο ύστερο σπέρμα της ψυχής μου
μπερδεμένη γλώσσα και τα χείλη μας δυο Συμπληγάδες.
Αφού ξανά η Ψυχή ξανά και ο Έρωτας
μην πασκίζεις δική σου ρότα
αφήσου σε τούτον τον νύμφιο ιστό
που σε ράβει και σκίζει.
Ψυχή
Το ύστερο σπέρμα της ψυχής μου
πασκίζει να σαρκωθεί στη ράχη του Μορφέα
γλαυκό και λουλακί
- όπως το πίσω του Μεγάλου Κηπουρού, καθώς στα γήινα φυτεύει
παραδείσια ιδέα. –
Μα σε κορμί βρίσκει δυσεπίλυτο
σχεδόν πέτρινο στην ευταξία του να γονιμοποιηθεί.
- Τί ‘ναι ψυχή μου έτσι που γελάς
και με τρομάζεις!
Άλλη δε σου γεννάω Ηδονή
κι αυτομολώ στον ήλιο.
Να πνιγεί! Να πνιγεί
το έμβρυο της Αρμονίας.
Και ψυχή, ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, εις ψυχήν αυτή βλεπτέον.
Ρευστός και εύπλαστος μέσα στον κόσμο, τα πράγματα δεν έχουνε για μένα δίνη, τίποτε δε με παρασέρνει. Καιρό τώρα με στίχους τίποτε δε γεννάω. Σαν άλλο σπέρμα να χρειάζεται. Και να που η Άνοιξη με γαργαλά με τη μικρή της παρυφή στο σπλάχνο μ’ ένα ένστικτο και να ζευγαρωθώ θέλω με την Ομορφιά. Φως εσύ απόκοσμο, φερμένο από κάτω, από τα Τάρταρα του καθρέφτη, θέλω μέσα σου να μπω, να πήξω. Άσε με στον ήλιο σου να μπω να ξεθωριάσω. Πλάσμα αγγιχτό από τα δάχτυλα της ψυχής με την ορθάνοιχτη αφή τους, όραση δεν είχα πριν σε δω. Και σ’ έζησα μονάχα μια στιγμή, όπως το πρώτο όνειρο, δίχως συνείδηση και δίχως μνήμη. Κι ό, τι είμαι, ό, τι υπάρχω στον κόσμο είναι δυο φορές. Μεγαλώνω. Απ’ τις προεξοχές μου όλες ξεπηδούν έτοιμα γονίδια και γίνονται οι προεκτάσεις μου στον κόσμο. Κι εσένα, πλάσμα φτιαγμένο από θεό (θεός το κύριο υλικό της μάζας σου), που την ιμερόφωνη σιωπή σου ακολουθεί υποτακτική μίαν Ηχώ, θα σου ράψω όνειρα από κορμιά αγγέλων και θα τ’ ασημώσω με το μικρό υγρό της πίστης τους σε ό, τι δεν πιστεύεις. Αρκεί να διοχετευθείς στο δοχείο της ψυχής μου και να στεγανώσουμε μαζί μέσα στον χρόνο και να λες «Εγώ», όταν σε ρωτούν. Μίλα, μίλα, ψυχή μου! Αχ, αυτό σου το στόμα, σαν ορθάνοιχτο τριαντάφυλλο, που οδηγεί σε άλλον κόσμο. Θα μπω ολόκληρος μεσ’ από την ανοιχτή πληγή σου και θα πήξω μες στο αίμα σου σαν φάντασμα και σαν ανάμνηση φωτός. Άκουσα κάποτε για μια νύμφη των δασών και του αγέρα. Μπήκε μέσα της με το μεγάλο πέος του ο Ήχος κι από τα πόδια της έτρεξαν ρόδα και από τα στήθη της γάλα συκιάς. Για να κλάψει από έρωτα, δανείστηκε μάτια ανθρώπινα… Μα κι ο Νάρκισσος μπρος στο είδωλό του, άδειο ρούχο Ηχούς, στιγματισμένο με το όνειρο του Ενδυμίωνα, για πάντα φωσφορίζον κάτω από πανσέληνο προσδοκιών. Μα ξέρω τώρα ο συμπαγής, ραγίζοντας στο κάτοπτρό σου, στους αιώνες του Έρωτα η ψυχή, και Ηχώ και Νάρκισσος. Τώρα ξέρω.
* Ένα μικρό αγγελικό σημείωμα: Ξεκινώντας με την εν λόγω φράση του Πλάτωνα, ο Άγγελος εκφράζει τον πρώτο εκείνο ναρκισσιστικό έρωτα του Ποιητή προς την ψυχή του. Η ψυχή που σκύβει στον μέσα της καθρέφτη, θα πρωταντικρύσει την ομορφιά που της έχει χαρίσει η Ποίηση και μαθαίνοντας τον έρωτα, ως ζωογόνο δύναμη κάθε δημιουργίας, θα γίνει τελικά γνώστης της Ουσίας της. Θα αποκτήσει ταυτότητα, μέσω της σφραγίδας του έρωτα, έστω και του ναρκισσιστικού...
Η Ε. Γκ. γεννήθηκε το 1992 στην Αθήνα. Είναι φοιτήτρια στη Νομική της Αθήνας.