Ζητώ τις λέξεις μου να τις κρατώ απ’ το χέρι και να τους δίνω ένα φιλί σαν γάτες να μου τρίβονται κι εγώ να τις κρατώ απ’ το σβέρκο. Αύριο που θα ’ναι πάλι άνθρωποι οι λέξεις μου το ίδιο θα τους κάνω….Τότε, όλα θα ’ναι πάλι ένα παιχνίδι ασαφούς αναμονής κι εγώ αργά θα μετατρέπομαι σε φάντασμα με αϋπνία που βέβαια καμιά επιθυμία δε θα ’χει πια για να τρομάζει.
Θεωρία του Χάους: πού και πού με πιάνει μια μανία να κλέψω την πεταλούδα που ευθύνεται για τον ύπνο σου όταν εδώ γύρω βρέχει
Την κρύβω στην τσέπη μου
ακούω συνέχεια το βόμβο της ― αν την καταλαβαίνω;
Η πεταλούδα με κάνει να φαντάζομαι:
Αν βρέχει εδώ,
σίγουρα κοιμάται ήσυχα σε κάποια άλλη πόλη.
Μα όταν ξυπνάς, εδώ ακόμα βρέχει.
Νόμιζα πως όλα τα ’βαλα σε τάξη
συνέχεια όμως γεννιούνται καινούργιες πεταλούδες.
Εγώ γιορτάζω κάθε φορά μια ολοκαίνουργια ληστεία
κι εσένα σ’ αφήνω να κοιμάσαι σε μια άλλη θεωρία.
Εκεί, οι πεταλούδες είναι άχρηστες
όπως και κάθε μου προσπάθεια να σου τις κλέψω.
*******
Η επίφαση της τάξης
Ένα συμμαζεμένο σπίτι μου ’χει μείνει.
Στις τσέπες ρούχων
που ’ναι καιρό αφόρετα
βρίσκω εισιτήρια από λεωφορεία ―
στο σπίτι ακόμα αναζητώ τον ιδρώτα
που ξέχασαν μάλλον κάποιοι επιβάτες.
Μπερδεύομαι.
Συνεχίζω με τις γωνίες. Τις σκάβω.
Κοιτάζω κάτω απ’ τα κρεβάτια
κι από τα πιάτα κάτω
που σωριάζονται με την επίφαση της τάξης.
Πρώτα τα βαθιά, μετά τα ρηχά.
Δεν πάω πουθενά· μόνο λυπάμαι.
Γλείφω το νερό που τρέχει από σπασμένες σωληνώσεις
βάζω τη γλώσσα μου στα λάστιχα του θερμοσίφωνα.
Την απλώνω μέχρι να τεντωθεί όσο μπορεί.
Επιμένω.
Όποτε θυμάμαι, ράβω κάποιες τσέπες
σάμπως να φυλακίσω ό,τι προλάβω.
Κι έχω όλη νύχτα τη γλώσσα τεντωμένη.
*******
Οι ιστορίες μου
Είναι ν’ αγριεύεσαι τα απογεύματα
εκεί γύρω στις πεντέμισι
γιατί αρχίζει να πέφτει ο ήλιος και τα μάτια σου ζαρώνουν
το σώμα σου χάνει κάτι απ’ την πρωινή του υγρασία.
Τότε βγαίνουν τα φαντάσματα που έχουν αϋπνία.
Κυκλοφορούν
― λες κι άλλη δουλειά δεν είχαν ―
για να τρομάξουν αδιάκριτα.
Έτσι, τα μάτια σου μένουν ξάφνου ορθάνοιχτα
κι οι ζάρες σβήνονται αμέσως.
εκεί γύρω στις πεντέμισι
γιατί αρχίζει να πέφτει ο ήλιος και τα μάτια σου ζαρώνουν
το σώμα σου χάνει κάτι απ’ την πρωινή του υγρασία.
Τότε βγαίνουν τα φαντάσματα που έχουν αϋπνία.
Κυκλοφορούν
― λες κι άλλη δουλειά δεν είχαν ―
για να τρομάξουν αδιάκριτα.
Έτσι, τα μάτια σου μένουν ξάφνου ορθάνοιχτα
κι οι ζάρες σβήνονται αμέσως.
Μόνο που στις ιστορίες που θέλω εγώ να διηγούμαι
ο τρόμος είναι αγοράκι που τρέχει με τα μάτια του κλειστά
απλώνεται, ξαπλώνει ανάσκελα και μοιάζει με χέρι ανοιχτό
αυτό που πάλι εσύ κι εγώ
θ’ αγγίξουμε όταν θα πέφτει ο ήλιος
εκεί γύρω στις πεντέμισι.
Τότε, όλα θα ’ναι πάλι ένα παιχνίδι ασαφούς αναμονής
κι εγώ αργά θα μετατρέπομαι σε φάντασμα με αϋπνία
που βέβαια καμιά επιθυμία δε θα ’χει πια για να τρομάζει.
ο τρόμος είναι αγοράκι που τρέχει με τα μάτια του κλειστά
απλώνεται, ξαπλώνει ανάσκελα και μοιάζει με χέρι ανοιχτό
αυτό που πάλι εσύ κι εγώ
θ’ αγγίξουμε όταν θα πέφτει ο ήλιος
εκεί γύρω στις πεντέμισι.
Τότε, όλα θα ’ναι πάλι ένα παιχνίδι ασαφούς αναμονής
κι εγώ αργά θα μετατρέπομαι σε φάντασμα με αϋπνία
που βέβαια καμιά επιθυμία δε θα ’χει πια για να τρομάζει.
*******
Κάποιος εδώ γύρω αναζητά μια εξίσωση
Ακούω θορύβους στο δωμάτιο.
Με μυρίζω παντού, θυμάμαι το πρώτο σώμα.
Δάχτυλο επίμονο, όρθιο να μιλήσει.
Ακούω κάτι· άλογα θα ’ναι· τρέχει απέξω.
Με μυρίζω παντού, θυμάμαι το πρώτο σώμα.
Δάχτυλο επίμονο, όρθιο να μιλήσει.
Ακούω κάτι· άλογα θα ’ναι· τρέχει απέξω.
Στομάχι αδύναμο· ονειρεύεται άλογα.
Σχεδιάζω με το νύχι.
Βράδυ· το δωμάτιο πνίγεται· εγώ κοιμάμαι.
Σώμα άλλο· επεμβαίνει, με κοιτά.
Κάθεσαι δίπλα μου και με χαζεύεις.
Τα νύχια μου μεγαλώνουν· φτάνουν ως το ταβάνι.
Το τρυπούν και χύνονται νερά.
Ρούχα παντού· δεν τ’ αναγνωρίζω.
Δε θέλω να ξέρω αυτόν που χαζεύει τα νερά.
Να πλένεται· αλλιώς: να πνίγεται.
Μέσα κι έξω θόρυβοι.
Σχεδιάζω με το νύχι.
Βράδυ· το δωμάτιο πνίγεται· εγώ κοιμάμαι.
Σώμα άλλο· επεμβαίνει, με κοιτά.
Κάθεσαι δίπλα μου και με χαζεύεις.
Τα νύχια μου μεγαλώνουν· φτάνουν ως το ταβάνι.
Το τρυπούν και χύνονται νερά.
Ρούχα παντού· δεν τ’ αναγνωρίζω.
Δε θέλω να ξέρω αυτόν που χαζεύει τα νερά.
Να πλένεται· αλλιώς: να πνίγεται.
Μέσα κι έξω θόρυβοι.
Τα νύχια μού τελειώνουν.
Ονειρεύομαι καινούργιο σώμα ή κάτι που να μου ανήκει.
Έσπειρα σώματα και τώρα θερίζω ρούχα.
*******
Συνηθισμένο
Τα δόντια μου τρίζουν κάθε βράδυ στο κρεβάτι
πασχίζουν στη θέση τους καλύτερα να μπουν
καθυστερούν να ησυχάσουν
και σαν κάτι να ζητούν
να δικαιολογηθούν.
Κριτς κριτς κρατςκάθε βράδυ
θαρρείς κι είναι σκαφτιάδες νεκροταφείων
που θέλουν ν’ αρπάξουν με μανία
κέρματα απ’ των νεκρών τα μάτια.
Τα δόντια μου ήσυχα ποτέ δε θα καθίσουν
ένα ένα θα βγαίνουν καθώς θα μεγαλώνω
και
ορμητικά θα πετάγονται στον έξω κόσμο
αφού περίκλειστα από χείλια σάλια ούλα μάγουλα
σκοτάδι τόσα χρόνια
το φως πεθύμησαν ―
το γέλιο, όσο να πεις, δεν ήταν μόνιμο ποτέ.
Σαν ξημερώσει
θ’ αρχίσουν πάλι
να υποδύονται πως κομματιάζουν λέξεις.
*******
Στα ερείπιά τους
Ζητάω ένα άλλο στόμα· να με γελά.
Για να πνιγώ.
Για να κρυφτώ στο λάκκο που χρόνια σκάβω.
Γυρίζει ανάποδα ο κόσμος
κι ο λάκκος μοιάζει θάλασσα.
Κρατιέμαι απ’ το δικό μου στόμα
αυτό που σε λίγο διάπλατα θ’ ανοίξω
για να στριμώξω αέρηδες
να στριμωχτώ στων ξένων τους θυμούς.
Ζητώ τις λέξεις μου
να τις κρατώ απ’ το χέρι
και να τους δίνω ένα φιλί
σαν γάτες να μου τρίβονται
κι εγώ να τις κρατώ απ’ το σβέρκο.
Αύριο
που θα ’ναι πάλι άνθρωποι οι λέξεις μου
το ίδιο θα τους κάνω.
[ΠΗΓΗ: Δημήτρης Αθηνάκης, επιλογές από την ποιητική συλλογή ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΙΚΡΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ, ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΚΙ ΑΛΛΑ ΠΛΑΝΑ. Ο Δημήτρης Αθηνάκης γεννήθηκε στη Δράμα το 1981. Σπούδασε Κοινωνική Θεολογία στην Αθήνα, Φιλοσοφία στη Θεσσαλονίκη και Φιλοσοφία της Επιστήμης στο Άμστερνταμ. Σήμερα, ζει κι εργάζεται στην Αθήνα ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Από την κοινωνία των (δε)κάτων κυκλοφόρησε το 2009 η συλλογή του χωρίσεμεις, που ήταν υποψήφια για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγρφαέα του περιοδικού Διαβάζω. Το 2012 κυκλοφόρησε η συυλογή του Δωμάτιο μικρών διακοπών, ένα ποίημα μικρού μήκους και άλλα πλάνα, από τις εκδόσειςΚέδρος.