Έβγαινε απογυμνωμένος στο ξέφωτο του σώματός της, ζύγιζε τα μικρά της στήθη στις χούφτες του και μ’ όλο το μήκος των χεριών του στο σκοτάδι, έτρεχε τις γραμμές του κορμιού της με αργές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις που την έκαναν να ανατριχιάζει σαν να ’παιρνε σχολαστικά τα μέτρα μιας άδειας αγκαλιάς [ΕΡΑΣΤΗΣ ΜΕ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ]
Δύο φορές αφήσαμε περιστέρια ακολουθώντας την προαιώνια μέθοδο. Και τις δύο επέστρεψαν νεκρά πάνω σ' ένα κομμάτι συρματόπλεγμα. Καταλαβαίνεις... μεταξύ των άλλων... είχαμε αφήσει ανθρώπους εκεί έξω. Δεν γινόταν αλλιώς [κατακλυσμός της μοναξιάς ΣΤΗ ΧΑΣΗ και ΣΤΗ ΛΕΞΗ]
ΜΙΑ ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ
Πάλευε να βγει από εκείνο το σπίτι και δεν έβρισκε καμία διέξοδο. Αφού σιγουρεύτηκε πως οι κεντρικές πόρτες και παράθυρα ήταν όλα σφραγισμένα, άρχισε να τριγυρνά στα δαιδαλώδη δωμάτια με τις ατέλειωτες εσωτερικές πόρτες γυρεύοντας κάποια μυστική κρύπτη που σε πάει αλλού, μετακινώντας τα έπιπλα, ξηλώνοντας τα πλακάκια, σπάζοντας τις σωληνώσεις. Ξαφνικά το μάτι του έπεσε στο ρολόι. Βούτηξε μέσα του και βρέθηκε πάλι πίσω, στη ζωή του. Το σπίτι ήταν ακόμη στα μπετά. Κι εκείνος ακόμη πολύ μικρός για να πηγαίνει ο νους του σε καβάντζες.
Ο ΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΕΤΣΙ
Η τρυφερότητα σου μαθαίνει σώμα με τον ίδιο τρόπο που η μοναξιά σε διδάσκει σιωπή και ενίοτε κακία, έλεγε και καθήμενος οκλαδόν πίσω της, δάγκωνε απαλά την λευκή της πλάτη αποσπώντας μεγάλα κομμάτια σάρκας. Εκείνη δεν αντιδρούσε καθόλου, τιμωρώντας τον με την αίσθηση της αβεβαιότητας.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΕΣ
Ο ποιητής δεν θέλει να σου πει. Θέλει να πει.
Μα κατά βάθος δεν θέλει να πει. Να σου πει θέλει.
Μα κατά βάθος δεν θέλει να πει. Να σου πει θέλει.
ΑΦΙΞΕΙΣ-ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
Μετά από κάθε σημαίνουσα περίοδο της ζωής σου, επιστρέφεις και πάλι στο χρόνο, σκέφτηκε ο γερό-γιατρός με την έφεση στις μικρούλες, καθώς άλλη μία από αυτές του γύρναγε την πλάτη και ξανάσπριζαν βήμα βήμα τα μαλλιά του.
Ο ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Ο λόγος της αυτοκτονίας του ήταν αυτό που λέμε «ερωτική απογοήτευση». Πάνοπλοι και με δεμένα τα μάτια οι αστυνομικοί περνούσαν τις χαρακτηριστικές πορτοκαλί κορδέλες γύρω απ’ το σώμα της.
ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ
Έφυγε τόσο φουρτουνιασμένος απ’ το σπίτι του που βρόντηξε πίσω του την πόρτα σαν νά ’θελε να την σπάσει. Ακούγονταν ακόμη οι γκρίνιες της γυναίκας του, οι άναρθρες στριγγλιές των παιδιών του. Όλα τα καλυμμένα υπαρξιακά του ήρθαν σαν ένα μικρό σμήνος από μέλισσες και στριφογύριζαν κυκλικά πάνω απ’ το κεφάλι του. Ο σωστός δρόμος, ο λάθος δρόμος, όλοι οι δρόμοι, ο καθόλου δρόμος. Προσπαθούσε να θυμηθεί που πήγαινε πριν. Έστριψε αλαφιασμένος σε μια γωνιά και βρέθηκε με δύο μπουκάλια μπύρας σε μια έρημη παραλία που φυσούσε σαν χάδι. Σιγά-σιγά ηρέμησε, σκέφτηκε όλη εκείνη την παλαιά τρυφερότητα που, δε μπορεί, κάπου θα έχει κρυφτεί˙ σταδιακά συμβιβάστηκε και πάλι με την ισχύουσα κατάσταση. Τότε εκεί, στη μέση της άδειας παραλίας σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς κάποια αόρατη τουαλέτα, τον είχανε πρήξει οι μπύρες, βύθισε το τσιγάρο του στην άμμο, έκανε να ανοίξει την πόρτα, κλειδωμένη… «Γύρισες; Είμαι στο μπάνιο, δεν θ’ αργήσω πολύ…» ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του˙ παραπάτησε, έριξε ένα βάζο, κοίταξε τη θάλασσα και φυσούσε ακόμη σαν χάδι.
ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
Αναμφίβολα θα γινόταν μια μεγάλη ποιήτρια. Είχε αυτό που λένε άστρο: μια έμφυτη βαθιά κατανόηση, μια γλυκιά, ρομαντική αντίληψη επί των πραγμάτων και δυο τσακμακιές δίψα μέσα στο κέντρο των ματιών˙ ήταν επίσης ιδιαιτέρως διαβασμένη και αρκούντως καταρτισμένη γύρω από το παρελθόν και το παρόν της ποίησης˙ κι ακόμα ακόμα, αν ίσως το καλύτερο, είχε έναν υπέροχο κώλο σαν σύντομη κλειστή παρένθεση.
Αναμφίβολα θα γινόταν μια μεγάλη ποιήτρια. Μόνο που σιχαινόταν να πατάει σκατά.
Αναμφίβολα θα γινόταν μια μεγάλη ποιήτρια. Μόνο που σιχαινόταν να πατάει σκατά.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Μέσα στα μάτια του βάδιζε αργά μια πεινασμένη αράχνη. Όταν άνοιξε το πλάνο, είδα το βλέμμα του πιασμένο στο διχτυωτό καλσόν της κυρίας. Η παγίδα πάντα ουδέτερη.
ΑΝΕΠΙΔΟΤΑ
Άνοιξε τα φρέσκα, καλοσιδερωμένα σεντόνια και μπήκε μέσα προσέχοντας να μη χαλάσει τις γωνίες και τις τσακίσεις τους. Τα έκλεισε σχολαστικά σαν φάκελο με την ίδια μέσα. Εκείνος πάλι, μόλις χθες σκεφτόταν πως έχει καιρό να του γράψει.
ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ήταν τόσο ερωτευμένοι που αποφάσισαν σε ώρα αιχμής και με το φανάρι υπέρ των αυτοκινήτων, να διασχίσουν την κεντρική λεωφόρο της μεγαλούπολης πιασμένοι χέρι χέρι. Ευτυχώς καταγράφησαν μόνο υλικές ζημιές κι έτσι, έναντι λίγης μαγείας, αφέθηκαν ελεύθεροι να ερωτευτούν, να ζήσουν και να πεθάνουν με άλλους στο πλάι τους. Περνώντας πάντα στο πράσινο.
ΕΙΣ ΑΝΑΜΟΝΗΝ
Δεν ήταν και καμιά τρομερή ιστορία. Απλά είχε τόση και τέτοια σιωπή που έλεγες από ώρα σε ώρα κάτι θα γίνει. Μ’ αυτό τον τρόπο, μ’ αυτό τον φόβο έζησαν.
(και)
Χλόη και Μπουκάλι (από την ποιητική συλλογή ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ κι άλλα ποιήματα)
Κοίτα τουλάχιστο να πεις κάτι γλυκό που να πηγάζει από τρέλα. Όπως οι φωνές των κοριτσιών που ξύπνησες μέσα στη µέθη ή πάνω στην καύλα σου ώρα τρεις ή τέσσερις τα χαράµατα. Λιωμένο τηλέφωνο. Όπως εκείνα τα σβησμένα «Ναι…» ή τα «Έλα…» πού ’ρχονται µετά βίας απ’ τα τρίσβαθα του ύπνου – πιο παραδοµένα, πιο γλυκά, πιο θηλυκά από ποτέ. Κοφτερότερα στη μνήµη κι από κείνο ακόµη το µαλακό ξυράφι του αιδοίου. Διαβολεμένα λοιπόν. Από τούδε και στο εξής. Μόνο διαβολεμένα. Ένας περιστασιακός ζογκλέρ, ένας αεί αντιφάσκων της ζέχνουσας οθόνης σας
[ΠΗΓΗ: Αθανάσιος Κούρτης, 12 μικρές Ιστορίες, όπως αναρτήθηκαν στην ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ]