Κόρη πατέρα μάνα γιου εγγόνα δανεικής γιαγιάς. Πώς να με ορίσω; Όχι όπως μου έμαθαν. Να βρω έναν άλλο τρόπο που να περιλαμβάνει εμένα κι όχι μόνο επίθετα και ουσιαστικά σε βιογραφικό ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής… Με κάποια υπερβάλλουσα ευαισθησία ανάμεσα σε παραγράφους με ωραίες χωρίστρες κι έναν παλλόμενο ερωτισμό στις παρομοιώσεις και μεταφορές…
Savoir vivre
Οι χορτασμένοι
μας καθίσανε σε γιορτινές ροτόντες
μιλούσανε περίλυπα
για την κακή μας μοίρα
καπνίζανε και πίνανε με πληγωμένο βλέμμα
κοιτάζοντας μάλλον λοξά τα μαυρισμένα νύχια μας
Συσκέπτονταν με δημοκρατικές και ανοιχτές διαδικασίες
για το καλό το μέλλον μας
για τη μικρή ζωή μας
την άχαρη που στήνεται με τις πρησμένες φλέβες
στις ουρές του ΟΑΕΔ
για μια ελεημοσύνη
Οι χορτασμένοι
μας κοιτούν και με κομψές κινήσεις
μας δείχνουν πώς κρατούν
πιρούνι και μαχαίρι
πάνω από τα πιάτα μας
που χάσκουν
άδεια μάτια
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΜΕΤΑ: Ακουστικός τηλέγραφος
Ναι, έχετε έναν δικό σας προγραμματισμό. Μια κάποια υπερβάλλουσα ευαισθησία, που προσπαθείτε να στριμώξετε σε παραγράφους με ωραίες χωρίστρες, μετρημένες με τον πόντο και καλογυαλισμένες. Έναν παλλόμενο ερωτισμό που χύνεται από τα περιγράμματα των λέξεων, υπονοείται στις παρομοιώσεις και υπόσχεται στις μεταφορές. Έχετε, όλα τα έχετε. Τουλάχιστον τα δηλώνετε προγραμματικά βάσει αυτού του παμπάλαιου σχεδίου που κληροδοτείται λιγάκι φθαρμένο, ενίοτε παραποιημένο από τη μια ανδρότροφη γενιά στην άλλη.
Θα σας έλεγαν Αντίνοο, Ευρύμαχο κι αργότερα θα πήρατε χριστιανικά ονόματα, θα βαπτιστήκατε με σταγόνες βασιλικού σε πιο ηθικές παραδόσεις. Αλλά αυτό το προσωπείο σας είναι πανάρχαιο, μην το στολίζετε με χάρτινα λουλούδια. Ένα μουντό φαγιούμ έχει εγχαραχτεί στο μέσα δέρμα, κάτω απ’ το βλέμμα της αποπλάνησης. Ακούω τα βήματά σας έξω απ’ το γυναικωνίτη μου. Όταν με νιώθετε να πλησιάζω στην πόρτα, καμώνεστε τον αδιάφορο, όταν κάθομαι στο σκληρό μου θρόνο και παίζω με τις κλωστές του αργαλειού, σφυρίζετε τα εκμαυλιστικά τραγούδια σας που σέρνουν γητειές.
Όταν σας παραδοθώ, θα πάψω να υπάρχω. Θα διαλυθώ σε χίλια κομμάτια, πιστή μούμια που ξέφυγε απ’ τον τάφο της, γιατί πίστεψε στο ελιξίριο ενός ανέφικτου έρωτα. Αυτό το σκληρό φως που κρύβουν τα διάκενα του λόγου σας θα με εξαχνώσει, τα στενάχωρα γυάλινα παπούτσια μου θα ρεύσουν ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα των ποδιών μου και μέσα στη σύντομη ελευθερία μου απ’ τις βαριές αλυσίδες με τις οποίες εσείς, οι όμοιοί σας, με δέσατε, θα περπατήσω χωρίς βάρος, αφουγκραζόμενη κάθε πληγή απ’ τις ακίδες του αδρού πατώματος που θα μαγαρίζει τα βασιλικά μου πέλματα. Άδικα αναζητάτε πάνω στις ξύλινες τάβλες το αίμα της θυσίας. Αγγίξτε το, μην ντρέπεστε, είναι αυθεντικό CHANEL No 5.
Ηλεκτρικές κεφαλές
ΟΙ ηλεκτρικές κεφαλές βγαίνουν τα βράδια.
Κυκλοφορούν και τη μέρα
αλλά τις αντιμάχεται το φως το αστικό
απορροφά τη γαλαζωπή τους λάμψη
και την διαθλά εξαχνωμένη
πάνω σε σκεβρωμένες πολυκατοικίες
σε μπλοκ εργατικών κατοικιών
σε άδεια καταστήματα με το πολύχρωμο
κολλάζ των αφισοκολλητών στις προσόψεις τους.
Μιλούν στα μπαρ
για μόδα για σχέσεις για πράγματα
του συρμού.
Μιλούν μεταξύ τους
με νοήματα όλο νόημα
στην αγκαλιά ενός φανταχτερού εσμού.
Εκπέμπουν τίτλους ρομάντζων
επιγράμματα ειδήσεων εξωφρενικών
δίστιχα εγνωσμένων ποιητών
που αγαπούν τους εναγκαλισμούς
με θώκους κι αξιώματα.
Οι ηλεκτρικές κεφαλές σε χρόνο πραγματικό
βιώνουν τον έρωτα τον εξωπραγματικό.
Σε γραφεία καθίζουν τις πιο
προσωπικές παρορμήσεις τους
στέκονται στα παράθυρα και
τσιτσιδώνουν την ψυχή τους χωρίς ντροπή.
Μια νέα ιδιωτικότητα ανατέλλει
απενοχοποιημένη εξομολογητική.
Αυτές τις μεταμυθικές μέρες
οι μόνοι άνθρωποι που μετράνε είναι εκείνοι
που δεν είναι πια άνθρωποι.
Λεξιμαχία
Αφήνουμε τα ονόματά μας και πάμε.
Αξημέρωτα σκουπίζουμε τους νοτισμένους δρόμους με τις φοβισμένες σκιές μας.
Αφήνουμε διπλωμένες τις συνειδήσεις μας στο κάτω συρτάρι.
Αξημέρωτα στοιβάζουμε τα κορμιά μας σε λεωφορεία γεμάτα πολύχρωμα χνώτα. Και πάμε.
Αφήνουμε τ’ ανομολόγητα ανάμεσα σε εσώρουχα που μυρίζουν λευκαντικό και συνθετικά άνθη πασχαλιάς.
Αξημέρωτα αποστρέφουμε το βλέμμα από τις ανήλικες αφρικανές πόρνες που κάνουν το τελευταίο μεροκάματο με ξηλωμένα μάτια και φαγωμένα δαντελένια κορμάκια.
Κρεμάμε τα ονόματά μας στον καλόγερο δίπλα απ’ την εξώπορτα, για να τα βρούμε καθαρά και ατσαλάκωτα. Στο εδώ.
Πάμε. Στο εκεί.
Καρφώνουμε τις λέξεις, χλωμά ξυλιασμένα κορμιά, πάνω σε λευκά χαρτιά με προστακτικά ονόματα «Υπηρεσιακό σημείωμα», «Ενδουπηρεσιακό έγγραφο». Είμαστε ο κύριος Τάδε, Τμηματάρχης Α, Β ή Γ. Οι λέξεις έχουν άλλη γεύση στο στόμα. Εκεί. Έχουν μια πολύ προσωρινή μνήμη που τις βαραίνει, όσο διαρκούν οι τρεις παράγραφοι του «άκρως εμπιστευτικού υπο-υπηρεσιακού εγγράφου». Η στολή εργασίας, αντίθετα, έχει μια μόνιμη μνήμη ήττας.
Αργά επιστρέφουμε.
Ξαπλώνουμε τα ονόματά μας σε βαθουλωτούς καναπέδες
και περιμένουμε να κλέψουν μια αδιόρατη λάμψη από τις λαμπιρίζουσες τηλεοράσεις
που πιάνουν βάρδια.
Κοιμόμαστε τις αλαφιασμένες συνειδήσεις μας
σε κρεβάτια που υπόσχονται αισθαντικά ενύπνια.
Δίπλα στο νυχτερινό ποτήρι
ένα τσαλακωμένο βιβλίο μουρμουρίζει τις ποιητικότερες λέξεις
που καταχωνιάζουμε αξημέρωτα
στο καλάθι με τ’ ακάθαρτα της εβδομάδας
[ΠΗΓΗ: Δώρα Κασκάλη ζει και εργάζεται στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλολογία στο Α.Π.Θ., στο μεταπτυχιακό της ασχολήθηκε με τη φιλολογική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργου Θεοτοκά και στη διδακτορική της διατριβή μελετά τη μεταναστευτική λογοτεχνία. Με το πρώτο της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ (Γαβριηλίδης 2010) ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της, το μυθιστόρημα ΚΑΤΩ]