Φαντάζεστε να μπορούσαμε ν' ακούσουμε τις μυρωδιές... Κι άλλες να μιλούν μ' έναν λυγμό στον λαιμό να σφίγγει φλόγες στην κατάρρευση. Κι άλλες να τραγουδούν την Έμπνευση, τη γυναίκα με τα φίδια και τις τρύπιες τσέπες. Κι άλλες να σφυρίζουν στην αστραπή, να ρίξει φως σε μια ομορφιά περαστική. Κι άλλες να κρυφογελούν δείχνοντας τ' απόκρυφα η μια στην άλλη -ράφτρες παρθενίας- κι η ντροπή πινέλο πορφυρό στον καμβά των ματιών τους. Ξέχασα... Οι μυρωδιές δεν βλέπουν. Αχ... Και είναι τόσο αόρατα τα σωθικά μου που μόνο να τ' ακούσεις μπορείς. Ίσως και να τα μυρίσεις. Αποτεφρωμένα[ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΕΣ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ]
Η μελωδία της τύχης
Το δωμάτιο είν' ακατάστατο
Γέμισες σπαραγμό τα σεντόνια
Η ανάσα σου πότιζε τα λευκά λουλουδάκια
στο νυχτικό της εφηβείας μου
Τα μακριά σου βήματα έφταναν μέχρι τα πόδια
Τα λεπτά σου δάχτυλα αγγίζουν το φθινόπωρο
- και πώς μπορώ κάθε φορά να είμαι τ' αποτσίγαρο στις στάχτες σου
Έκοψα τρίχα-τρίχα τον ναρκισσισμό μου
κι έπεσε στο πάτωμα
(μελαχρινή μου κατηφόρα)
Και μου μιλάει το πορτρέτο σου όταν έχει κρύο...
Όταν σ' ακούω ακτινογραφώ τα κόκαλά μου
λα μινόρε και τρία τέταρτα
(ρυθμός ασθενικής καρδιάς)
Δεν είσαι συ που σέρνεις τη φυγή
αλλά εγώ που αναπνέω για λογαριασμό σου
Το γκρίζο του τοίχου ξεβάφει στα μάτια σου Μου έβαλαν ορό να γεμίσω με αυταπάτη
Το δωμάτιο είναι ένας θάλαμος
αεροστεγής
Αγαστός ο ορίζοντας της πλάνης μου
και η ανυπαρξία σου πιο λεία από ποτέ
αρχαίε επισκέπτη,
Μετρονόμε.
Γέμισες σπαραγμό τα σεντόνια
Η ανάσα σου πότιζε τα λευκά λουλουδάκια
στο νυχτικό της εφηβείας μου
Τα μακριά σου βήματα έφταναν μέχρι τα πόδια
Τα λεπτά σου δάχτυλα αγγίζουν το φθινόπωρο
- και πώς μπορώ κάθε φορά να είμαι τ' αποτσίγαρο στις στάχτες σου
Έκοψα τρίχα-τρίχα τον ναρκισσισμό μου
κι έπεσε στο πάτωμα
(μελαχρινή μου κατηφόρα)
Και μου μιλάει το πορτρέτο σου όταν έχει κρύο...
Όταν σ' ακούω ακτινογραφώ τα κόκαλά μου
λα μινόρε και τρία τέταρτα
(ρυθμός ασθενικής καρδιάς)
Δεν είσαι συ που σέρνεις τη φυγή
αλλά εγώ που αναπνέω για λογαριασμό σου
Το γκρίζο του τοίχου ξεβάφει στα μάτια σου Μου έβαλαν ορό να γεμίσω με αυταπάτη
Το δωμάτιο είναι ένας θάλαμος
αεροστεγής
Αγαστός ο ορίζοντας της πλάνης μου
και η ανυπαρξία σου πιο λεία από ποτέ
αρχαίε επισκέπτη,
Μετρονόμε.
Διαύγεια
Η θάλασσα γεννιέται από τ' ασήμια της
Πετούμενη, όταν γελάει μ' αρέσει να τη χαζεύω (προτιμώ αλλιώς να την κοιτάζω σκυφτή)
Να τη βλέπω να φυσάει με όλο της το κύμα τη χρυσόσκονη απ' τα μαλλιά της νύχτας
Να κοιτάει με πανιά φουσκωμένα και μάτια ανοιχτά τον βυθό
Να κρατάει την ανάσα και το χρώμα της μέχρι το πρωί
Και η γη να ζηλεύει σκαλίζοντας τον στεναγμό στις πέτρες
Αποσβολωμένη, χωρίς φωνή ερωτική να βλέπει την οικουμένη όλη να φοράει μουσκεμένο φουστάνι
Πετούμενη, όταν γελάει μ' αρέσει να τη χαζεύω (προτιμώ αλλιώς να την κοιτάζω σκυφτή)
Να τη βλέπω να φυσάει με όλο της το κύμα τη χρυσόσκονη απ' τα μαλλιά της νύχτας
Να κοιτάει με πανιά φουσκωμένα και μάτια ανοιχτά τον βυθό
Να κρατάει την ανάσα και το χρώμα της μέχρι το πρωί
Και η γη να ζηλεύει σκαλίζοντας τον στεναγμό στις πέτρες
Αποσβολωμένη, χωρίς φωνή ερωτική να βλέπει την οικουμένη όλη να φοράει μουσκεμένο φουστάνι
Η ΛΟΥΟΜΕΝΗ ΚΑΙ Ο ΓΛΑΡΟΣ
Με τα μάτια σιδερώνεις ουρανούς
και ατσαλάκωτα σύννεφα λειαίνουν τις Τύψεις μου,
είπε η λουόμενη κοιτάζοντας το γλάρο της στα μάτια
κι έκρυψε τα στήθη της σε αφιλόξενες ξέρες
τη στιγμή που γυαλίζεις τα μάτια σου
βαλσαμώνονται οι λέξεις,
απαντάει ο γλάρος φιλήδονα στη γύμνια της
κι οι Τύψεις τους χοντρές βαριές κι ασήκωτες γυναίκες
θεϊκής υπόστασης
με μαλλιά κοκαλωμένα
με χείλη ηχηρά
με αιμάτινες βρεφοδόχους
με δισκοπότηρα αρχαϊκά
ταΐζουν τα σπάργανα των θνητών
κι ανοίκεια πια τα σπλάχνα τους λούζονται απ’ τα πόδια των
λιμανίσιων γλάρων
των ξεσπιτωμένων
που η αφέλειά τους πνίγηκε για άλλη μια φορά με τα ίδια της
τα χέρια
όταν πίστεψαν πως οι λουόμενες είναι βορά των φιλιών τους
χαίρομαι όταν βλέπω πόσο εύκολα το θνητό γένος κοροϊδεύει
το αθάνατο
και ατσαλάκωτα σύννεφα λειαίνουν τις Τύψεις μου,
είπε η λουόμενη κοιτάζοντας το γλάρο της στα μάτια
κι έκρυψε τα στήθη της σε αφιλόξενες ξέρες
τη στιγμή που γυαλίζεις τα μάτια σου
βαλσαμώνονται οι λέξεις,
απαντάει ο γλάρος φιλήδονα στη γύμνια της
κι οι Τύψεις τους χοντρές βαριές κι ασήκωτες γυναίκες
θεϊκής υπόστασης
με μαλλιά κοκαλωμένα
με χείλη ηχηρά
με αιμάτινες βρεφοδόχους
με δισκοπότηρα αρχαϊκά
ταΐζουν τα σπάργανα των θνητών
κι ανοίκεια πια τα σπλάχνα τους λούζονται απ’ τα πόδια των
λιμανίσιων γλάρων
των ξεσπιτωμένων
που η αφέλειά τους πνίγηκε για άλλη μια φορά με τα ίδια της
τα χέρια
όταν πίστεψαν πως οι λουόμενες είναι βορά των φιλιών τους
χαίρομαι όταν βλέπω πόσο εύκολα το θνητό γένος κοροϊδεύει
το αθάνατο
ΑΔΙΚΙΑ
Ζηνοβία,
Θα σας αγαπήσω τόσο που
η μάνα μου θ’ αυτοκτονήσει κάτω από αιμοδιψή πλακόστρωτα
θα φυτρώσουν νούφαρα σε πτυελοδοχεία
τα κόκαλα θα γεμίσουν αρρώστια και πόνο
θα ματώσει ένα γυμνό παιδί κάτω απ’ το Θεό
το οινόπνευμα θα ρέει στο σώμα του ψαριού
θα αποτεφρωθεί η ανάσα ν’ ανέβει η καμπύλη μου στην επιφάνεια
θα παίζω μαριονέτες στον Φάουστ και το χτικιό μου θ’ αναβιώνει αθάνατο
θα γίνω στήθος κάτω από μαύρο ρούχο
θα γίνω το παντελόνι του πεθαμένου
τα πόδια θα γνέφουν στην αναπτέρωση
τα πεύκα θα σφίξουν τις παλάμες τους στο στόμα
τα δόντια μου είναι κόκκινα
Αχ, και δεν θέλω να μείνω ορφανός
Θα σας αγαπήσω τόσο που
η μάνα μου θ’ αυτοκτονήσει κάτω από αιμοδιψή πλακόστρωτα
θα φυτρώσουν νούφαρα σε πτυελοδοχεία
τα κόκαλα θα γεμίσουν αρρώστια και πόνο
θα ματώσει ένα γυμνό παιδί κάτω απ’ το Θεό
το οινόπνευμα θα ρέει στο σώμα του ψαριού
θα αποτεφρωθεί η ανάσα ν’ ανέβει η καμπύλη μου στην επιφάνεια
θα παίζω μαριονέτες στον Φάουστ και το χτικιό μου θ’ αναβιώνει αθάνατο
θα γίνω στήθος κάτω από μαύρο ρούχο
θα γίνω το παντελόνι του πεθαμένου
τα πόδια θα γνέφουν στην αναπτέρωση
τα πεύκα θα σφίξουν τις παλάμες τους στο στόμα
τα δόντια μου είναι κόκκινα
Αχ, και δεν θέλω να μείνω ορφανός
(Από τη συλλογή ‘Οι κερασιές το χειμώνα είναι μια κόκκινη επανάσταση’, εκδ. Γαβριηλίδης 2012)
Κατά την ώρα της φαντασίωσης, άνθρωπος σκίζει τα ρούχα του όταν το σκοτάδι είναι πιο μαύρο από τον ιερέα του σύμπαντος, τον τρελό μάγο με μορφή βατράχου και πόδια ύαινας. μυστικοπαθής μητέρα αγοράζει στο παιδί της μικρότερο νούμερο παπουτσάκια, το ντύνει με τις όμορφες κραυγές της, το στέλνει να κρεμάσει τα ρούχα του στην ντουλάπα και ύστερα το τοποθετεί στο ζεστό του φέρετρο στο κρεβάτι με τις λύρες και τη νυφική έκσταση. Φουσκωμένη άθλια η ανάγκη του ανθρώπου να ιππεύει μόνο ιππόκαμπους στον ουρανό, αφήνοντας για λίγο την υψηλή ανάγκη του για αιμοληψία. Στεγνή η ανθρωπότητα διψά, πίνει νερό από τα ζώα, φυτρώνει όταν δεν προλαβαίνει να κοιμίσει το παιδί της, υπομένει ξηρασία και βρώμικη άτεκνη γη, ανηλεής, μένει άπραγη και πίνει κρασί από ουροδοχεία. είναι σαν να μετακομίζει τα μάτια της από τον ένα τοίχο στον άλλο και χωρίς να ξαποσταίνει, να κολλάει στη λάσπη τα μπράτσα της κι από κει να σφίγγει στα δόντια της λεπτές ιπτάμενες πεταλούδες. είναι η τελευταία της μάχη με το ύψος [ΠΤΗΣΗ]
[ΠΗΓΗ: Χάρις Κοντού Πτήση, Τεθλασμένη Ψηφιακή Βιβλιοθήκη και Poemaηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση -Η Χάρις Κοντού γεννήθηκε το 1988 στην Αθήνα. Σπούδασε ψυχολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ψυχανάλυση στο UCL του Λονδίνου. Εργάστηκε για δυο χρόνια ως ψυχολόγος σε ψυχιατρικά νοσοκομεία. Παράλληλα, παρακολούθησε τα σεμινάρια ποίησης του Ε.ΚΕ.ΒΙ. με τον ποιητή Στρατή Πασχάλη. Γράφει και εκδίδει ποιήματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά].