Πιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχεις χαράδρα η μνήμη μάγμα απέραντο η οργή απάνω που περίμενες έναν υετό μεσσία
[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]
Σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει (από τη συλλογή Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ 1964)
1
Αφότου ’ξώκειλε το ζαφειρί αστέρι
ξέρα ο νους η ουλή βυθός
μόνο εσύ ω Ποίηση
έμεινε να φέγγεις
μεσ’ από βράχο διάφανο
το μόνο πλοίο
2
Σκούρος εστήθηκες μονόλιθος κι αναμετράς
σε δυναστείες σε μίλια
οστά παράλληλα στον κόλουρο του λίθου
σε φάος εμβαπτισμένα οξύ
να ψήνονται ύστερα στο αλάτι
από τη μαλακιά βροχή
μια χούφτα ψίχουλα δεν σου ’μεινε
πιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή
δεν έχεις
χαράδρα η μνήμη
μάγμα απέραντο η οργή
κι ο πράσινος νάρθηκας της αυριανής ημέρας
κι η στέγη σου λιώμα απ’ του ήλιου τον τροχό
το κεραμιδί σου όνειρο καρένα σύννεφου
και πάει
όλα αγριόχηνες αποδημήσανε τα σύμβολα
άστραψε σκέτη πια η ξερολιθιά
και λευτερώθηκες
3
Αρχή αρχή το δέρμα σου
αξία πρώτη ένα στρώμα μέταλλο
κόβεις νομίσματα για τους λαβδακίδες
ένα μίλι πάθος για τον αχαιό ισησού
για τα χειρουβικά σφήνες στις αρθρώσεις
για όλα το δέρμα σου για όλα
ώσπου το υπέρμαχο τείχος σχίζεται
ύστερα παιδιά πρησμένα από το φως
ψάχνουν για ένα κομμάτι έλασμα
να κόβει
4
Πώς να ξεχάσω τη φραγκοσυκιά σου
τη μόνη που έμεινε
να περιμένει τον υετό
να περιμένει
μέσα σε δεκατέσσερις χιλιάδες ήλιους δυσμενείς
όταν το καθημερινό μου χέρι
δίνεται μουσκεμένη ψίχα
σε οισοφάγους στην κάθε σκέψη;
ύστερα πελώρια ρωγμή ως κάτω
το στρόντιο δεσπόζει φρέσκο
απάνω που περίμενες έναν υετό μεσσία
5
Άλλο από ένα παραλήρημα δεν σου ’μεινε φυσίγγι
δεν έχει άλλη εκβλάστηση από την φλέβα σου
που πλημμυράει την πολιτεία συρίζοντας
ως τον ενδότοιχο
σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει
ανατέλλει δύει εντάφια πλησιφαής
με φεγγάρια χαίνει με παλίρροιες
όπως απλώνει στα ορυκτά το έκζεμα του πλανήτη
κι από τη βολή του πρόγονου δε σβήνει η ηχώ
6
Όταν το μελαψό μετάλλευμα της νύχτας
διηνεκές επίμονο έμβρυο
εκλιπαρεί το υπόλοιπο της κύησης
που αστράφτει περασμένο στο λαιμό
όπως η πείνα στα εντόσθια
πρόγονε εαυτέ μου πόσα θα ’πρεπε να πω
γι’ αυτά τα σπλάχνα σε κάθειρξη;
πόσα να πω για την ειρκτή στο όνειρο
όταν η θάλασσα ανέκκλητη ανασύρει
την απόκρημνη παλάμη του θεού
γεμάτη αρχαία ναυάγια και πεταλίδες
όταν τα σάστισες
που στο πλευρό σου ταίριασε το εύρημα
και φωταψία στο βυθό του ο αύγουστος
χταπόδι κάρφωσε το νου με το καμάκι
πόσα να πω όταν προέκταση ναυάγιου
εντός μου η νύχτα ταξιδεύει
όταν σαν έλασμα φεγγοβολά
στα ύφαλα του ονείρου η αρμύρα
7
Περάσαμε λοιπόν οι άνθρωποι από δω;
καπνοί αρχαίοι ξέμειναν
στη μνήμη
στους φεγγίτες
κάρβουνα οι παντοκράτορες
κι οι θόλοι μελαψοί
πηχτός
απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο
άλλη τροφή από το πέτρωμα δεν έμεινε
πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα;
8
Στη νέα μεθόριο πρωτόζωο λαβώνεσαι
απ’ την αυθυπαρξία και το σέλας
να βυθομετράς το θάνατο
στο γνεύσιο
η σάρκα σου
γυαλί απέραστο κατά εξάδες
δάσος τα πετρένια οστά
σχίζουν σε βέργες τον άνεμο
μα η ρίζα έγκυα οδοιπορεί σα θειάφι
9
Ανυποχώρητος στίλβεις ανθρακίτης
αύριο βλήμα φθείρεσαι σε τροχιά
μένεις μόνο η τροχιά
κι η μοίρα σου κεντρόφυγη
να ερμηνεύεις, να ερμηνεύεις
πολύ πιο πριν δεν ήσουνα έγχρωμη βοή;
10
Ποιος για το συμβάν θα πει του λίθου
το ίζημα λέω τ’ αχνάρι μου
στην ίδια φλέβα χυμένο με το φως
το καθημερινό μου σκύρο
η φρέσκια οργή
χιλιάδες χρόνια ανέβαινε με το μεδούλι
λάβα τη λάβα σ’ έλατου κορφή
λίθο το λίθο ως το σύννεφο
το πώς από σκούρα τύρφη αναδύθηκα
αν το ξέρεις δίδυμή μου αστραπή
σε μια κλιτή αν ασκητεύει με τις ρίγανες
αν στίλβει απλησίαστο
όταν στη θάλασσα βαθιά καίονται τ’ άστρα
το πώς ιερουργείς στο άδυτο αρχιερέα χρόνε
ποιος θα το πει
11
Στη φέτα του στεγνού ψωμιού
γλυκό πικρό αλείβουμε το μεσημέρι
η σκέψη από τη γενιά του αλγόλ
γυαλίζει όραμα βαθιά στο αίμα
θρύμματα οι μάχες τα οστά
οι νύχτες οι νίκες
στα δόντια οξείδιο μολυβένιο η δίψα
12
Να ενεδρεύεις το τρίξιμο του ήλιου
το μέγιστο μόλυβδο
ασύμμετρος να οδομαχείς
λογισμέ μου αρχάγγελε
όταν οι ορδές είναι κιόλας μες στην πόλη
με πράσινη εξάρτυση λεηλασίας
όταν πυρίμαχος ορθοστατεί ο παιδεμός
κι ο λίθος έγκαυμα
13
Τι είναι που έμεινε από το κενό
που δεν ταυτίστηκα μαζί του ακόμη
το εύρος πλατυτέρας ψηλά σε τέμπλα
οι άγιοι ποταμοί που διαπερνούν εγκάρσιοι
η ανυπαρξία ένοχου για το θάμπος της αυγής
και το βυθισμένο όραμα
κι αυτό που σύλησε
το όσο σέρνει στα θαλάμι ο πολύποδας
κι αυτό ακόμη το λογάριασα
μόνο για να επεκταθεί μια ίνα στο κενό
το σχήμα μου η πρόσχωση
στον άφθορο ασβεστόλιθο
14
Όταν κατάφωτο
αναδύθηκε το πρώτο ακρωτήρι
με παράπλεες ένας θάνατος πρωτόπλαστος
δεν ήταν έκρηξη το δευτερόλεπτο ακόμη
με είχα κατάσαρκα την κίνηση εσώρουχο
βρήκα το σπέρμα σου
τη μάζα έμβρυο
ένα θεό μέσα στην πέτρα βρήκα που με γνώριζε
κι άστραψα πλάι του κοπίδι λίθινο
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]