Η ευπαθής σκιά των πετάλων, ο μίσχος τόσο μελαχρινός από λεπτότητες, τ’ αγκάθια με σουβλερές ανταύγειες και καμιά πεποίθηση αβυσσαλέα που γδέρνουν την πυρπολημένη νύχτα
[Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι του πρωί, σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα, και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού. Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ’ναι σα χόρτα στην άκρη του ποταμού. Για του λόγου το αληθές…]
Η κραυγή σαν παγώνι (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΡΟΣΣΙΑ)
Είναι κάτι σπίτια τριανταφυλλιά ή ώχρα. Στο διάστημα μεσημεριανού ύπνου κάτω από πέταγμα μέλισσας. Κι η κραυγή του παγωνιού μες στους εγκαταλειμμένους κήπους κοντά στην ταραχή μας. Αυτή η επίκληση που γδέρνει.
λαχανιασμένοι
ήχοι φτερών
λαθραίοι
τα τζιτζίκια οι ακρίδες
τ’ αλογάκια της Παναγιάς
σε κάθε βήμα
σαλεύουν μες στα χόρτα
λίγα ξερά τριξίματα
πιο πέρα από μένα
Η κραυγή του παγωνιού. Παρά την αλαζονεία της φτερωσιάς του πλουμισμένη με μάτια. Ηχώ μαρμάρινης κουπαστής κι από γέρικες φοινικιές κοντά στα κιόσκια. Η βραχνή σπαρακτική φωνή. Σπαράζει. Νιώστε τ’ αδιάφορα σπλάχνα που ακόμα αφήνουν ίχνη νεογέννητων. Πόσοι πόσοι
ο ήλιος χοντρόχειλο δαχτυλίδι της φωτιάς
και από όλα τα χρώματά της
και από όλα τ’ αρώματά της
που ταράζουν τις μαγνιόλιες
άσπρες τόσο
σαρκωμένες σαν τα σκουλήκια κάτω από την πέτρα
η φωτιά ζεστή κι ακτινωτή
που δεν περιορίζεται στο έλεος αυτή
ασκεί το φως
καλπάζει μες τα όλα
ζέμπρα αφρισμένη
πηδάει φλόγα απ’ το βράχο
κοπανάει τεράστιες σκηνές
ξεσκίζει τη νύχτα
για να την κάνει μέρα
ναι ζούμε μιαν εικόνα
κι η εικόνα είναι πυρπολημένη
λαοί και σημεία και αριθμοί για να γράψουμε ΕΔΩ μια φορά παρόντες. Η κραυγή του παγωνιού είναι πεταλούδα με ωραία βαριά φτερά που το χρώμα τους είναι πάντα διαπεραστικό. Η πεταλούδα με πληγώνει με γαλάζιες αποχρώσεις διάστικτες από άγχος. Κραύγαζε παγώνι όταν τα παράδοξα όπως οι πόλεμοι όπως οι κυκλώνες
μόλις το τριαντάφυλλο βρήκε θέση
κοντά στους ψιθύρους μας
ονομάστηκε κόκκινο-βελουδί – μαύρο
(και με πολύ χαμηλή φωνή πυρετωδώς)
ω η ευπαθής σκιά των πετάλων
ο μίσχος τόσο μελαχρινός από λεπτότητες
τα’ αγκάθια με σουβλερές ανταύγειες
καμιά πεποίθηση αβυσσαλέα
ούτε η αμφιβολία
θα το ’λέγαν μ’ άλλο όνομα
το κόκκινο-βελούδο-μαύρο
κοντά στη χλωμή ανάσα του τζαμιού
θ’ ανασταίνανε τους νεκρούς αν δεν ήμασταν πια αρκετά ζωντανοί για θανάτωση. Κραύγαζε για μας εσύ που πεθαίνεις δίχως λόγια. Είναι στα νοσοκομεία άρρωστοι που αδειάζουνε περισσότερο από ’να μεγάλο ασκό κραυγές και τους φέρνουνε κι άλλους ακόμα – τρεις τέσσερις έξι ασκούς οξυγόνο για τις κατάρες. Μα τίποτε δεν φτάνει πια. Οι ταραχές μας σέρνονται πιο εδώ απ’ το ξημέρωμα
μεσημέρι
στη σκιά μιας καλαμένιας ψάθας
το κοριτσάκι μου καθισμένο
εξετάζει τις πανάδες
πάνω στα γόνατά της
και το πέταγμα της πεταλούδας
τι ξανθό που είναι
το πέταγμα του κάνθαρου είναι μελανί
βρίσκει παντού
ακόμα και μες το λαιμό των παιδιών
όταν ένα σκίρτημα λύπης κατακλυσμαίας
αφανίζει τη νύχτα
το πρωί τα σεντόνια τα υγρά μαλλιά
έχουν αυτή τη μυρωδιά του ελαιώνα
αγκαλιασμένο με νύχτες. Μέρες ακροβάτισσες πετάνε στους δρόμους από μπαλκόνι σε παράθυρο. Τα βράδια ξέπλεκα περιμένουν περιμένουν με φιλιά που στεγνώνουνε μες στα χνούδια όλο ρίγη. Η κραυγή του παγωνιού χάμουρο όλων των ταλαντεύσεων. Να εισδύει κανείς σ’ ένα δωμάτιο πιο σκοτεινό κι απ’ τα σωθικά όπου δυο γυναίκες τυφλές πλένουν και μπαλώνουν τ’ ασπρόρουχά τους άσπιλες από όραση. Αν ποτέ υπήρξε ένας νούντσιος ανησυχίας με καλέσματα πράσινα ή μαβιά είναι η κραυγή σου παγώνι.
το φεγγάρι ήρθε να μου χαϊδέψει
τα λόγια σου μες τη ρεματιά
χαμογελάς το κύμα των άσπρων χαλικιών
για να θαμπώσεις τα σκόρπια βλέμματα μου
τα βλέμματά μου τα νοτισμένα
που γλεντούνε μες στη ζωηράδα του ανέμου
και η βροχή
τσιτώνει το καλοκαιρινό μου δέρμα
καταπίνω τα χαμόγελά σου
μετρώντας μία-μία
τις βαριές σταγόνες γιορτής
που πέφτουνε
στη γλιστερή γη τη χλιαρή
Είν’ ακόμα η κραυγή στου άρπα αιολική που δονείται με τις φρίκες της μάχης και του καυτερού και ηλιοκαμένου αρσενικού η κραυγή σου είναι το άσμα κογκολέζας μάγισσας είναι το πολύ μικρό μωρό και τα τέλεια χέρια του. κραύγαζε παγώνι ακούω τον έρωτα μέσα μου όπως παιδί ξεχνιόμουνα με τον ήχο του μεγάλου κοκκινωπού κοχυλιού. Εκείνος ο δρόμος που φέρνει στην ακτή και στις αποδημίες μου εκείνα τα οικόπεδα έπειτα όλοι
απόψε εδώ στο Παρίσι είναι τόσο πολύ
καλοκαίρι έντεκα η ώρα το βράδυ
τόσο
που η Αθήνα βουίζει και χτυπάει στα μηνίγγια μου
με φλιτζάνια και κουτάλια και ποτήρια
ωχ αυτό το κουδούνισμα της ζέστης μες στα καφενεία
τ’ ακράτητο γέλιο του μπάτη
τινάζει τους ηλεκτρικούς γλόμπους
τις βελόνες των πεύκων τινάζει
αυτός ο τζιτζικο-ζηλεμένος
που τραγουδάει με κύματα καυτερά
χτυπάει την Αθήνα πάνω στα μηνίγγια μου
εκεί πέρα ν’ αρθρώνουν ΜΕΡΑΚΙ θα με οδηγήσεις αυτού ένα πρωινό ίσως και να φιλήσω τη ρυτιδωμένη και σκονισμένη άσφαλτο στο πλησίασμα της πόλης. θερμοκρασία μιας κραυγής. Όμως μονάχα για τα εγώ εγώ εγώ των υποεξαιρετικών φόβων μονάχα γι’ αυτούς παγώνι έχεις ένα απ’ τα κύμβαλά σου που χτυπάς πάνω στη λέξη αιωνιότητα. Υψώστε λοιπόν αμολήστε αυτά τα σάβανα που εκτελούμε μαθηματικά αντικείμενα ανθήρες του θανάτου κάλυκες της
φθορά
τα κοτσάνια
όταν πέφτουν μαλακά
από ένα δένδρο ή μια γραφή
για ν’ αγγίξουνε τον κισσό που σέρνεται
το κισσό τόσο πράσινο σα να μαυρίζει
σκισμένο
το λαμπερό φύλλο
φαγωμένο από τις κάμπιες και τους γυμνοσάλιαγκες
μες στη σκιά του δάσους
και ξαπλώναμε ανάσκελα
στα ξέφτια της ημέρας
και τη μυρωδιά της υγρασίας
πάνω στον κισσό και τα κλαδάκια
και στα μικρά σκληρά κοτσάνια
απαράλλαχτα
με εκείνα του Α ή του Χ εδώ
ανυπαρξίας σαν την προαιώνια μνήμη την ηλεκτρονική και τα πλακίδια του βασιλέα Ασσουθμπανιπάλ. Θ’ αποκτήσω τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια θα τα ονομάσω όλα Σερεϊβάζ. Για να ξέρουν να ερεθίζουν το θάνατο και άλλα παρόμοια με βλεφαρισμούς πολύ πολύ ζωηρούς. Πιο δυνατά Παγώνι πιο ΔΥΝΑΤΑ μόνο το τίποτε είναι αμετάβλητο αφού υπάρχει και κραυγή που σκοτώνει.
«Άκου αν βρέχει»
χύνεται μες στο Σηκουάνα
με τις σταγόνες σου λεγεώνες
πολλαπλές ως τη φρίκη
όπου ένας αριθμός από
εκατόν είκοσι τρία πεντάκις εκατομμύρια
123.000.000.000.000.000.000 σταγόνες
είναι το καταποντισμένο και παράλογο άχυρο
παιχνίδι των ίδιων σταγόνων της σκέψης
μα ποτέ αρκετά φανερές
για να τις ρουφήξουμε μία μία
για να καθρεφτίσουνε μες στη διαύγεια τους
το σάλο του κόσμου
πρώτα από κείνες τις ξαφνικές ακινησίες
πώς μα πώς
να μη συναντηθούμε
ισχνή γραμμή
πάνω σ’ ένα χάρτη με τα περίχωρα
ξαναδιαβάζω το όνομά σου
«Άκου αν βρέχει»
Πόσοι χώροι και χρόνια
με αντικείμενα
με ορέξεις
και με δάση με άγριες βιολέτες
εσύ αγγίζεις με τη ζωγραφική τα όρια
που χρωματίζουν τα πράματα και τα ονόματά τους
και τους σπαραγμούς τους μια αχτίδα
είναι η ριπή της ορμής σου με τον ρυθμό και τον
σφυγμό και τη βραχνή φωνή του έρωτα που κρατιέται
κάποτε ψηλά και κάποτε χαμηλά πάνω σε γκάμες έξω
από κάθε γραφή είμαι πάντα μαζί σου.
[επιλογές λέξεων από τη συγκεντρωτική συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ της Μάτση Χατζηλαζάρου, όπου τα λουλούδια των δένδρων είναι τα πουλιά, το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού. Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου κι Ποίησή μας η Ζωή.]