Quantcast
Channel: ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ: το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω
Viewing all 58 articles
Browse latest View live

Ανδρέας Εμπειρίκος, Άνοιξε το στήθος σαν βεντάλια και έγειρε την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινότερων πόλεων

$
0
0

Παράμερα στο βάθος του συρταριού το βα-βα των κροάκων και η αρχική μορφή της γυναικός με τα βυζιά της κάθε περιττής περόνης.


[Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί, τ’ άνθη μιλούν και από τα πέταλά τους αναδύονται μικρούτσικες παιδίσκες. Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδας, οι πράξεις θέλουν άχυρα, τα φίδια κρεμαστούς μπαξέδες των χθεσινών οργίων. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. Για του λόγου το αληθές… σημάδια στα μάγουλα των ημίγυμνων γυναικών που μας προσμένουν…]

Κύκλωπες και Καταστήματα (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Η λύσις της λυπομανίας περιέχει την κόπωσιν των κλυδωνισμών του παγωμένου φρέατος. Σύμπασα η διαστολή της αναστηλώσεως των ορθίων καμήλων επί του είδους της φωτιάς που όλοι μας προτιμούμε συγκατανεύει ως περικοπή των βραχυτέρων σηματοφόρων της ανοίξεως. Εδώ περαστικά σαλπίσματα των βρυχωμένων γυπαετών εκεί σημάδια στα μάγουλα των ημίγυμνων γυναικών που μας προσμένουν αντί βοής των χήρων ερπετών. Κάτω από τους κλώνους των υπερωκεανίων σιμά σε μας θα λογισθούν ως σαλτιμπάγκοι οι χορτοφάγοι ιππείς και θα συρρέουν ως ροπή του πρακτικού σαρακηνού τα κρύσταλλά του και τα δέρματα των αχλαδιών που προτυμούν τη στύση του πέους από τα σύννεφα της νηνεμίας πλαγίων δρόμων χημικής αναιρέσεως και ανευρέσεως κόπρων και κοσμημάτων.

Γαλούχησις Φορβάδων (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Κυκλικώς ξεκινώντας φτάσανε τα θρύψαλλα του τηλεβόλου ενωρίτερα από τον γδούπο του φωτός. Μια δεσποινίς σηκώθηκε μέσα στο σκότος και αντικατεστάθη αμέσως από άλλη δεσποινίδα η οποία παρέθεσε γαμήλιο προπόνημα σε συσχετισμένες αναλαμπές εικοσακισχιλίων αιώνων. Αλλά η απαίτησις των κρίνων δεν εξεπληρώθη γιατί το ράπισμα του κηπουρού διετράνωσε την λευκότατη επιδερμίδα της νέας ημέρας και ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου στήθους της λέξη προς λέξη και σχεδόν διαγωνίως.


Το βα-βα των κροάκων (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Μοιάζουνε με ελαστικά κουνήματα κυμαινομένου όρους. Μια τρίχα αρκεί να σταματήσει η ρευστοποίησις των υποσχέσεων μας. Μια έλιξ στριφογυρίζει μέσα μας και κόβει τους λαιμούς των ποταμών και τα βυζιά της κάθε περιττής περόνης. Έξω το φως και τα σκουπίδια της αυγής. Έξω το μπάρκο-μπέστια και των θείων και των κονίκλων. Ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Οι πράξεις θέλουν άχυρα τα φίδια κρεμαστούς μπαξέδες από γλοιώδεις πλοκάμους μιας εσπερίδος.

Παράμερα στο βάθος του συρταριού… (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
… ξεκίνησε το δεύτερο μαϊστράλι. Το σκαμπανέβασμα της λεπτοκαμωμένης βούρτσας αντεπεξήλθε επιτυχώς κατά του εαυτού μου. τροπική θαλπωρή μα μετουσιωμένη ενώπιον μαρτύρων καιομένων κατεχωρήθη οριστικώς στα πεπραγμένα των γιγαντομάχων αντί ευτελεστάτης τιμής μιας τετιμημένης οδαλίσκης. Στα πόδια της λάμπανε βραχιόλια στο πρόσωπό της δάκρυα στο στήθος της τρεις σταγόνες. Ωραιότερο θέαμα δεν συνήντησε ποτέ ο περιπλανώμενος Εβραίος ούτε το πρότυπον συντεχνιακόν κράτος του παρελθόντος γιατί οι κλωστές που δέναν τα πόδια της δεν υπήρχαν και τα καρφιά δεν είχαν προμελετηθή. Το σύστημα δεν απεκρυσταλλώθη. Εδόθη μόνον περισσότερη ελευθερία στους ελεύθερους και έσβησε ο πόνος του καπηλειού των χθεσινών οργίων.

Φρουρά επί φρουράς (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Η αρχική μορφή της γυναικός ήτο το πλέξιμο των λαιμών δυο δεινοσαύρων. Έκτοτε άλλαξαν οι καιροί και άλλαξε το σχήμα και η γυναίκα. Έγινε πιο μικρή πιο ρευστή πιο εναρμονισμένη με τα δικάταρτα (σε μερικές χώρες τρικάταρτα) καράβια που πλέουν επάνω από τη συμφορά της βιοπάλης. Η ίδια πλέει επάνω στα λέπια ενός κυλινδροφόρου περιστεριού μικράς ολκής. Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μας μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδος.

Χρόνος (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια και έγειρε την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινότερων πόλεων. Μόνο μια οδοντοστοιχία κροτάλισε και το παρόν εχάθηκε για πάντα. Στα παλαιά τους βήματα έμεινε κάτι από κατιτί άλλο. Η νύχτα συνεπήρα τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δένδρου έμεινε σποδός.

 [επιλογές λέξεων από την συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ, με ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες: όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει, όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ότι ποθώ τη νύχτα που συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δένδρου των μεγάλων ολισθημάτων έμεινε σποδός τετελεσμένων γεγονότων. Μπορεί, έτσι, η απαίτησις των κρίνων να μην εξεπληρώθη αλλά ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου στήθους της λέξη προς λέξη δεσποινίδος]


Ανδρέας Εμπειρίκος, Τα σύννεφα της ηδονής μέσα στη δόξα τους καθώς καθρέφτης του καιρού μιας εποχής τρανού υπερρεαλισμού

$
0
0

Η τρυφερότητα των μαστών: μια γυναίκα κάποτε μας σταματά στα κάστρα των ανέμων. Αν δεν γελάσει, πρόκειται να βρέξει άνευ ορίων άνευ όρων


[Η κωπηλασία ήτανε κοκκινωπή. Το σπέρμα που διασχίζαμε ήταν πλουσιότερο και απ’ το νερό των θερμοτέρων εορτών γι’ αυτό φτάσαμε ασυγκρίτως ανώτεροι και ως λαμνοκόποι και ως αγωγοί του λυτρωμού μας. Τώρα μας ζητωκραυγάζουν και οι χθεσινοί σχιζομύκητες και κανείς δεν μυκτηρίζει. Στα μπράτσα μας ανθούν αμυγδαλιές και από τα μάτια μας ανεβαίνουν και κατεβαίνουν οι κλίμακες των αλουργίδων με ζέση και με αυταπάρνηση χειραφετημένων νοσταλγών της κατ’ εξοχήν γυναίκας]

ΣΚΟΠΙΑ (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Κρατάμε μεσ’ στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
Στην κάθε μας ματιά.

Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
Η χάρη τους είναι ψηλή περικοκλάδα
Που σφίγγει τα μελλούμενα και τη ζωή μας
Μέσα στ’ αστέρια.

Τα μούρα (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Σημαδεμένη απ’ το πρωί θα περιμένει
Ορθή στη νύχτα κάθε ψηλαφήσεως
Αγαπητή σφαδάζουσα και μ’ έναν ήχο
Στο βάθος της σιγής που λιγοστεύει
Κι έπειτα αυξάνει την ψιχάλα των ωρών.

Το φέγγος σαν σουραύλι της αιθρίας
Γεμίζει με τα στάχυα του τα δαχτυλίδια
Που τα φορούν γυναίκες κρεμασμένα
Ανάμεσα στα στήθη τους κι ανάμεσα
Στα δροσερά φυλλώματα της ευτυχίας.

Μέρος Πομπής (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Το ρίγος των ενιαυτών δεν είναι παραπέτασμα
Είναι τριαντάφυλλο με λεμονιές στα χείλη
Είναι κουμπί σε φόρεμα βελούδινο
Και βάσις των οικίσκων μιας πολίχνης.

Κάποτε πιάνουν τα ζαρκάδια τα παιδιά
Και γρήγορα τα παρατούν
Γιατί διασκεδάζουν περισσότερο
Να βλέπουν τα κουδούνια της ανοίξεως.

Το ρίγος των ενιαυτών σκορπά τη ζάχαρη
Στα χείλη που φιλούν την οπτασία
Μια συναυλία στη ζωή και στα σοκάκια της
Κι έπειτα πάλι τα σφυρίγματα

Κόρη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Το σπίτι βρίθει από χαρά
Καθώς λαγήνι πλήρες γάλακτος στον ήλιο
Ένα κορίτσι στο παράθυρο κρυφά
Δίνει τα στήθη της στα περιστέρια.

Γιομάτα σφύζουν τα βυζιά
Και στέκουν όρθιες οι ρώγες
Τα πιπιλίζουν τα πουλιά
Κι αίφνης το γάλα ξεχειλίζει.

Ο Ανδρέας Μπρετόν (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης
Στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλάϊων
Με στιλβηδόνα και με σθένος και με πάθος
Καταμεσής στον βράχος της σποριάς σου

Ηρωικό πουλί της οικουμένης
Που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων
Δεν ταξινόμησες ποτέ καμιά φενάκη
Μα τη φωνή σου σήκωσες στην γαλανή αιθρία.

Φανατικό πουλί της οικουμένης
Γερό στην πάλη και πολύκαρπο στη σημασία
Όρθιο μες στα φτερά σου ανοιγοκλείνεις
Πάντα με βεβαιότητα το μάτι.


Το χέρι (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Ψιλή κραυγή και συνεχώς αποψιλούται
Σαν μίσχος μιας νεάνιδος στον άνεμο
Φεύγουν τα πέταλά της ένα-ένα
Μεσ’ την ανταύγεια του φουστανιού της.

Η ρώμη τέτοιου πάθους πια δεν χάνεται
Μένει δεμένη στις ψυχές των φορεμάτων
Μεσ’ τα γαλάζια βλέφαρα και την λευκή της μπλούζα
Που φάνταζε σαν κυανή πριν γίνει στεναγμός

Η άκρη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Η λησμοσύνη απλώθηκε στην αμμουδιά
Κι όλα τα ψάρια θα ’ρθουν να χαϊδέψουν
Τα ολόξανθα μαλλιά της και το στήθος
Μεσ’ το γαλάζιο ψίθυρο των ντροπαλών κυμάτων

Και να που σπάζουν τώρα τα’ αντιστύλια
Κι ανθούνε στις μαντήλιες τα φιλιά
Που δίνουν μεσ’ στο σκότος στα κορίτσια
Οι ταυρομάχοι με τις κίτρινες χλαμύδες.

Βορειοανατολική παλάμη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Φλοιέ της Γης
Δέξου τα παραμύθια μεσ’ τα δένδρα
Δέξου την επιδέξια τρυφερότητα
Που σου προσφέρουν οι ερασταί.

Λίγα φλουριά πουλιούνται το πρωί
Μα πάμπολλα το μεσημέρι και το βράδυ
Φλοιέ της γης μην το φοβάσαι το σκοτάδι
Μας φέρνει πάντα την αυγή
Κρυμμένη φτερά των πίππων.

Η ώρα του δείκτου (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Βρέφη κρατούν ιππόδρομο στα χέρια
Μικρές σταγόνες πέφτουνε στον ήλιο
Από το μέλι βγήκε ο προφήτης
Που μας συμβούλεψε να μείνουμε στο ρίγος
Της ικεσίας των αχνών εκφορτωμάτων.

Πότε θα φύγω το καλλίτερο φανάρι
Μια προσβολή να φέρει στο σαράφη
Μια δέησι στα κύτταρα του χρόνου.

Τα βλέφαρα (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Προστρέχουν πάντα τα νερά
Τα χρόνια πέφτουνε στους καταρράκτες
Και μια ριπή ξαφνιάζει τα πουλιά

Όμως δεν θύμωσαν τα περιβόλια
Βόλια χαράς σφυρίζουν μες τα φύλλα
Είναι τα μήλα κόκκινα
Κι ένα διαβάτης κόβει μερικά

Στέαρ (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Η πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε
Κατά την ερμηνεία που της δίνουμε
Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.

Και ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
Αφού τα ζάρια πέσαν στν κοιλιά μιας γυναικός
Μιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
κατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.

Αυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι
Είχε το θάρρος να περάσει μοναχή της
Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα
Μια θάλασσα πλατειά και φουσκωμένη
Από τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.

Όχθη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Είμεθα στην όχθη σαν προβλήτες
Τα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό
Και κατεβάζουν τα πουλιά
Και τα κελεύσματα των οδοιπόρων.

Μια γυναίκα κάποτε μας σταματά
Αν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξει.

Βλάστηση (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Στα χέρια μας ακμάζουν τα παιδιά μας
Και παίζουν με την κόμη μας
Κι ακούνε τη λαλιά μας.

Η κεφαλή μας ζει
Μαζί με τους κορμούς μας
Δόξα σε μας και τις γυναίκες μας
Και δόξα στα παιδιά μας

Τα βέλη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Ένα κορίτσι σ’ ένα κήπο
Δυο γυναίκες σε μια γλάστρα
Τρία κορίτσια στην καρδιά μου
Άνευ ορίων άνευ όρων.

Μια παλάμη σ’ ένα τζάμι
Μια παλάμη σ’ ένα στήθος
Ένα κουμπί που ξεκουμπώνεται
Ένα βυζί που αποκαλύπτεται
Ενώ ο τοξότης με τα βέλη
Λάμπει ψηλά στον ουρανό
Άνευ ορίων άνευ όρων.

Η προεξοχή (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Το βύθισμα του κόρακος στο διάστημα
Συμπαρασύρει τα νερά των ποταμών
Κυλούν οι βράχοι στις φιάλες
Και το κρασί μετουσιώνεται.

Τα σμήνη των βεγγαλικών μεσ’ τα μπουκέτα
Παλίρροια των αναμνήσεων σε μια στιγμή
Θέατρον πλήρες κόσμου που αλαλάζει
Η κάθε ανάμνηση στην καταχνιά
Ενόραση (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Το ακροατήριον βοά και περιμένει
Δέθηκε χθες και πρόπερσι στην κορυφή του
Η νέα μηχανή με τα πανέρια
Των αρωμάτων και των νυχτερινών βλυσμάτων.

Το ακροατήριον βοά και περιμένει
Με την ευχή του θερινού του πέπλου
Βέλα σιγής και βέλη της οράσεως
Απανωτά στα κρόταλα της εσοδείας

Θλάσις (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Σήμερα τήκονται τα χελιδόνια
Βάναυση λύσσα που μεθά τους οργωτάς του πόνου
Τώρα που τα παιχνίδια των αιλουροειδών
Προδίδουν τη διάθεσι της ώρας.

Α τα καημένα τα χελιδόνια
Τήονται αδίκως μεσ’ τον ήλιο
Σε μια φωτιά που ανάψανε με ρούμι
Οι τυμβωρύχοι.

Α τα καημένα χελιδόνια
Την μοίρα τους την είπε ψίθυρος
Τσιγγάνας με μαστούς παλλομένους
Πριν πέσει ο ήλιος στα ξανθά πλεμάτια
Των αλιευτικών της ανοιχτής θαλάσσης.

Ράμφος ή Η νίκη του Υπερρεαλισμού (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Η πόλις εδραιώθηκε και στέκει
Μέσα στη δόξα της καθώς καθρέφτης του καιρού της
Οι μιναρέδες της λογχίζουνε και δρέπουν
Τα σύννεφα της ηδονής.

Η πόλις σκόρπισε τα δώρα της στο νάμα
Μιας εποχής που δεν μαραίνεται στο χρόνο
Μιας εποχής τρανής γαλανομάτας
Με ελιές της Καλαμάτας στα μαλλιά της.

 [επιλογές λέξεων από την συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΕΝΔΟΧΩΡΑ, με ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες: όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει, όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ότι ποθώ τη νύχτα που συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δένδρου των μεγάλων ολισθημάτων έμεινε σποδός τετελεσμένων γεγονότων. Μπορεί, έτσι, η απαίτησις των κρίνων να μην εξεπληρώθη αλλά ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου στήθους της λέξη προς λέξη δεσποινίδος]

Μιχάλης Κατσαρός, Υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη

$
0
0

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι, η θέλησή μου που καταπατήθηκε τόσους αιώνες διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος, γι’ αυτό μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση

 «Θέλω να υπάρχουν πολλοί ποιητές, γιατί ο ποιητής είναι ο μόνος λόγιος που κινεί κάποια άλλα νήματα μέσα του, κρύβει ένα βάθος που σε οδηγεί στην πραγματική εξουσία, είτε στην πραγματική σωτηρία»… «Τώρα το πώς εγίνηκε το απαίσιο πλήθος να στριμώγνεται πάλι στα κάγκελα να στρώνει χαλιά γι’ αυτή την παρέλαση, πως εγίνηκε και οι ποιητές τα λάβαρα κρατώντας να γράφουν ύμνους, την αναπνοή κρατώντας να χειροκροτούν ακατάπαυστα όλους τους επισήμους, πώς εγίνηκε να ετοιμάζουνε κρυφά να παραδώσουν τα κλειδιά και την υπόκλισή τους, μην το ρωτήσετε! Γιατί, ως και σε μένα τον αδιάφορο έχουνε εισχωρήσει σα μυστικοί χωροφύλακες οι Βησιγότθοι»)

Κατά Σαδδουκαίων (από την ομότιτλη ποιητική συλλογή, Εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ )
Πλήθος Σαδδουκαίων
Ρωμαίων Υπαλλήλων
μάντεις και αστρονόμοι
(κάποιος Βαλβίλος εξ Εφέσου)
περιστοιχίζουν τον Αυτοκράτορα.
Κραυγές απ’ τον προνάρθηκα του Ναού.
Απ’ τη φατρία των εβιονιτών κραυγές:
Ο ψευδο-Μάρκελος να παριστάνει το Χριστό.
Διδάσκετε την επανάστασιν κατά του πρίγκηπος
Οι Χριστιανοί να ’χουνε δούλους Χριστιανούς.
Η αριστοκρατία του Ναού να εκλείψει.
Εγώ απέναντί σας ένας μάρτυρας
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.

Τους ύπατους εγώ ανέδειξα στις συνελεύσεις
κι αυτοί κληρονομήσανε τα δικαιώματα
φορέσαν πορφυρούν ατίθασον ένδυμα
σανδάλια μεταξωτά ή πανοπλία
εξακοντίζουν τα βέλη τους εναντίον μου-
η θέλησή μου που καταπατήθηκε
τόσους αιώνες.

Τους άλλους απ’ την πέτρα και το τείχος μου
καθώς νερό πηγής τους είχα φέρει
η θρησκεία τους μυστηριώδης δεισιδαιμονία
τ’ άλογά τους απ’ τον κάμπο μου.
Δεν μου επέτρεψαν να δω τον Αυτοκράτορα
τους ύπατους δεν άφηναν να πλησιάσω
σε μυστικά συμπόσια κι ένδοξα
τη θέλησή μου την καταπατήσανε
τόσους αιώνες.

Τώρα κι εγώ υποψιάζομαι
όλο το πλήθος των αυλοκολάκων
όλους τους ταπεινούς γραμματικούς
τους βραβευμένους με χρυσά παράσημα
λεγεωνάριους και στρατηλάτες
υποψιάζομαι τις αυλητρίδες τη γιορτή
όλους τους λόγους και προπόσεις
αυτούς που παριστάνουνε τους εθνικούς
τον πορφυρούν χιτώνα του πρίγκηπος
τους συμβουλάτορες και τους αιρετικούς
υποψιάζομαι συνωμοσία
νύχτα θα ρεύσει πολύ αίμα
νύχτα θα εγκαταστήσουν τη βασιλεία τους
νέοι πρίγκιπες με νέους στεφάνους
οι πονηροί ρωμαίοι υπάλληλοι του αυτοκράτορος
τοιμάζουνε κρυφά να παραδόσουν
να παραδόσουν τα κλειδιά και την υπόκλισή τους.

Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούργια μακρινή μου ανάσταση
μαζεύω.

ΒΗΣΙΓΟΤΘΟΙ (από την ποιητική συλλογή ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ, Εκδόσεις ΚΕΙΜΕΝΑ )
Άξαφνα η πόρτα μας άνοιξε.
Πρώτος κατέβαινε ο Αυτοκράτορας
με καινούρια στολή
ο νέος αρχιεπίσκοπος
ο υπουργός παιδείας και θρησκευμάτων
(η εργάτρια Ντούμπιοβα παρήγαγε δεκαπέντε χιλιάδες πορήρια)
ο στρατάρχης ήρωας της μάχης Σαρώ
πιο πίσω οι αυλοκόλακες
οι υπάλληλοι όλοι με τας συζύγους των
ο πρόεδρος του ανωτάτου δικαστηρίου
στο τέλος ένα παιδί που ήταν ο γελωτοποιός.

Εγώ αντιπροσώπευα τα στρατεύματα της Κορέας
των Γάλλων πατριωτών
των Ισπανών εξορίστων
την παυμένη εφημερίδα «Ελεύθερη Γνώμη»
την άλλη που έμεινε μόνον ο τίτλος της.

Οι ποιητές κρατώντας τα λάβαρα
έγραφαν ύμνους
κρατούσαν την αναπνοή μπροστά στους επισήμους
χειροκροτούσαν ακατάπαυστα όλους τους ρήτορες.

Τώρα το πώς εγίνηκε το απαίσιο πλήθος
να στριμώγνεται πάλι στα κάγκελα
το πώς εγίνηκε
το συνδικάτο των οικοδόμων
να στέλνει ομόφωνα ψηφίσματα
να στρώνει χαλιά γι’ αυτή την παρέλαση
μην το ρωτήσετε.
Φταίει αυτός που ήτανε δίπλα μου
όπου στην κρίσιμη ώρα σ’ αυτή τη σιωπή
εψιθυριζε:
Η μύτη της κυρίας Δημάρχου θυμίζει τη γεωγραφία.

Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται.
Διαδόθηκε μέσα στο αδιάφορο πλήθος η φήμη
οι υπουργοί θορυβήθησαν
ο πυγμάχος που έγινε χωροφύλακας έλαβε θέση
στους διπλανούς διαδρόμους
οι πυροσβέστες πλησίασαν
ο πρόεδρος χτυπούσε μέσα στην αίθουσα τον κώδωνα
σβήστηκαν τα κεριά του ναού
κι κει στη μεγάλη τους σύγχυση τα κατάφερα
μ’ ένα μικρό βηματάκι άξαφνα να βρεθώ
να θαυμάζω το θέαμα.

Όταν τα φώτα ξανάναψαν
η χάλκινη πόρτα αμίλητη έκλεισε όπως φαίνεται
και δίπλα μου οι γυναίκες ξεφώνιζαν
τραβούσαν τα μαλλιά τους τσιρίζοντας
όχι γιατί δεν πρόλαβαν την παρέλαση
όλων των επισήμων
αλλά που χάσανε μέσα στο σκότος
τους άνδρες τους.

Οι πάροδοι που οδηγούσαν προς τις εξέδρες
στις πόρτες των ναών και των φυλάκων
στους διαδρόμους των εξοχών
στα δημόσια πάρκα
στα κρατικά εκπαιδευτήρια
στη δουλειά με το κομμάτι
στην ποινή του θανάτου
παντού παντού παντού
ως και σε μένα τον αδιάφορο
είχανε εισχωρήσει σα μυστικοί χωροφύλακες
οι Βησιγότθοι.

Μη σκεφτείς άσχημα για τους Βησιγότθους
είναι κάτι ακίνητα μαζεμένα υποκείμενα
που παριστάνουν τους επιδρομείς.

Πάντως θα καταλάβατε τον αρχαίο ναό
τι αντιπροσώπευε ο γελωτοποιός
τι αντιπροσώπευα εγώ ο γελοίος
ποιοι οι Βησιγότθοι οι αρχιεπίσκοποι
κι ο ένδοξος αυτοκράτορας.

Υπάρχουνε προϋποθέσεις για μια καινούργια άνοιξη

[Αντισταθείτεσ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι και λέει: καλά είμαι εδώ. Αντισταθείτεσ’ αυτόν που γύρισε στο σπίτι και λέει: Δόξα σοι ο θεός Αντισταθείτεστην κρατική εκπαίδευση στο φόρο σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτεσ’ αυτόν που χαίρεται απ’ την εξέδρα ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτεστις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν στις κολακείες τις ευχές τις τόσες υποκλίσεις από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους  σε μένα ακόμα που σας ιστορώ. Αντισταθείτε  πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία στα εργοστάσια πολεμικών υλών σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια στα θούρια στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους στους θεατές στον άνεμο σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας ως και σε μένα ακόμα που σας ιστορώ  αντισταθείτε.

Νάνος Βαλαωρίτης, Μιλάω με πρόσωπο αποστραμμένο, όχι γιατί φοβάμαι μη με δείτε, αλλά γιατί είμαι ο καθένας

$
0
0

Κι έμεινε μες στο χωράφι μόνη μια κρυφή καταπακτή που άμα την ανοίξεις βγαίνει το σκοτάδι του μυαλού που αχόρταγο καταβροχθίζει κάθε λέξη που γεννάω

Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…

Κάθε λέξη που γεννάω (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Κάθε λέξη που γεννάω – μπαμ μπαμ
Καταβροχθίζεται διαμιάς-
Από μια καταπαχτή-
Στο πάτωμα ενός σπιτιού-
Που το χτίσαμε χωρίς καμιά-
Χειρωνακτική δουλειά-
Δυο νοματαίοι με γυαλιά-
Ένας ψηλός κι ένας κοντός-
Με μπλουζάκι και με γραβατίτσα-
Παίζοντας δυο μπαγλαμάδες-
Και νάσου κι έρχονται από ψηλά-

Δυο άγγελοι με φλογέρα-
Σπαθιά που κυματίζουνε-
Και χωρίς καμιά χειρονομία-
Βάζουνε φωτιά στο σπίτι-
Που το ’χτισαν τα δυο παιδιά-
Κι έμεινε μες το χωράφι μόνη-
Μια κρυφή καταπαχτή-
Που άμα ανοίξεις βγαίνει-
Το σκοτάδι του μυαλού
Που αχόρταγο καταβροχθίζει=
Κάθε λέξη που γεννάω – ντουγρού.


Αντί-κειμενικοποίηση (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Μιλάω με το πρόσωπο αποστραμμένο. Καταστρέφω
Πίσω μου ό,τι έχω, χαρτιά, δαχτυλικά αποτυπώματα,
Ενθύμια, χειρόγραφα, γράμματα, ρούχα, μπανιερά
Παπούτσια, κάθε ίχνος που προδίδει βίωμα. Μιλάω
Με το πρόσωπο από στραμμένο… Αναλύω την κατάσταση
Το κάνω ψύχραιμα, χωρίς εμπάθεια, με απόλυτη ενέργεια
Χωρίζω τα γεγονότα απ’ τις φαντασιώσεις. Δεν προφητεύω
Διαπιστώνω με τρομερή σχολαστικότητα τα συμβάντα
Τοποθετώ στην αλυσίδα που συνδέει χειρονομίες, εκφράσεις,
Τις εκατέρωθεν απώλειες, τη συμπόνια, με το υψωμένο
Δάχτυλο, την ενδοσκόπηση, την εγκαρτέρηση,
Την επίσημη διαστρέβλωση των ειδήσεων, τη θεωρία
Και την πράξη, τα όνειρα μεταξύ τους, τις νύχτες στη
Σιγκαπούρη, με το απόγευμα στο Ρίο Ιανέιρο,
Τις μέρες του καλοκαιριού στην εξοχή με τις ώρες
Του γραφείου το χειμώνα, τις άδειες στιγμές ανίας
Με την πλούσια εμπειρία μιας νέας συνάντησης, τον τόνο
Με το ύφος, τη δομή μιας φράσης με τη σημασία της,
Τον έναν άνθρωπο με τον άλλο, την ουσία της ζωής
Με την επιφανειακή έννοια που τις αποδίδουμε,
Το χρέος το ηθικό όπως διαφέρει από πρόσωπο
Σε πρόσωπο, την έφεση προς το απόλυτο όπως τη βλέπει
Ο καθένας μ’ άλλο τρόπο, τα επεισόδια που συσσωρεύονται.
Τους πυροβολισμούς των αστυνομικών τμημάτων, τις
απόπειρες δολοφονίας, τις μανιακές εκδηλώσεις του τύπου,
Την υστερία των μεγάλων αστέρων του Κινηματογράφου,
Το πανικό του πλήθους σε μια διαδήλωση, την εγκαρτέρηση,
Την αποφασιστικότητα, τον ηρωισμό παιδιών, που χθες ακόμα
Κρεμιόντουσαν απ’ τα φουστάνια της μάνας τους, τα βασανιστήρια
Που διαψεύδονται και συνεχίζονται αδιάλειπτα, τις μπόμπες,
Την παρανομία, τις οργανώσεις, την παράλληλη εξουσία των ανταρτών
Της πόλης, τους στασιαστές, τα πλοία του Έκτου Στόλου,
Τη λεμονάδα Ήβη, τα τσιμέντα Ηρακλής, τα λογοτεχνικά βραβεία,
Τις ταινίες Μπουνουέλ, του Μπερτολούτσι, του Γκοντάρ,
Τη ρητορεία των εκπροσώπων της επιστήμης
Ιδεολογίας, την κοινοτυπία, τις διαμαρτυρίες, την έμφαση
Στο χτυπημένο πόδι, το τραβηγμένο πιστόλι, την αυτοκτονία,
Τους δισταγμούς της αντίστασης να χύσει αίμα, την ειρωνεία,
Την εγκαρτέρηση, το σαρκασμό, τη λεμονάδα Ήβη,
Τα παγωτά στα διαλείμματα του έργου… Το Έργο
Το ίδιο που βρίσκεται πάντα μπροστά μας και που έχει
Ως μοναδικό σκοπό την ολοκληρωτική απελευθέρωση του
Ανθρώπου απ’ τα δεσμά του… Τα χιόνια στην Πάρνηθα,
Το κύμα του Σαρωνικού. Μιλάω με το πρόσωπο
Αποστραμμένο, όχι γιατί φοβάμαι μη με δείτε, αλλά γιατί
Είμαι ο καθένας…

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

Έκτωρ Κακναβάτος, Μόνο εσύ ω Ποίηση έμεινε να φέγγεις μεσ’ από βράχο διάφανο ένα μίλι πάθος

$
0
0

Πιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχεις χαράδρα η μνήμη μάγμα απέραντο η οργή απάνω που περίμενες έναν υετό μεσσία

[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

Σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει (από τη συλλογή Η ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΛΙΘΟΥ 1964)
1
Αφότου ’ξώκειλε το ζαφειρί αστέρι
ξέρα ο νους η ουλή βυθός
μόνο εσύ ω Ποίηση
έμεινε να φέγγεις
μεσ’ από βράχο διάφανο
το μόνο πλοίο
2
Σκούρος εστήθηκες μονόλιθος κι αναμετράς
σε δυναστείες σε μίλια
οστά παράλληλα στον κόλουρο του λίθου
σε φάος εμβαπτισμένα οξύ
να ψήνονται ύστερα στο αλάτι
από τη μαλακιά βροχή
μια χούφτα ψίχουλα δεν σου ’μεινε
πιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή
δεν έχεις
χαράδρα η μνήμη
μάγμα απέραντο η οργή

κι ο πράσινος νάρθηκας της αυριανής ημέρας
κι η στέγη σου λιώμα απ’ του ήλιου τον τροχό
το κεραμιδί σου όνειρο καρένα σύννεφου
και πάει
όλα αγριόχηνες αποδημήσανε τα σύμβολα
άστραψε σκέτη πια η ξερολιθιά
και λευτερώθηκες
3
Αρχή αρχή το δέρμα σου
αξία πρώτη ένα στρώμα μέταλλο
κόβεις νομίσματα για τους λαβδακίδες
ένα μίλι πάθος για τον αχαιό ισησού
για τα χειρουβικά σφήνες στις αρθρώσεις
για όλα το δέρμα σου για όλα

ώσπου το υπέρμαχο τείχος σχίζεται
ύστερα παιδιά πρησμένα από το φως
ψάχνουν για ένα κομμάτι έλασμα
να κόβει
4
Πώς να ξεχάσω τη φραγκοσυκιά σου
τη μόνη που έμεινε
να περιμένει τον υετό
να περιμένει
μέσα σε δεκατέσσερις χιλιάδες ήλιους δυσμενείς
όταν το καθημερινό μου χέρι
δίνεται μουσκεμένη ψίχα
σε οισοφάγους στην κάθε σκέψη;

ύστερα πελώρια ρωγμή ως κάτω
το στρόντιο δεσπόζει φρέσκο
απάνω που περίμενες έναν υετό μεσσία
5
Άλλο από ένα παραλήρημα δεν σου ’μεινε φυσίγγι
δεν έχει άλλη εκβλάστηση από την φλέβα σου
που πλημμυράει την πολιτεία συρίζοντας
ως τον ενδότοιχο
σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει
ανατέλλει δύει εντάφια πλησιφαής
με φεγγάρια χαίνει με παλίρροιες
όπως απλώνει στα ορυκτά το έκζεμα του πλανήτη
κι από τη βολή του πρόγονου δε σβήνει η ηχώ
6
Όταν το μελαψό μετάλλευμα της νύχτας
διηνεκές επίμονο έμβρυο
εκλιπαρεί το υπόλοιπο της κύησης
που αστράφτει περασμένο στο λαιμό
όπως η πείνα στα εντόσθια
πρόγονε εαυτέ μου πόσα θα ’πρεπε να πω
γι’ αυτά τα σπλάχνα σε κάθειρξη;

πόσα να πω για την ειρκτή στο όνειρο
όταν η θάλασσα ανέκκλητη ανασύρει
την απόκρημνη παλάμη του θεού
γεμάτη αρχαία ναυάγια και πεταλίδες
όταν τα σάστισες
που στο πλευρό σου ταίριασε το εύρημα
και φωταψία στο βυθό του ο αύγουστος
χταπόδι κάρφωσε το νου με το καμάκι

πόσα να πω όταν προέκταση ναυάγιου
εντός μου η νύχτα ταξιδεύει
όταν σαν έλασμα φεγγοβολά
στα ύφαλα του ονείρου η αρμύρα
7
Περάσαμε λοιπόν οι άνθρωποι από δω;
καπνοί αρχαίοι ξέμειναν
στη μνήμη
στους φεγγίτες
κάρβουνα οι παντοκράτορες
κι οι θόλοι μελαψοί

πηχτός
απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο
άλλη τροφή από το πέτρωμα δεν έμεινε
πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα;
8
Στη νέα μεθόριο πρωτόζωο λαβώνεσαι
απ’ την αυθυπαρξία και το σέλας
να βυθομετράς το θάνατο
στο γνεύσιο

η σάρκα σου
γυαλί απέραστο κατά εξάδες
δάσος τα πετρένια οστά
σχίζουν σε βέργες τον άνεμο
μα η ρίζα έγκυα οδοιπορεί σα θειάφι
9
Ανυποχώρητος στίλβεις ανθρακίτης
αύριο βλήμα φθείρεσαι σε τροχιά
μένεις μόνο η τροχιά
κι η μοίρα σου κεντρόφυγη
να ερμηνεύεις, να ερμηνεύεις
πολύ πιο πριν δεν ήσουνα έγχρωμη βοή;
10
Ποιος για το συμβάν θα πει του λίθου
το ίζημα λέω τ’ αχνάρι μου
στην ίδια φλέβα χυμένο με το φως
το καθημερινό μου σκύρο
η φρέσκια οργή
χιλιάδες χρόνια ανέβαινε με το μεδούλι
λάβα τη λάβα σ’ έλατου κορφή
λίθο το λίθο ως το σύννεφο
το πώς από σκούρα τύρφη αναδύθηκα
αν το ξέρεις δίδυμή μου αστραπή
σε μια κλιτή αν ασκητεύει με τις ρίγανες
αν στίλβει απλησίαστο
όταν στη θάλασσα βαθιά καίονται τ’ άστρα
το πώς ιερουργείς στο άδυτο αρχιερέα χρόνε
ποιος θα το πει
11
Στη φέτα του στεγνού ψωμιού
γλυκό πικρό αλείβουμε το μεσημέρι
η σκέψη από τη γενιά του αλγόλ
γυαλίζει όραμα βαθιά στο αίμα
θρύμματα οι μάχες τα οστά
οι νύχτες οι νίκες
στα δόντια οξείδιο μολυβένιο η δίψα
12
Να ενεδρεύεις το τρίξιμο του ήλιου
το μέγιστο μόλυβδο
ασύμμετρος να οδομαχείς
λογισμέ μου αρχάγγελε
όταν οι ορδές είναι κιόλας μες στην πόλη
με πράσινη εξάρτυση λεηλασίας
όταν πυρίμαχος ορθοστατεί ο παιδεμός
κι ο λίθος έγκαυμα
13
Τι είναι που έμεινε από το κενό
που δεν ταυτίστηκα μαζί του ακόμη
το εύρος πλατυτέρας ψηλά σε τέμπλα
οι άγιοι ποταμοί που διαπερνούν εγκάρσιοι
η ανυπαρξία ένοχου για το θάμπος της αυγής
και το βυθισμένο όραμα
κι αυτό που σύλησε
το όσο σέρνει στα θαλάμι ο πολύποδας
κι αυτό ακόμη το λογάριασα
μόνο για να επεκταθεί μια ίνα στο κενό
το σχήμα μου η πρόσχωση
στον άφθορο ασβεστόλιθο
14
Όταν κατάφωτο
αναδύθηκε το πρώτο ακρωτήρι
με παράπλεες ένας θάνατος πρωτόπλαστος
δεν ήταν έκρηξη το δευτερόλεπτο ακόμη
με είχα κατάσαρκα την κίνηση εσώρουχο
βρήκα το σπέρμα σου
τη μάζα έμβρυο
ένα θεό μέσα στην πέτρα βρήκα που με γνώριζε
κι άστραψα πλάι του κοπίδι λίθινο


[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΟΙΗΣΗΣ

$
0
0

ΔIA-ΜΑΡΤΥΡΙΑ
παγκόσμια ημέρα ποίησης

21 Μαρτίου 2012
όχι άλλη μια διαμαρτυρία,
αλλά
μια ΑΛΛΗ διαμαρτυρία


«Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως…» (Καβάφης)
Αν όχι τώρα πότε;
Επειδήμοιάζει ο χειμώνας να θέλει να εγκατασταθεί μόνιμα στις ζωές μας, αποτρέποντας τον ερχομό της άνοιξης.
Επειδήη απειλή μιας Έρημης Χώρας, γίνεται όλο και πιο πραγματική ως προοπτική μέλλοντος για τον τόπο μας.
Επειδήέχουμε κάθε λόγο να αμφιβάλλουμε αν η ποίηση μπορεί να γιορτάζει τη μέρα της, ακίνδυνα και αθώα, όταν γύρω μας καταρρέουν το δίκαιο, η πνευματική μας υπόσταση, η χώρα μας η ίδια. Θελήσαμε να συναντήσουμε εμείς την ποίηση και την άνοιξη, στους δρόμους της Αθήνας, να αναζητήσουμε στην αμηχανία, στον θυμό και στην απόγνωση που έχουν πια τα βλέμματα των συμπολιτών μας, την ελπίδα της Αντίστασης..
Ο Κύκλος Ποιητών, τα περιοδικά Poetix και Ποιητικά, οι εκδόσεις Μικρή Άρκτος και η αλυσίδα πολιτισμού IANOS καλούν ποιητές, συγγραφείς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες, εκδότες αλλά και κάθε πολίτη σε συν οδοιπορία / δια-μαρτυρία, την Τετάρτη 21 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης, με όπλο την Ποίηση ενάντια στην Κρίση.

Σας καλούμε όλες και όλους, σε μια ΑΛΛΗ διαμαρτυρία: στις 21 Μαρτίου συνθήματά μας ας γίνουν τα ποιήματα, αναφορά μας οι Ποιητές μας, πλακάτ μας οι στίχοι που μπορούν να γεννήσουν έναν άλλο στοχασμό, ένα άλλο μέλλον μέσα από το παρόν και το παρελθόν μας.

Μια διαδήλωση υπεράσπισης ενός Πολιτισμού που δεν κρίνεται από την Κρίση, που όταν μνημονεύεται απαντά, με το δικό του τρόπο, στα όποια Μνημόνια…
Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012
Με την Ποίηση ενάντια στην Κρίση
Προσυγκέντρωση στις 12 το μεσημέρι μπροστά από το βιβλιοπωλείο Ιανός
Συν οδοιπορία προς το Σύνταγμα

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ:
(Ο Κατάλογος των Συμμετοχών θα ανανεώνεται καθημερινά
με νέες υπογραφές φορέων)
βλέπε ομώνυμο ιστολόγιο:

Θεόδωρος Ντόρρος, Μηνύματα, η ηδονή τους δίχως χρόνο και συνέχειες

$
0
0

Συνέπαρμα, γλυκύτερο απ’ το αφάνισμά μας στους πόθους τους κατάδικούς μας

[Είμαστε τα ζωντανά του γλιτωμού σε ξένες θετικότητες. Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα απ’ την υγεία ως την αρρώστια. Πιο άνθρωποι θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή, τα τωρινά μας. Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε στιγμές και αιωνιότητες. Δεν είναι αυτά που θα ’λεγα ούτε και κείνα που τα φέραν… Ιδού…]

Ποίημα (από τη συλλογή ΣΤΟΥ ΓΛΙΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ, Εκδόσεις Αμοργός 1981 – πρώτη έκδοση συλλογής Παρίσι 1930)
Εκείνα τα μηνύματα
ολόισα απ’ το κάπου
που δεν θα τα γνωρίσουμε ποτές.

Απλώνουμε το κάτι που μας μένει,
-το πιο μεγάλο απ’ τη ζωή μας-
σ’ όλους τους πόνους, στις χαρές. Των αλλονών.
Που ούτε γι’ αυτούς σταθήκαν.
Μηνύματα.
Αρχή τους ξεχασμένη.
Πιο ζωντανά και πιο ανύπαρχτα απ’ το τέλος.
Έξω από νόμο κίνησης.
Το μόνο μας μεθύσι.

Συνέπαρμα,
γλυκύτερο απ’ το αφάνισμα
στους πόθους τους καταδικούς μας.

Καμιά τους θύμηση, σαν, φεύγοντας,
πετάνε την ψυχή μας
πετάνε και το νου
μέσα στο σώμα το δικό μας.
Και δε θα μας ξανάρθουν.
Μιλάνε μια φορά.
Η ηδονή τους δίχως χρόνο και συνέχειες.
Μηνύματα.
Αλλού.

Ανοιξιάτικα φύλλα (από τη συλλογή ΣΤΟΥ ΓΛΙΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ, Εκδόσεις Αμοργός 1981 – πρώτη έκδοση συλλογής Παρίσι 1930)
Όλα καινούρια,
τόσο, που θα ’ρθει κάτι κι άλλο
πιο καινούριο κι απ’ αυτά.

Τα φύλλα, φρεσκοπράσινα, μιλάγανε πιο νοητά
από ανθρώπους διαβασμένους.

Προσπέρασε ένα γέρο.
Κατέβαζε σκουπίδια σε υπόγειο
Δε φύσηξαν γι’ αυτόνε.

Κατέβαινε βαριά μες στο σκοτάδι.


[επιλογές λέξεων από την ποιητική συλλογή του Θεόδωρου Ντόρρου ΣΤΟΥ ΓΛΙΤΩΜΟΥ ΤΟ ΧΑΖΙ που κυκλοφόρησε πρώτη φορά στο Παρίσι το 1930, ενώ στην Ελλάδα, αυτό το παράξενο βιβλίο με τον ακατανόητο τίτλο και τα ακόμη πιο ακατανόητα ποιήματα, εκδόθηκε πενήντα χρόνια αργότερα.Γιατί, αυτόν τον Θεόδωρο Ντόρρο – όνομα; ψευδώνυμο;- κανείς δεν τον ήξερε από τη συντεχνία των Αθηναίων λογίων. Αυτός ο Θεόδωρος Ντόρρος, καταπώς έδειχναν τα σημάδια, ζούσε ανάμεσα Παρίσι και Νέα Υόρκη, έγραφε τόσο αλλιώτικα για την εποχή του και τύπωνε το βιβλίο του σε ωραίο και ακριβό χαρτί και το έστελνε δωρέαν σε όποιον το ζητούσε, σαν να ήθελε έτσι να εισχωρήσει απρόσκλητος στη λογοτεχνικά αγορά]

Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους Αεροστάτου (αποσπάσματα)

$
0
0

Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους Αεροστάτου (αποσπάσματα)  

Όλοι αυτοί οι άνδρες της στεριάς ή της θαλάσσης, στρατιώται, κωπηλάται, ναύται, έμποροι, ποιηταί, ημίθεοι και ερασταί γυναικών ή κορασίδων, ήρχισαν να λάμνουν γρήγορα και επέρασαν άτρωτοι τας Συμπληγάδας με βαθυτάτους στεναγμούς ανακουφίσεως


[Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί, τ’ άνθη μιλούν και από τα πέταλά τους αναδύονται μικρούτσικες παιδίσκες. Δεν θα αργήσει λοιπόν να έλθει μία εποχή, κατά την οποία ο κάθε Αχιλλεύς, ο κάθε Ιάσων θα είναι δέσμιοι, ενώ θα είναι ελεύθεροι οι τέσσερις άνεμοι υπό τας διαταγάς του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. Για του λόγου το αληθές…]

ΑΡΓΩ ή ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ (εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ Α΄ έκδοση 1980)
(επιλεγμένα αποσπάσματα)
Αι τελευταίαι προετοιμασίαι είχαν συμπληρωθή και η ογκώδης, ολοστρόγγυλη και πλήρης υδρογόνου σφαίρα, προσδεδεμένη σε μίαν δωδεκάδα σχοινίων, επί ενός αναπεπταμένου πεδίου, πλησίον των προαστείων της πρωτευούσης, ανέμενε την ώραν της απογειώσεως.
Πλήθος μέγα περιεστοίχιζε το αερόστατον, και ηκούοντο πανταχόθεν πολύτονες αναφωνήσεις, που σκάζαν κάθε τόσον, σαν ώριμα μπουμπούκια υπό την επήρειαν ηλίου φλογερού. Συνωθούμενοι μεταξύ των αναριθμήτων θεατών, πολλοί μικροπωληταί διελάλουν και προσέφεραν αντί ευτελούς αντιτίμου, διαφόρους κονκάρδας και ταχυδρομικά δελτάρια, εικονίζοντα το αερόστατον, ή τους αεροναύτας, ή το αερόστατον μαζύ με τους αεροναύτας, καθώς και άλλα δελτάρια, εικονίζοντα τον αθλοθέτην του μεγαλειτέρου αεροπλοϊκού επάθλου, τον αμερικανόν Γκόρντον Μπέννετ, ως και ταχυδρομικά δελτάρια εικονίζοντα τον πρόεδρον της Δημοκρατίας της Κολομβίας.
Εις τα κράσπεδα της μεγάλης κοσμοσυρροής, ολίγοι πλανόδιοι μουσικοί και σαλτιμπάγκοι, προσεπάθουν να ελκύσουν την προσοχήν των ακραίων θεατών, με άσματα, ή με ταχυδακτυλουργικάς και ακροβατικάς επιδείξεις. Ουδείς όμως παρηκολούθει τους πλανοδίους αυτούς καλλιτέχνας, παρ΄ όλον ότι, τινές εξ’ αυτών, δεν εστερούντο ποιητικότητος και ταλέντου, διότι, και οι πλέον μεμακρυσμένοι από το κέντρον της συναθροίσεως, είχαν την προσοχήν των εστραμμένην προς την τεραστίαν σφαίραν, ήτις διεκρίνετο από παντού. Μία μόνον εξαίρεσις υπήρχε. Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μια ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίαν νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή, ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν δε, ενώ περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέρα, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς της εις καίριον σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον. Όλοι οι άλλοι είχαν τα όμματά των εστραμμένα συνεχώς προς την μεγάλην σφαίραν.
Ενώ ταύτα ελάμβανον χώραν επί του ανάπεπταμένου πεδίου, οι αεροναύται (τρεις εν όλω), φέροντες ειδικάς στολάς εξ αδιαβρόχου υφάσματος, εξήταζαν διά τελευταίαν φοράν την λέμβον και απαντούσαν εις τας ερωτήσεις των ανταποκριτών των εφημερίδων. Όσοι μεταξύ των παρευρισκομένων ήσαν καλλίτερα πληροφορημένοι, θα ηδύναντο να αναγνωρίσουν αμέσως τους αεροναύτας, όχι μόνον από τας ενδυμασίας των, αλλά και από τα χαρακτηριστικά των, διότι είχε δημοσιεύσει επανειλημμένως ο παγκόσμιος τύπος, τόσον ο ημερήσιος όσον και ο περιοδικός, τας φωτογραφίας των, αναφερόμενος εις την εξέχουσαν προσωπικότητα ενός εκάστου και εις την διακεκριμένην και ενίοτε ηρωικήν των δράσιν. Ο πρώτος εξ΄ αυτών, ήτο ο Άγγλος λόρδος, Ώλμπερνον, καθηγητής της αστρονομίας εις το πανεπιστήμιον του Εδιμβούργου, και συγγραφεύς πολλών επιστημονικών έργων περί των ουρανίων σωμάτων, εκ των οποίων δύο, εθεωρούντο ήδη ως συγγράμματα κλασσικά
Ο δεύτερος, ήτο ο πρώην αντισυνταγματάρχης του γαλλικού στρατού, Ερνέστος Λαρύ-Νανσύ, εξερευνητής της Κεντρώας Αφρικής και συγγενής ενός εκ των ηρώων του επεισοδίου της Φασόδα. Ο τρίτος, ένας άνδρας γιγαντιαίου αναστήματος, με μακράν ξανθήν γενειάδα και διαυγέστατα γαλάζια μάτια, ήτο ο Ρώσσος ναύαρχος Βλαδίμηρος Βιερχόυ, πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Γεωγραφικής Εταιρείας της Πετρουπόλεως και εις εκ των ελαχίστων, εν Ρωσσία, πνευματικών φίλων του Ισλάμ.
Η πελωρία σφαίρα εταλαντεύετο ως μέγα εναέριον κήτος υπεράνω των κεφαλών του πλήθους και όλος ο κόσμος έκαμνε προβλέψεις. Ο καιρός ήτο αίθριος. Μόνον εις ελάχιστα σημεία του ουρανού, ολίγα ελαφρότατα νέφη, έμοιαζαν να περιμένουν και αυτά την ανύψωσιν του μπαλλονίου, σαν μικρά σκάφη πλοηγών που αναμένουν υπ’ ατμόν επικειμένην αναχώρησιν ογκώδους ατμοπλοίου. Τέλος κατέφθασε και ο δήμαρχος της πρωτευούσης, όστις, αφού εξεφώνησε λογύδριον πλήρες εμφάσεως και στόμφου, ενεχείρισε εις τους τρεις αεροναύτας πιστοποιητικά της εγγραφής των, τιμής ένεκεν, ως πολιτών της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά, εις τα μητρώα της πόλεως. Κατόπιν, τιθέμενος εις το πλευρόν των τριών αεροναυτών, ο δήμαρχος απεκρυσταλλώθη μαζύ των εις οριστικήν στάσιν, ενώπιον μιας προ ολίγου μόλις στηθείσης επί τρίποδος φωτογραφικής μηχανής. Ο δήμαρχος, όστις ήτο ανήρ εξαιρετικά μικρού αναστήματος και φαλακρός, παρουσίαζε οξυτάτην αντίθεσιν πλησίον των τριών αεροναυτών, ιδίως εν συγκρίσει με τον Βλαδίμηρον Βιερχόυ, προ του οποίου εστάθη. Ο αγαθός ναύαρχος, αντιληφθείς την γελοίαν θέσιν του Κολομβιανού επισήμου, έκαμε εν πλάγιον βήμα προς τα εμπρός και έλαβε θέσιν δίπλα του, διά να αμβλύνη κάπως την οξείαν και αυτόχρημα κωμικήν αντίθεσιν. Αλλά το μόνον που επέτυχε, ήτο να τον θέση τοιουτοτρόπως, άθελά του, εις έτι γελοιωδεστέραν θέσιν. Το πλήθος παρ’ ολίγο να εκσπάση εις γέλωτας, αντιλαμβανόμενον όμως, ότι, ούτω, θα διεπόμπευε εν τω προσώπω του δημάρχου ολόκληρον τον πληθυσμόν της πρωτευούσης, συνεκρατήθη μεν, αλλά μετά μεγίστης δυσκολίας.
Ο φωτογράφος έκυψε υπό το μαύρο πανί της φωτογραφικής συσκευής, και ήρχισε να περιστρέφη τον ρυθμίζοντα την απόστασιν κοχλίαν. Έπειτα, προβάλλων κατέρυθρος κάτω από το πανί, ωρθώθη εκ νέου και εζήτησεν απόλυτον ακινησίαν. Οι φωτογραφιζόμενοι συνεμορφώθησαν αμέσως΄ ο λόρδος Ώλμπερνον, με το βλέμμα του επί του έναντι ισταμένου, μεταξύ των επισήμων θεατών Πέντρο Ραμίρεθ΄ ο Λαρύ- Νανσύ επί του στήθους μιας ωραίας μοιχαλίδος, που εστέκετο εις το πλευρόν του καθηγητού της ιστορίας, ενώ ο Βλαδίμηρος Βιερχόυ, αγκάλιαζε, με τα μεγάλα γαλανά του μάτια, ολόκληρο το πλήθος. Με μίαν απότομον αλλά συνάμα χαρίεσσαν κίνησιν της χειρός του, ο φωτογράφος αφήρεσε το εσωτερικώς βελούδινον και εξωτερικώς δερμάτινον κάλυμμα του προεξέχοντος εν είδει πέους ή τηλεβόλου φακού και εμέτρησε, γεγωνυία τη φωνή, κρατών το πώμα εις τον αέρα τελετουργικώς: «Ένα…δύο…τρία…». Κατά τα ολίγα αυτά δευτερόλεπτα, εγένετο άκρα σιωπή πέριξ της πελωρίας σφαίρας, εντός της οποίας, οι προφερόμενοι αριθμοί, έπιπταν από τα χείλη του εξ επαγγέλματος φωτογράφου, σαν ξόρκια παραδόξου μαγγανείας, ή σαν χρησμοί λακωνικοί, μπηχτοί, αρσενικής Πυθίας, ενώπιον κατεχομένου από αγωνίαν ακροατηρίου. Πριν, όμως, προφέρη ο φωτογράφος τον τελευταίον αριθμόν της πόζας, μία κραυγή που εξεπήδησε από το στόμα μιας δεκαπενταέτιδος κόρης πελιδνοτάτης, που εστέκετο πλησίον της ωραίας μοιχαλίδος και του υψηλού Ντον Πέντρο, εξέσχισε την σιωπήν και ετάραξε τα βάθη της μέχρι του απωτάτου σημείου της κοσμοσυρροής.
«Θεέ!…Μη τους σκοτώσετε…Μη τους σκοτώσετε…Είναι αθώοι!…» εφώναξε η ωχρά νεάνις και κατέπεσε σφαδάζουσα επί του εδάφους
[επιλεγμένο απόσπασμα από το βιβλίο του Ανδρέα Εμπειρίκου ΑΡΓΩ, ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ που συνοδεύεται από το τραγούδι ΑΕΡΟΣΤΑΤΟ που ερμηνεύει η Ελένη Πέτα]

Μάτση Χατζηλαζάρου, Θερμοκρασία μιας κραυγής που δονείται με τον έρωτα μέσα μου σαν άρπα αιολική

$
0
0

Η ευπαθής σκιά των πετάλων, ο μίσχος τόσο μελαχρινός από λεπτότητες, τ’ αγκάθια με σουβλερές ανταύγειες και καμιά πεποίθηση αβυσσαλέα που γδέρνουν την πυρπολημένη νύχτα

[Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι του πρωί, σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα, και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού. Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ’ναι σα χόρτα στην άκρη του ποταμού. Για του λόγου το αληθές…]

Η κραυγή σαν παγώνι (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΡΟΣΣΙΑ)
Είναι κάτι σπίτια τριανταφυλλιά ή ώχρα. Στο διάστημα μεσημεριανού ύπνου κάτω από πέταγμα μέλισσας. Κι η κραυγή του παγωνιού μες στους εγκαταλειμμένους κήπους κοντά στην ταραχή μας. Αυτή η επίκληση που γδέρνει.



λαχανιασμένοι
ήχοι φτερών
λαθραίοι
τα τζιτζίκια οι ακρίδες
τ’ αλογάκια της Παναγιάς
σε κάθε βήμα
σαλεύουν μες στα χόρτα
λίγα ξερά τριξίματα
πιο πέρα από μένα

Η κραυγή του παγωνιού. Παρά την αλαζονεία της φτερωσιάς του πλουμισμένη με μάτια. Ηχώ μαρμάρινης κουπαστής κι από γέρικες φοινικιές κοντά στα κιόσκια. Η βραχνή σπαρακτική φωνή. Σπαράζει. Νιώστε τ’ αδιάφορα σπλάχνα που ακόμα αφήνουν ίχνη νεογέννητων. Πόσοι πόσοι

ο ήλιος χοντρόχειλο δαχτυλίδι της φωτιάς
και από όλα τα χρώματά της
και από όλα τ’ αρώματά της
που ταράζουν τις μαγνιόλιες
άσπρες τόσο
σαρκωμένες σαν τα σκουλήκια κάτω από την πέτρα
η φωτιά ζεστή κι ακτινωτή
που δεν περιορίζεται στο έλεος αυτή
ασκεί το φως
καλπάζει μες τα όλα
ζέμπρα αφρισμένη
πηδάει φλόγα απ’ το βράχο
κοπανάει τεράστιες σκηνές
ξεσκίζει τη νύχτα
για να την κάνει μέρα
ναι ζούμε μιαν εικόνα
κι η εικόνα είναι πυρπολημένη

λαοί και σημεία και αριθμοί για να γράψουμε ΕΔΩ μια φορά παρόντες. Η κραυγή του παγωνιού είναι πεταλούδα με ωραία βαριά φτερά που το χρώμα τους είναι πάντα διαπεραστικό. Η πεταλούδα με πληγώνει με γαλάζιες αποχρώσεις διάστικτες από άγχος. Κραύγαζε παγώνι όταν τα παράδοξα όπως οι πόλεμοι όπως οι κυκλώνες

μόλις το τριαντάφυλλο βρήκε θέση
κοντά στους ψιθύρους μας
ονομάστηκε κόκκινο-βελουδί – μαύρο
(και με πολύ χαμηλή φωνή πυρετωδώς)
ω η ευπαθής σκιά των πετάλων
ο μίσχος τόσο μελαχρινός από λεπτότητες
τα’ αγκάθια με σουβλερές ανταύγειες
καμιά πεποίθηση αβυσσαλέα
ούτε η αμφιβολία
θα το ’λέγαν μ’ άλλο όνομα
το κόκκινο-βελούδο-μαύρο
κοντά στη χλωμή ανάσα του τζαμιού

θ’ ανασταίνανε τους νεκρούς αν δεν ήμασταν πια αρκετά ζωντανοί για θανάτωση. Κραύγαζε για μας εσύ που πεθαίνεις δίχως λόγια. Είναι στα νοσοκομεία άρρωστοι που αδειάζουνε περισσότερο από ’να μεγάλο ασκό κραυγές και τους φέρνουνε κι άλλους ακόμα – τρεις τέσσερις έξι ασκούς οξυγόνο για τις κατάρες. Μα τίποτε δεν φτάνει πια. Οι ταραχές μας σέρνονται πιο εδώ απ’ το ξημέρωμα

μεσημέρι
στη σκιά μιας καλαμένιας ψάθας
το κοριτσάκι μου καθισμένο
εξετάζει τις πανάδες
πάνω στα γόνατά της
και το πέταγμα της πεταλούδας
τι ξανθό που είναι
το πέταγμα του κάνθαρου είναι μελανί
βρίσκει παντού
ακόμα και μες το λαιμό των παιδιών
όταν ένα σκίρτημα λύπης κατακλυσμαίας
αφανίζει τη νύχτα
το πρωί τα σεντόνια τα υγρά μαλλιά
έχουν αυτή τη μυρωδιά του ελαιώνα

αγκαλιασμένο με νύχτες. Μέρες ακροβάτισσες πετάνε στους δρόμους από μπαλκόνι σε παράθυρο. Τα βράδια ξέπλεκα περιμένουν περιμένουν με φιλιά που στεγνώνουνε μες στα χνούδια όλο ρίγη. Η κραυγή του παγωνιού χάμουρο όλων των ταλαντεύσεων. Να εισδύει κανείς σ’ ένα δωμάτιο πιο σκοτεινό κι απ’ τα σωθικά όπου δυο γυναίκες τυφλές πλένουν και μπαλώνουν τ’ ασπρόρουχά τους άσπιλες από όραση. Αν ποτέ υπήρξε ένας νούντσιος ανησυχίας με καλέσματα πράσινα ή μαβιά είναι η κραυγή σου παγώνι.

το φεγγάρι ήρθε να μου χαϊδέψει
τα λόγια σου μες τη ρεματιά
χαμογελάς το κύμα των άσπρων χαλικιών
για να θαμπώσεις τα σκόρπια βλέμματα μου
τα βλέμματά μου τα νοτισμένα
που γλεντούνε μες στη ζωηράδα του ανέμου
και η βροχή
τσιτώνει το καλοκαιρινό μου δέρμα
καταπίνω τα χαμόγελά σου
μετρώντας μία-μία
τις βαριές σταγόνες γιορτής
που πέφτουνε
στη γλιστερή γη τη χλιαρή

Είν’ ακόμα η κραυγή στου άρπα αιολική που δονείται με τις φρίκες της μάχης και του καυτερού και ηλιοκαμένου αρσενικού η κραυγή σου είναι το άσμα κογκολέζας μάγισσας είναι το πολύ μικρό μωρό και τα τέλεια χέρια του. κραύγαζε παγώνι ακούω τον έρωτα μέσα μου όπως παιδί ξεχνιόμουνα με τον ήχο του μεγάλου κοκκινωπού κοχυλιού. Εκείνος ο δρόμος που φέρνει στην ακτή και στις αποδημίες μου εκείνα τα οικόπεδα έπειτα όλοι

απόψε εδώ στο Παρίσι είναι τόσο πολύ
καλοκαίρι έντεκα η ώρα το βράδυ
τόσο
που η Αθήνα βουίζει και χτυπάει στα μηνίγγια μου
με φλιτζάνια και κουτάλια και ποτήρια
ωχ αυτό το κουδούνισμα της ζέστης μες στα καφενεία
τ’ ακράτητο γέλιο του μπάτη
τινάζει τους ηλεκτρικούς γλόμπους
τις βελόνες των πεύκων τινάζει
αυτός ο τζιτζικο-ζηλεμένος
που τραγουδάει με κύματα καυτερά
χτυπάει την Αθήνα πάνω στα μηνίγγια μου

εκεί πέρα ν’ αρθρώνουν ΜΕΡΑΚΙ θα με οδηγήσεις αυτού ένα πρωινό ίσως και να φιλήσω τη ρυτιδωμένη και σκονισμένη άσφαλτο στο πλησίασμα της πόλης. θερμοκρασία μιας κραυγής. Όμως μονάχα για τα εγώ εγώ εγώ των υποεξαιρετικών φόβων μονάχα γι’ αυτούς παγώνι έχεις ένα απ’ τα κύμβαλά σου που χτυπάς πάνω στη λέξη αιωνιότητα. Υψώστε λοιπόν αμολήστε αυτά τα σάβανα που εκτελούμε μαθηματικά αντικείμενα ανθήρες του θανάτου κάλυκες της

φθορά
τα κοτσάνια
όταν πέφτουν μαλακά
από ένα δένδρο ή μια γραφή
για ν’ αγγίξουνε τον κισσό που σέρνεται
το κισσό τόσο πράσινο σα να μαυρίζει
σκισμένο
το λαμπερό φύλλο
φαγωμένο από τις κάμπιες και τους γυμνοσάλιαγκες
μες στη σκιά του δάσους
και ξαπλώναμε ανάσκελα
στα ξέφτια της ημέρας
και τη μυρωδιά της υγρασίας
πάνω στον κισσό και τα κλαδάκια
και στα μικρά σκληρά κοτσάνια
απαράλλαχτα
με εκείνα του Α ή του Χ εδώ

ανυπαρξίας σαν την προαιώνια μνήμη την ηλεκτρονική και τα πλακίδια του βασιλέα Ασσουθμπανιπάλ. Θ’ αποκτήσω τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια θα τα ονομάσω όλα Σερεϊβάζ. Για να ξέρουν να ερεθίζουν το θάνατο και άλλα παρόμοια με βλεφαρισμούς πολύ πολύ ζωηρούς. Πιο δυνατά Παγώνι πιο ΔΥΝΑΤΑ μόνο το τίποτε είναι αμετάβλητο αφού υπάρχει και κραυγή που σκοτώνει.

«Άκου αν βρέχει»
χύνεται μες στο Σηκουάνα
με τις σταγόνες σου λεγεώνες
πολλαπλές ως τη φρίκη
όπου ένας αριθμός από
εκατόν είκοσι τρία πεντάκις εκατομμύρια
123.000.000.000.000.000.000 σταγόνες
είναι το καταποντισμένο και παράλογο άχυρο
παιχνίδι των ίδιων σταγόνων της σκέψης
μα ποτέ αρκετά φανερές
για να τις ρουφήξουμε μία μία
για να καθρεφτίσουνε μες στη διαύγεια τους
το σάλο του κόσμου
πρώτα από κείνες τις ξαφνικές ακινησίες
πώς μα πώς
να μη συναντηθούμε
ισχνή γραμμή
πάνω σ’ ένα χάρτη με τα περίχωρα
ξαναδιαβάζω το όνομά σου
«Άκου αν βρέχει»

Πόσοι χώροι και χρόνια
με αντικείμενα
με ορέξεις
και με δάση με άγριες βιολέτες
εσύ αγγίζεις με τη ζωγραφική τα όρια
που χρωματίζουν τα πράματα και τα ονόματά τους
και τους σπαραγμούς τους μια αχτίδα
είναι η ριπή της ορμής σου με τον ρυθμό και τον
σφυγμό και τη βραχνή φωνή του έρωτα που κρατιέται
κάποτε ψηλά και κάποτε χαμηλά πάνω σε γκάμες έξω
από κάθε γραφή είμαι πάντα μαζί σου.

[επιλογές λέξεων από τη συγκεντρωτική συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ της Μάτση Χατζηλαζάρου, όπου τα λουλούδια των δένδρων είναι τα πουλιά, το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού. Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου κι Ποίησή μας η Ζωή.]

Νίκος Καρούζος, Να θυμηθώ πώς είναι το σκοτάδι για να γεννηθεί το φως

$
0
0

Χείμαρρος από γυναίκες να λένε την έρημη δροσιά σε χλοερά λιοντάρια κι η μοναξιά μου στην αιθάλη. Όχι λοιπόν ο έρωτας που καίει τα σωθικά και φέρνει ομορφιά στις ώρες αλλά η αδάμαστη ορμή που αλλάζει σε φέγγος ένα σώμα.

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

Υλοτόμος της θεότητας ο χρόνος (από τη συλλογή ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964)
ΩΣ ΛΥΠΟΥΜΕΝΟΙ ΑΕΙ ΔΕ ΧΑΙΡΟΝΤΕΣ
Βλέπω την έρμη θάλασσα και λείπουν οι μνηστήρες
ασάλευτη καθώς ο διαυγής Διόνυσος ή το μεγάλο διανόημα.
Είναι νύχτα και λείπουν οι αγέρηδες
πώς έφυγαν οι ουράνιοι και χώθηαν στη γη
σαν τα ζούδια ταπεινωμένοι.
Θα ’λεγα βλέπω το πρωί της εκστάσεως ή μεσημέρι από σελήνη
κι η τρεχαντήρα με πανιά σαν αγιασμός στα μάτια.


ΕΝΑΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Μουσική που ορμάς απάνω στο θηρίο της αγάπης
με γαλάζιο κόπο και τον ατίμητο Μάιο
νίκησε πάλι τους κεραυνούς
αντίκρυ στο όνομα της νύχτας
όπου η λάμψη γίνεται σκληρή ελεημοσύνη
τις κουρούνες που φτερουγάνε μαύρα πετάγματα στους τάφους.
Εκεί παγώνει βαθιά σε κάθε λάκκο κι ένα θηκάρι
με την ψυχή ξιφουλκημένη σε τρεις λάμψεις
και τη μεγάλη βυσσινιά σαν αερόστατο.
Δένδρο καλό πώς πέταξες αρρίζωτο στα ύψη
σα δείπνος των πράσινων φύλλων
όμορφο δένδρο που κάρπισες αληθινά παγόνια.
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΑΡΑ ΣΤΗ ΘΛΙΨΗ
Φύλλωμα σαν από διαμάντι χείμαρρος από γυναίκες
να λένε την έρημη δροσιά σε χλοερά λιοντάρια
τι όμορφο που ήτανε το όνειρο στα θρύψαλα του Απριλίου
νύχτα και η μοναξιά μου στην αιθάλη.
Τώρα δεν έχω τη Μαρία με τους αθώους υετούς
στο στήθος της
ούτε θα λάμψει πάλι η πρώτη νεότητα στον ύπνο της φωνής.
Θεέ μου να ’παιρνα το ραβδί και λαμπερός ν’ ανηφορίσω
να θυμηθώ πως είναι το σκοτάδι για να γεννηθεί το φως
με λέαινες ενάντιες των άστρων.
Όχι λοιπόν η χαραυγή που βλέπουμε, όχι το γαλανό μας κράτος
αλλά βαθιά τα σήμαντρα βοερών Παραδείσων
όπου μονάχη τέρπεται η αηδών και τέρπει τους αποθαμένους.
Όχι λοιπόν ο έρωτας που καίει τα σωθικά και φέρνει ομορφιά στις ώρες.
Εδώ περιμένω την αδάμαστη ορμή
που αλλάζει σε φέγγος ένα σώμα.

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

Ιωάννης Ν. Κυριαζής, ΕΡΩΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ! «Θα σε ξαναδώ στην Ανάσταση», λοιπόν…

$
0
0

ΗΛΙ, ΗΛΙ λαμά σαβαχθανί, Θεό δεν έχουν οι ουρανοί; Τρεις μέρες μόνον άντεξε του Τάφου το σκοτάδι, μα μια ζωή εγώ χωρίς δικό σου χάδι (αντί ευχών επίκαιρα αποσπάσματα από την ΠΑΡΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑΦΙΟΥ του Ιωάννη Κυριαζή – Εκδόσεις ΚΟΝΙΔΑΡΗ )

 [Έμεινα ακίνητος να κοιτώ. Τότε κατάλαβα: ήμουν εγώ μέσα στον Τάφο! Και θαμμένη μέσα μου εσύ… Κι εκατοντάδες Χριστοί με συνόδευαν. Στο δικό μας Ερωτάφιο. Σ’ αυτή τη μοναδική ΠΑΡΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑΦΙΟΥ. Μία μικρή Παρασκευή που το κερί σου χύνει από ηδονή το δάκρυ του στα δάχτυλά σου… Κλείνεις μες την παλάμη σου το τρέμουλο της φλόγας μα εγώ στο φόρεμα κοιτώ το φέγγισμα της ρώγας…]


(τρίτο) ΕΓΚΩΜΙΟ
Ω, στέμμα του Απρίλη, Ερωτοκράτορ Έαρ,
Βασίλειο των δακρύων…
μέσα στην τόση δίνη της ομορφιάς οδύνη
πόση μπορώ ν’ αντέξω;
Ω, μύρο μου χυμένο, χαμένο χελιδόνι,
πώς Άνοιξη θα φέρεις;
Ουρανοθαλασσάκι μου και Ηλιοφεγγαράτη,
φιληδοφωλιά μου!..
Γυμνή σε είδα μόνο σε ουρανοκαταρράκτες
να πνίγεσαι γαλήνια.
Το χέρι μου σου απλώνω, μα ο βυθός του ύπνου
σε καταπίνει πάντα…
Πού φως τώρα να χύσεις και ποιου ουράνιου θόλου
να σε φθονούν τ’ αστέρια;…

Σκαμνί έχω το παρόν μου, σκαμνί το παρελθόν μου
και για κλαδί το μέλλον.
Χρόνε, ψυχρέ προδότη, Ιούδα Ισκαριώτη,
να σε κρεμάσω θέλω!
Σ’ ό,τι κι αν αγαπήσω, μαθαίνεις πώς να δώσει
φιλί της προδοσίας.
Μα όμως δεν σ’ αντέχει ούτε κι αυτό – για σκέψου!
και σπάει το σκοινί μου.
Ερωτοκτόνε Χρόνε, ως πότε θα διαβάζω το Δυσαγγέλιο σου;…


(κι απ’ το τρίτο) ΠΕΖΟ λίγες λέξεις  
Το περιβραχιόνιο του πένθους άρχισε να σφίγγει περισσότερο το μπράτσο της Μεγάλης Παρασκευής.
Αισθάνομαι ξένος μέσα στο πλήθος
Κουνώ μηχανικά τα πόδια, για να μην με ποδοπατήσουν.
Ο Σταυρός μπροστά γέρνει λίγο αριστερά –σαν να συγχώρεσε τον αμαρτωλό ληστή.
Το κερί μου από αιώνες σβηστό.
Φυσάει ένα αεράκι κι αναρριγούν τα άνθη του Επιταφίου, λες και σαλεύει από κάτω του ο νεκρός.
Μία στιγμή μου φάνηκε να περπατά δίπλα μου αναστημένος, με μια φλόγα στο χέρι. Τα ρούχα Του λευκά, όπως κι όλων των άλλων. Το πρόσωπό Του καθησυχαστικό. Μου χαμογέλασε: «Θα σε ξαναδώ στην Ανάστασή σου»,μου είπε και προχώρησε βιαστικά μαζί με τους άλλους….

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΜΕΓΑΛΗ, ΠΑΣΧΑ, αγκαλιασμένοι οι πιστοί κι όλοι ψάλλουν ΕΡΩΣ ΑΝΕΣΤΗ ΕΚ ΝΕΚΡΩΝ: Μέσα στο γλυκασμό του πένθους περνάς από μπροστά μου και ρουφώ το μαύρο οξυγόνο των μαλλιών σου. Γονατίζω, να μη δω τα μάτια που με αποκαθήλωσαν. Με σηκώνεις σαν το Λάζαρο απ’ τον Τάφο, κουρασμένο απ’ τις τόσες αναστάσεις του. Σήμερον κρεμάται επί του στήθους σου ο Εσταυρωμένος στο αλυσιδάκι του. Το κερί σου χύνει από ηδονή το δάκρυ του στα δάχτυλά σου. Φυσάει και σκορπούν τα λουλούδια του φουστανιού σου… φυσάει και πετούμε αγκαλιασμένοι πιο ψηλά κι απ’ τα αστέρια που ’γίναν φλόγες, πιο ψηλά κι απ’ το Θεό που δεν πίστευε το θαύμα… Μα ο αέρας ξάφνου σταματά, τ’ αστέρια ξανακαρφώνονται στη θέση τους, οι καμπάνες πάλι πένθιμα ηχούν, ο νεκρός επιστρέφει στο Μεγαλοβδόμαδό Του και οι δυο πέφτοντας από ψηλά –Θεέ μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες;… ακούμε ν’ αντηχεί σ’ όλη τη Γη το «Τετέλεσται».

εκτεταμένα αποσπάσματα από την ΠΑΡΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑΦΙΟΥ του Ιωάννη Κυριαζή με κλίκ στον παρακάτω σύνδεσμο

Μίλτος Σαχτούρης, Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες

$
0
0

Πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά δίχως μια χαραμάδα φως; Μία-μία ανοίγουν τα φτερά τους οι σκυθρωπές χαρές ενός χαμένου κόσμου

[Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]

Ο ΣΩΤΗΡΑΣ (από την ποιητική συλλογή Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945)
Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δωμάτια αυτά τ’ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι

Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη

Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ’ το βούρκο πάλι και τ’ άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου

Όχι όχι τελείωσε δεν υπάρχει σωτηρία

Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυγχώρητη λησμονιά

Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κοπήκαν
την ώρα που μετρούσαν την αγωνία τους


ΤΡΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (από την ποιητική συλλογή Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945)
ΠΡΩΤΟ ΔΑΚΡΥ
Σ’ αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα
σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια
από τις πόρτες τρεις άνδρες μπήκανε χαρούμενοι
πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
απ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά
μιλούνε –φίλοι μου – σαν άνθρωποι
κι έπειτα ήσυχα-ήσυχα πεθαίνουν
τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά
και μία-μία ανοίγουν τα φτερά
οι σκυθρωπές μορφές
ενός χαμένου κόσμου

ΔΕΥΤΕΡΟ  ΔΑΚΡΥ
Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου
απλώνω το χέρι ξεριζώνω
τα δένδρα και τους θάμνους του
τους στύλους τους ηλεκτρικούς
αυτά τα πονεμένα δόντια
μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής

Πάνω που τρέχουν πρόβατα πονηρά
είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα;
μα αυτά εδώ πέρα πόνεσαν πολύ
κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα

Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα
χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους
απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν
Σήμερα κοιτάξτε καλά αυτό το βουνό
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού
γιατί αύριο θα στεγνώσει

Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα

ΤΡΙΤΟ  ΔΑΚΡΥ
Μπρος μου ψηλά σ’ αυτό το βουνό
ένας λευκός άνθρωπος κόβει μαργαρίτες
σωριάζει πέτρες μέσα σ’ αυτό το σάκο του θεού
κάπου-κάπου γυρίζει και με βλέπει λυπημένος
μου ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί το δρόμο του

Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες
αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό]

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ –(α)συνέχεια στο ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ

$
0
0

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΩΜΟΣΙΑΣ: με τα φρένα σπασμένα

Όπως τότε που, σε μια αγχωτική ευθεία επάνω, πανικοβλήθηκα και αντί για γλυκό φρενάκι και φλας δεξιά πήγα και κόλλησα το πόδι μου στο γκάζι. Αποτέλεσμα; Τρία δόντια, ένα γόνατο και ενάμισι πλευρό. Τι λες κι εσύ, γιατρέ μου; Θα τη βγάλω τόσο φτηνά και μετά τις εκλογές;
Να, όλο κάτι τέτοια φιλοσοφικά ερωτήματα μου περνάνε από το μυαλό, όσο πλησιάζει η ημέρα και μειώνεται η απόσταση μεταξύ εμού και της κολόνας της ΔΕΗ.

Κι αν τα έχουμε υπολογίσει λάθος; Αν τα φέρει έτσι η κατάρα και τελικά υπάρχει μετά θάνατον ζωή; Πώς θα τα περνάμε τότε;


Θα μιλάμε άραγε με τους φίλους μας στο φέισμπουκ και στο τηλέφωνο; Θα διαβάζουμε βιβλία; Θα οργανώνουμε καμιά απόδραση, καμιά εκδρομή, κάνα θέατρο, κάνα σινεμαδάκι; Θα ανεβάζουμε τα μάλλινα και θα κατεβάζουμε τα καλοκαιρινά; Θα έχουν κανένα νόημα οι προσωπικές ρήξεις ή τζάμπα ο κόπος; Θα ξαναδώ άραγε την Αστυπάλαια, κι αν τη δω, τι θα της πω; Τι σημάδια του κορμιού θα της δώσω να με αναγνωρίσει - έτσι όπως κατάντησα -, ότι είμαι εγώ η περσινή και η προπέρσινη; Θα με κλωσσήσει όπως άλλοτε ή θα με πιάσει με το ράμφος της και θα με πετάξει πέρα, όπως κάνει η κότα στο τζούφιο αυγό;
Η πόλη, πώς θα είναι η πόλη; Η συντηρητική μου διαδρομή σπίτι - δουλειά, δουλειά - σπίτι θα είναι το ίδιο ανακουφιστικά βαρετή και προβλέψιμη ή θα 'χει γίνει σαν την κολόνα της ΔΕΗ που σας περιέγραψα παραπάνω; Φυγή προς τα μπρος, σου λέει ο άλλος…

Πηγή: Ρούλα Γεωργακοπούλου ΤΑ ΝΕΑΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 28-04-2012

Μασαλάχ… οι αναρτήσεις της ΑΛΧΗΜΕΙΑΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ (το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω)

Τάσος Λειβαδίτης, Οι Σάλπιγγες της Αποκαλύψεως: συχνά ερχόταν μια γυναίκα στην κάμαρά μου

$
0
0

Συχνά ερχόταν μια γυναίκα στην κάμαρά μου, ύστερα γράφαμε σ’ ένα χαρτί το όνομά μας και το πετούσαμε απ’ το παράθυρο στο δρόμο! Και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο δρόμο μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος

[Ξημέρωνε, άλλωστε – ώρα που η λάμπα φωτίζει ανυπόφορα σαν μια γελοία παρέμβαση ή σαν τη γλύκα της δυστυχίας που είναι παραπάνω από μια ζωή… Ακόμα και η ζωή μου αποχτά σημασία όταν τη διηγούμαι σε κάποιον. Ιδού…]

Οι σάλπιγγες της αποκαλύψεως: ίσως ήταν η ώρα που περνούσε η φήμη


Κάποτε θα καταστρέψω όλα αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω στο τραπέζι μου ο διάβολος και που τα οικειοποιήθηκα χωρίς ντροπή – και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο δρόμο, μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος
κι αν συνεχίζω να ζω είναι γιατί δε θέλω να λησμονήσω ή βγαίνω μ’ ένα τσεκούρι στην πόρτα προς δόξαν του αιώνα μου – σχεδόν ερχόταν μια γυναίκα στην κάμαρά μου, όλα κρατούσαν λίγο σαν την αθωότητα, ύστερα γράφαμε σ’ ένα χαρτί το όνομά μας και το πετούσαμε από το παράθυρό μας (ίσως ήταν η ώρα που περνούσε η φήμη)
Τώρα η γυναίκα θα ’χει γεράσει σαν τη μητέρα ή το θωρηκτό Ποτέμκιν, στις γωνίες οι μέθυσοι με τις μπουκάλες στο στόμα σαν τις σάλπιγγες της Αποκαλύψεως και το χιόνι που πέφτει αόρυβα απ’ το πρωί σαν κάποιος να τινάζει το σπόγγο του παλιού σχολείου…
Κι φίλος μου ο Ιγνάτιος ερχόταν σε ώρες ακατάστατες, φτωχός αλλά παροιμιώδης, συνήθως αντί μικράς αμοιβής παρίστανε το νεκρό σε κάποιο πλανόδιο θίασο – εκείνο το βράδυ μόλις είχαμε βγει από ένα μπαρ, «πίνεις σαν άγγελος» του λέω, «πώς το ’μαθες;» έκανε ξαφνιασμένος, γέλασα, «ξέρω ακόμα περισσότερα», του λέω, «όπως λόγου χάρη: πόσους θυρωρούς έχει η Κόλαση και πόσες πουτάνες το Νοβοροζίνσκι», πίναμε όλη νύχτα, «ακούς αυτή την υπέροχη μουσική;» μου λέει. «Εγώ καταστρέφω τη ζωή μου»

Λοιπόν, ποιος ήταν ο Ιγνάτιος; αλλά και ποιος δε σφάλλει ή ποιος δε λύγισε με τα χρόνια. Κι αλήθεια, τι γνωρίζουμε για τον εαυτό μας;Ζούμε στην τύχη και στον κίνδυνο (;), ή κάθε μέρα μας φθείρει, έτσι που σε λίγο κάτω απ’ το όνομά μας δε θα’ ναι κανείς (και μόνον η ανωνυμία μας διατηρεί μακριά από μύθους ή λεηλασίες)-όμως σήμερα ξύπνησα μ’ έναν προορισμόωραιότερο,κι αυτή η γυναίκα στο πάρκο τόσο θλιμμένη που την ακολουθούσαν οι Εποχές και πιο πίσω έρχονταν σαν μικρές φτερούγες τα χειρόγραφα των ποιητών που πέθαναν νωρίς, πριν έρθει η δόξα κι εγώ έπρεπε να παραδεχτώ την ενοχή μου για να σώσω ίσως κάτι περισσότερο από μένα, γι’ αυτό κιόλας με βλέπετε εδώ στη γωνιά του δρόμου, έτοιμο κάθε στιγμή να σας εξυπηρετήσω-
Ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά…

Θυμάσαι; Ο πατέρας σου ήταν νεκρός στο φέρετρο – εσύ κάτι έψαχνες και μπήκες σε μιαν άλλη κάμαρα, μονάχη, σ’ ακολούθησα, απ’ το ανοιχτό παράθυρο ερχόταν η ευωδιά του κήπου (ω θα ’μαστε νεκροί κι η άνοιξη θα ’ρχεται πάλι και πάλι) = σε πλησίασα, με κοίταξες στα μάτια και τότε σε φίλησα για όλα τα χρόνια που θα περάσουν, για όλες τις ελπίδες που θα χαθούν, σε φίλησα και σε κράτησα πάνω μου–κι όπως πριν λίγο είχες αγκαλιάσει ν’ αποχαιρετήσεις το νεκρό, τα μαλλιά σου μύριζαν
αιωνιότητα….

Κι ύστερα μια νύχτα συνάντησα τον πεθαμένο αδελφό μου, καθόταν σε μια γωνιά κι έκλαιγε, «τι έχεις» του λέω, «γιατί δεν ξανάρθε ο κύριος Μαρίνος στο σπίτι;» μου λέει, ήταν ένα παλιός δάσκαλος του βιολιού με μια αστεία ρεντιγκότα, «δεν είχαμε να τον πληρώσουμε, αγόρι μου» του λέω, «ξεπέσαμε», τότε σαν να θύμωσε, άρπαξε με τα δυο του χέρια το λεωφορείο και το σήκωσε ψηλά, «κοίτα τι μπορεί ένας άνθρωπος» σκέφτηκα με θαυμασμό, τέλος, καθώς γύριζα άρχισε να βρέχει, «γι’ αυτό σταυρώθηκε ο Χριστός» είπα μέσα μου κι έκανα το σταυρό μου.

Όσο για τις νοσοκόμες καθάριζαν μ’ επιμέλεια τους θαλάμους, όμως εγώ ήμουν πάντα λυπημένος, «σκότωσα την αιωνιότητα, γιατρέ» έλεγα, ο γιατρός γελούσε, «δε γίνονται τέτοια πράγματα» έλεγε, «γίνονται γιατρέ» του λέω και του διηγήθηκα τις δυστυχίες της θείας μου, τη λέγανε Ευδοκία, τελικά ψάλαμε όλοι μαζί το ‘εν ανθρώποις ευδοκία» - από τότε αγαπώ τις μέρες του χειμώνα που είναι σύντομες ή μεταμορφώνομαι σε ήρωα (για να αποφύγω τους πραγματικούς κινδύνους) έτσι και πίσω απ’ τις πιο ακόλαστες πράξεις μας κρύβεται το μίσος για τον εαυτό μας, τι μας έφταιξε; κανείς δεν θα το μάθει,
α, φίλοι μου, ζούμε σ’ ένα όνειρο που δε θα επαληθευτεί παρά μονάχα μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ’ άστρα έχουν πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πουν, κι ο δολοφόνος σηκώνει συνήθως το χέρι του
όπως μια γυναίκα το μαραμένο μαστό της.

Τελικά κανείς δεν έβλεπε ακόμα την τρομερή προειδοποίηση, νυχτερίδες κούρνιαζαν πάνω στο νιπτήρα, οι λειχήνες έτρωγαν σιγά σιγά τους τοίχους και μόνον η Δωροθέα δινόταν μ΄ ευψυχία στους περαστικούς — ο πιο αξιολύπητος όμως ήταν ο τρίτος, «γιατί με κυνηγούν;» ρώτησε, «κι όμως εγώ αγρυπνούσα» ξανάπε σαν να ’ταν αυτό ένα άλλοθι, γιατί υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου κι επειδή είμαι προνοητικός, τα βράδια τακτοποιώ τις λέξεις με τ’ άλλα φαντάσματα— κι άξαφνα το ρολόι σταμάτησε, εγώ βρισκόμουν στο υπόγειο, «γιατί κατέβηκα εδώ;» είπα σιγανά.
Αλλά δεν ήταν κανείς ν’ απαντήσει…

Μασαλάχ… οι αναρτήσεις της ΑΛΧΗΜΕΙΑΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ (το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω)

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗ Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ –(α)συνέχεια στο ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ

$
0
0

Μαρία Τσιράκου, Ποιος έμεινε πίσω να πει την τελευταία λέξη σε blogsκαι τοίχους;


Δεν έχω στοιχεία άλλα υποθέσεις κάνω και εγώ που άφησα πίσω μου εσένα  έτσι από υποχρέωση ή από ανάγκη. Όλα ξεκίνησαν όταν τελείωσε η μοναξιά: προσποιήθηκα οργασμό, προσποιήθηκες έρωτα! Υπόγεια σύγκρουση ο χρόνος κυλά μαζί με τα νεκρά κύτταρα του σώματος!


Της πλάτης σώμα
Ψιθυριστά τα μιλημένα μην ακουστεί η εύνοια,
σου λέω,
διχάζει τη φωνή μας η εξάρτηση.

Μεσάζοντες στο σήμερα
μηνύματα σύντομα, σε μπλογκ και τοίχους,
οι αρετές μη εφαρμόσιμες,
ψιθυριστά.

Πώς το ελάχιστο να γίνεται πολύ, δεν το εννόησα.
Υλικά αναλώσιμα, φορές ανανεώσιμα
σαν την ευθύνη.

Άλλο δεν έμεινε σου λέω.

Σπάζω τη μέση, άκρες να βρω.
Να ακουστεί και το πολύ,
χωρίς τις έννοιες με ψιθύρους να διχάζω.

Ρυθμός το μέσα μου.

Αντίλαλος
Σε χαράδρα τα χνάρια μου…
Για τους ανθρώπους που δεν περπάτησαν.
… Σκέψεις απλωμένες στην ενάργεια της προσωπικής αναζήτησης…
Σφάλμα αποστολής.
… Πόσο διαρκείς;…
Περαστικός συναγερμός η τόση αναγκαιότητα της επαφής.
… Χρόνος καρφιτσωμένος στο μετέωρο βηματισμό της ύπαρξης…
Την εξαίρεσή σου βιώνεις.
… Τυγχάνω εκφραστής του προαιώνιου λάθους.
Εις τους αιώνας των αιώνων εγώ και, ίσως, εσύ.
Ηχώ…
Μία διάρκεια τόπου
σε χρόνο δεδομένο,
η ένωση.

Σκηνή εξόδου
Με θέα στο ανάθεμα
ξεπλένω τα υπολείμματα της νύχτας.
Σκηνή εξόδου.
Προσποιήθηκα οργασμό
προσποιήθηκες έρωτα.
Υπόγεια σύγκρουση ο χρόνος
κυλά μαζί με τα νεκρά κύτταρα
του σώματος.
Μήνες παλέψαμε
με την ατιμωρησία των στιγμών
με την ιδέα της αφής
να στοιχειώνει
το περίγραμμα της ελιάς σου
το περίγραμμα της γάμπας μου
το περίγραμμα της ζωής μας.
Μία περιφορά σαρκίου
μολυσμένου από εξάρτηση
η επιθυμία μου
και την αρνήθηκες (σαν αμαρτία).
Μία λιτάνευση κραυγής
στο νύχτωμα
ο φόβος σου
και τον προσκύνησα (σαν αμαρτία).
Σκηνή εξόδου.
Το πιο μεγάλο ψέμα
το είπες στον εαυτό σου.

Εμμονικό Δίκαιο
Κάναμε έρωτα
πάνω στις παρτιτούρες
όλη νύχτα,
νύχτα όλοι
_εμμονικό δίκαιο_
ακουμπούσα τα λευκά
ακουμπούσες τα μαύρα
φάλτσο νύχτα
κόντρα ζωή
πάνω στα πλήκτρα μας
σε ένα υπόλοιπο κουρασμένης αφής
_εμμονικό δίκαιο_
γέρνω και αφήνω τη ναυτία του στομάχου μου
το εσωτερικό μου κατακλύζει τη θορυβώδη εξασθένιση της ζωής σου
πόση απουσία
_κρεσέντο_
προτίμησες να στροβιλίζεσαι
κι
ʼας ήξερες
φάλτσο στα πλήκτρα μας
να κάνεις
ξημέρωσα πό
θο
νύχτωσες φυγή
εμμονικό δίκαιο
στις παρτιτούρες
στα λευκά
στα μαύρα
ύφεση_ δίεση, εσύ.
Φώναξα δίκαιο την ώρα που χυνόμουν.

Η Μαρία Τσιράκου γράφει ποίηση και ασχολείται με τη φωτογραφία. Ποιήματα και φωτογραφίες της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά. Τον Απρίλιο του 2010 κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Εν Πορεία…» από τις εκδόσεις Πικραμένος

Μασαλάχ… οι αναρτήσεις της ΑΛΧΗΜΕΙΑΣ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ (το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω)


Λειβαδίτης Τάσος, Σύμβολο Πίστεως στον Παντοκράτορα Άνθρωπο Ποιητή

$
0
0

Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες και να διαβάζω τον ουρανό, τα χείλη μου είναι βαριά απ’ την κερήθρα των άστρων και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στην άγνωστη βασιλεία των ουρανών, πατέρας παντοκράτωρ, ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε πάντων και αοράτων…

Ο χρόνος έγινε για να κυλάει, οι έρωτες για να τελειώνουν, η ζωή για να πηγαίνει στο διάολο κι ο Ποιητής για να διασχίζει το Άπειρο με το μεγάλο διασκελισμό κάποιου που τα διψάει όλα από Έρωτα και θα τα προφτάσει στο Ποίημα με τις Λέξεις της αυριανής μας τρυφερότητας

Σύμβολο της Πίστεως
Πιστεύω σε κείνον που χτίζει, κι αγεροκρέμεται μες στον ουρανό, σαν Θεός και κατευνάζει το χάος,
πιστεύω σε κείνον που θερίζει και το δρεπάνι το κυματίζει ολόφωτο σαν τα λαγόνια της αγαπημένης μου,
πιστεύω σε κείνον που αγαπάει, όπως πιστεύω και σε κείνον που μισεί,
πιστεύω σε κείνον που αμαρτάνει και ζητάει με δάκρυα να τον συγχωρέσουν
πιστεύω και σε κείνον που αμαρτάνει και συγχωράει μοναχός τον εαυτό του και προχωράει,
πιστεύω στη μέρα που σου δίνει τα πράγματα μες στο φως
πιστεύω και στη νύχτα που σου ξαναδίνει τα πράγματα μες στην καρδιά σου,
πιστεύω στο αλάτι και στο κάρβουνο, στις μέλισσες με τα παιδιά
πιστεύω στις πολιτείες, που η βουή τους, σαν τους ραψωδούς, έξω απ’ το παραθύρι σου, τραγουδάει την οδύσσεια της καθημερινότητας,
πιστεύω και στη σιωπή, τα βράδια στους κάμπους, όταν ακούς να αναστενάζουν από γήινη ευτυχία τα καρπούζια,
πιστεύω στους ανδρείους, όπως πιστεύω και στους δειλούς,
και τρέχω με κείνον που χυμάει στην έφοδο και πέφτει μες στις σφαίρες και το θρίαμβο,
και πέφτω κι εγώ μαζί του,
και φεύγω με κείνον που λιποταχτεί και κλαίει, και που είναι από όλους περιφρονημένος – μα ζωντανός.
Και κλαίω κι εγώ μαζί του.
Η αφθονία της πίστης μου είναι ένας άλλος, έκτος, δίχως όνομα, ωκεανός, που ταξιδεύω πάνω του


χωρίς χάρτες και τιμόνια, με μόνο την καρδιά μου για οδηγό,
γιατί η αγάπη που ’χω μέσα μου μπορεί κι ένα ακυβέρνητο καράβι να το οδηγήσει στο δρόμο το σωστό,
πιστεύω στα κατώφλια, στα γυμνά ποδάρια, στους σιδερένιους γερανούς και τα πορτοκάλια,
πιστεύω και στον ανθρωπάκο, στη γωνιά του δρόμου, που βγάζει το καπέλο του και χαιρετάει ταπεινά, την ώρα που οι άλλοι τον σκουντάν και τον χλευάζουν.
Και δοξάζομαι κι εγώ μαζί του.
Πιστεύω στους μεγάλους εφευρέτες, τους ήρωες, τους ποιητές, που αλλάζουνε με μια χειρονομία τη γεωγραφία και τα πεπρωμένα
πιστεύω και στα ταπεινά βόδια που σηκώνουνε στη ράχη τους, σα δόξα, το αιώνια ανάλλαχτο κι ολοπόρφυρο δειλινό,
πιστεύω σε σας που κρατάτε ψηλά τις σημαίες και προχωράτε μες στον ενάντιο άνεμο,
πιστεύω και σε σένα που σηκώνεις σα σημαία την καρδιά σου και προχωράς μες στο ενάντιο πλήθος.
Πιστεύω στο άπειρο, μπορώ να κάθομαι ώρες να διαβάζω τον ουρανό, τα χείλη μου είναι βαριά απ’ την κερήθρα των άστρων
και συχνά έστειλα την ψυχή μου να παραθερίσει στο άγνωστο,
πιστεύω και στη γλυκιά ετούτη γη, γεμάτη μαχαιρώματα και ζεστούς γυναικείους κόρφους,
πιστεύω στο χώμα που πατάω και που με καρτερεί
κει κάτω, μες στη σκοτεινιά, όπου σαλεύουν οι ρίζες, κοιμούνται οι νεκροί και τραγουδάνε κιόλας μεθυσμένα τ’ αυριανά κρασιά,
πιστεύω και σε κείνα που δεν πιστεύω,
Αμήν.

Παντοκράτωρ
Η αναμονή φάρδαινε το χρόνο. Πριόνιζε τις ανθρώπινες μικρότητες
η λαχανιασμένη ανάσα του κόσμου. Η πόρτα του διαστημόπλοιου τρίζοντας
άνοιξε. Μα είδαμε τότε ξαφνιασμένοι
να κατεβαίνει ένας πανάρχαιος γέρος με μεγάλα γένια-σύγνεφα
κι ένα γαλάζιο φαρδύ μανδύα από ουρανό
έναν ουρανό φαγωμένο απ’ το σκώρο των άστρων
και τ’ απελπισμένα βλέμματα των φτωχών. Ήταν
ο έκπτωτος Θεός, που βγήκε σιωπηλός, και σηκώνοντας καρτερικά το βάρος
μιας ολόκληρης αιωνιότητας, προχώρησε
και μπήκε στο ανώνυμο πλήθος.

Κι εκεί
στη βασιλεία των ουρανών, πατέρας παντοκράτωρ
ποιητής ουρανού και γης, ορατών τε και αοράτων
όρθιος, πάνω σ’ ένα θρόνο από κάρβουνο και στάχυα και φλάουτα και σπασμένα ντουφέκια
έστεκε τώρα ένας ευρύστερνος, ηλιοκαμένος άντρας, με τα μεγάλα παρήγορα χέρια του ανοιγμένα
σ’ έναν πελώριο αδερφικό χαιρετισμό.

Και τ’ όνομά του ήταν
Άνθρωπος

Γρηγορία Πούλιου, Πυρακτωμένα λόγια απ’ τα σωθικά βγαλμένα κι ένας έρωτας σε μια βραδιά λαϊκής εξέγερσης

$
0
0

Ένας Αρμαγεδδών, ένας πλανητικός χαλασμός, μια πρόσκρουση ενός αστέρα με τη Γη, που θα την άνοιγε σαν καρπούζι στα δυο, χωρίς ενδοιασμό, θα τάραζε άραγε τη μακάρια γαλήνη τους και θα ’σπαγε τη μυστήρια σιωπή τους;


ΣΥΝΤΟΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Με ασκημένη γοητεία
θώπευε τα πισινά της
με το ’να του χέρι
καθώς της ξεκούμπωνε το στηθόδεσμο
με το άλλο

Και δυο ξεθηκάρωτα στιλέτα, τα στήθια της
ξεπετάχτηκαν αστράφτοντας
μες στο ασημένιο τρέμουλο της νύχτας



ΜΟΛΥΒΕΝΙΑ ΩΡΑ
Το όμορφο και αγαπημένο πρόσωπό του
αλλού στρέφει, τώρα
Γρήγορα και σκληρά τα βήματά του, απομακρύνονται
Πικρά τα χείλη
Στεγνά τα δάκρυα
Μουντά τα πρωινά
Βουβά τα βράδια

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΡΑΞΗ
Πυρακτωμένα λόγια α’ τα σωθικά βγαλμένα
Το υπόλοιπο σώμα, όλο, παραλυμένο
παγωμένο, στο χρώμα της στάχτης

Πάνω στο ράφι, η φωτογραφία του γάμου
ρουφάει όλη τη μανία κλείνοντας μέσα της
τη σαγήνη της ευτυχίας-

Μια κατσαρίδα, τώρα, πάνω της περπατάει
Το σημάδι της μοίρας έρπει προς τα κάτω

Το δωμάτιο αδειάζει
Ο αέρας λιγοστεύει
Ο καθρέφτης θαμπώνει.

ΤΟ ΚΟΡΜΙ
Το δωμάτιο ήταν τεράστιο
σπαρμένο με όργανα γυμναστικής
Είχε γραμμωμένο σώμα
και δυνατά χέρια σαν τανάλιες
Μιλούσε ασταμάτητα για τις γκόμενές του
τις δουλειές του, τα παιδιά του
Το κρεβάτι ήταν κάπως άβολο
με μπλε σεντόνια
Μου χάιδευε τα βυζιά και κάπνιζε με ηδυπάθεια
Πήγα στο μπάνιο να πλυθώ
Βγαίνοντας τον πήρα μάτι
να ποζάρει σαν Άδωνις
και να χαριεντίζεται σαν οδαλίσκη
μπρος στον καθρέφτη.

ΕΡΩΤΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΒΡΑΔΙΑ ΛΑΪΚΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ
Εκείνη τη νύχτα της αναταραχής
των πυρκαγιών και των μολότοφ
ζευγαρώσαμε παράφορα κι αυθόρμητα
μες στα χαλάσματα
γαντζωμένοι γερά ο ένας πάνω στον άλλο
σα ναυαγοί που κρατάγαμε σωσίβια
ενώ γύρω μας ούρλιαζαν οι σειρήνες
κι η βροχή μας έραινε σαν ιερέας

«Η νύχτα είναι μαγεμένη κι αυτοκτόνα» είπες
κι έκανες γονυκλισίες στους αστραγάλους μου
στα στήθια κι ακροδάχτυλά μου
Ποθητό μου λουλούδι, πολύτιμό μου κρύσταλλο
ζαφειρένιε μου. Σπαρτάρισε από αγαλλίαση το κορμί μου

Και πέφτανε τα δακρυγόνα
Φούντωναν οι φωτιές
Σφύριζαν οι σφαίρες
Κραύγασε το πλήθος
και τρέχαμε χέρι-χέρι ανάμεσα στις φλόγες
υπερπηδώντας όλα τα οδοφράγματα.


 [Πη­γή: Γρηγορία Πούλιου, Εξαμηνιαίο Περιοδικό Περιποίησης ΚΟΥΚΟΥΤΣΙ τεύχος 6, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2012] 

Νάνος Βαλαωρίτης, Με αγκαλιά το Σαίξπηρ μερικές Λέξεις-Γυναίκες στο ξεθωριασμένο καλοκαίρι από κορσέδες

$
0
0

Να χρησιμοποιείτε μόνο λέξεις κλειδιά που ανοίγουν ερμάρια ντουλάπια συρτάρια σεντούκια κουτιά γραφεία κονσόλες βιβλιοθήκες ψυχές προοπτικές που ανοίγουν ανοίγματα στους τοίχους που ανοίγουν διάπλατα πόρτες παράθυρα που ανοίγουν κλειστά μυαλά και γραμματοκιβώτια που ανοίγουν διαθήκες υποθέσεις μητρώα χρηματοκιβώτια (με οξυγόνο) και κρεβατοκάμαρες όπου κοιμάται κάποια ύπαρξη περιπόθητη με αντικλείδια…  Κι έμεινε μες στο χωράφι μόνη μια κρυφή καταπακτή που άμα την ανοίξεις βγαίνει το σκοτάδι του μυαλού που αχόρταγο καταβροχθίζει κάθε λέξη που γεννάω

Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…

Λέξεις - Γυναίκες (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982)
Να χρησιμοποιείτε μόνο λέξειςπου απειλούν παλάτια
κουτιά με κονσέρβες της μνήμης
παλιά φανταστικά καλύβια των παραμυθιών και των διηγήσεων
λέξειςπου ανοίγουνσπηλιές,
που ανοίγουνπαρακαταθήκες αιώνων κι οπωροπωλεία
τάφους και κρυψώνες
λέξειςπου με το διπλό και τρίδιπλό τους νόημα
καταπλήσσουν απελπίζουν μπερδεύουν,
μαγεύουνκαι προκαλούν την αγανάκτηση στους ανίδεους
και την απέραντη ευτυχία σε όσους γνωρίζουν
λέξειςμάνταλα μαντέμια και ματσούκια,
λέξειςγρανάζια, λέξεις ψηφιδωτά,
λέξειςανεμόσκαλες λέξεις χαρταετοί,
λέξειςδιαλέξεις,
λέξειςγυναικείες λέξειςφαντάσματα
λέξειςμεζέδες μπαξέδες μενεξέδες και αμανέδες
λέξειςορτύκια λέξειςορμητήρια και παροράματα
λέξειςσταυρόλεξα.
Μόνο τέτοιες λέξειςκαι όχι άλλες να χρησιμοποιείτε
λέξειςκεριά λέξειςφανάρια και φαρμάκια
λέξειςκρεβάτια
λέξειςκολόνες λέξειςμπαμπάκια από χαρτόνι
λέξειςμπαλόνια λέξειςκυδώνια λέξειςσαγόνια
λέξειςσαλόνια λέξειςπαγόνια λέξειςχρόνια
λέξειςστόμια,
λέξεις, λέξεις και λέξειςχελιδόνια!


Σπασμένος καθρέπτης εφτά χρόνια γρουσουζιά
λέξεις γυναίκες, λέξεις γυναίκες,
η γυναίκα γνώση,
η γυναίκα προμετωπίδα στο εξώφυλλο ενός βιβλίου ανεύρετου,
η γυναίκα σάλπισμα για να πέσουν τα τείχη της ακοής
όπου τρώνε όπου μασουλάνε τα λόγια τους
σαν τα φύλλα των περιβολιών
οι παράτολμοι απομυζητές της ανίας
οι ύποπτοι που τριγυρίζουν κι οσφραίνονται
γύρω από μια απλή συνουσία το αίμα της καρδιάς τους
και που μαλάζοντάς το όπως ο χαμαιλέων
τ’ ανασηκώνουν μέσα στα χόρτα για να λάμψει πάνω στην τελευταία αχτίδα του ήλιου
η κεφαλή μιαςλέξηςΜΕΔΟΥΣΑΣ
ΓΙΑ ΝΑ ΤΗ ΔΟΥΝΕ
Κάθε λέξη που γεννάω (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Κάθε λέξη που γεννάω – μπαμ μπαμ
Καταβροχθίζεται διαμιάς-
Από μια καταπαχτή-
Στο πάτωμα ενός σπιτιού-
Που το χτίσαμε χωρίς καμιά-
Χειρωνακτική δουλειά-
Δυο νοματαίοι με γυαλιά-
Ένας ψηλός κι ένας κοντός-
Με μπλουζάκι και με γραβατίτσα-
Παίζοντας δυο μπαγλαμάδες-
Και νάσου κι έρχονται από ψηλά-

Δυο άγγελοι με φλογέρα-
Σπαθιά που κυματίζουνε-
Και χωρίς καμιά χειρονομία-
Βάζουνε φωτιά στο σπίτι-
Που το ’χτισαν τα δυο παιδιά-
Κι έμεινε μες το χωράφι μόνη-
Μια κρυφή καταπαχτή-
Που άμα ανοίξεις βγαίνει-
Το σκοτάδι του μυαλού
Που αχόρταγο καταβροχθίζει=
Κάθε λέξη που γεννάω – ντουγρού.
Ξεθωριασμένο καλοκαίρι από κορσέδες (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Με αγκαλιά τον Σαίξπηρ-
Δεν ήξερε τι στη μέση του κάμπου κάποτε μια γλυκιά συνουσία
Έρως με την αυγή στ’ αρχοντικό, μια λάμπα που σβήνει μεσάνυχτα κιόλας
Μια συνάντηση μύτη με μύτη τ’ όργανό της τρίβεται στο δικό μου
Οι δυο προεξοχές δίνουν σημασία η μία στην άλλη
Δεν υπάρχει συναλλαγή όταν συνευρίσκονται
Σε διαφορετικές στάσεις δυο όργανα παρόμοια
Αμοιβαία συναίσθηση χωρίς συναισθήματα
Ανεξάρτητα από τον άνθρωπο, απ’ την τριβή και το τρίψιμο
Το καθημερινό συναισθάνονται, ζούνε μια ζωή χαμηλή μες στα φύκια των κατωτέρων οργάνων
Δίνουν λαβή σ’ ό,τι πρέπει, σ’ ό,τι νομίζουν χρήσιμο
Μια οργάνωση γύρω απ’ τον οργασμό του οργώματος
Αργοπορούν επίτηδες να παρατείνουν την αίσθηση, γέρνουν ταλαντεύονται σείονται
Κόβουν μ’ ένα γυαλιστερό μαχαίρι, μια γωνιά ακαλαίσθητη που εξέχει
Το χέρι παίζει ρόλο μεσάζοντα, δεν ήξερε τι στη μέση σκοτάδι
Κάποτε μια γλυκά συνουσία, Συνευρίσκονται η μία με την άλλη
Η λαβή του οργάνου μια λήψη, μετάληψη στη θήκη του ενός και του άλλου
Επίτηδες μακριά με πλησιάζουν, τα χείλια της ελαφρά εφαρμόζουν
Εφάπτονται στα δικά μου –ηλεκτρισμός, μια σπίθα φωτίζει την κάμαρα
Ο πομπός που γίνεται δέκτης, στο λιπαρό της λαγούμι τρυπώνει
Εφαρμόζει στενά στο δικό του, χειμώνα καλοκαίρι καμιά αλλαγή
Στην παγωμένη έκφραση των προσώπων, ξεθωριασμένο χαλί στο τζαμί
Για να κάτσει επάνω ημίγυμνη
Στο πρώτο πλάνο παίζουμε πιάνο με πιάνεις σε πιάνω πιανόμαστε
Ο ένας στο δίχτυα του άλλου κι όπου σε βρίσκω σε χάνω
Χώνομαι μες στο θάμνο όπου κρύβεται μια οπή
Εκεί μέσα κάνω κουπί σε μια υπόγεια σπηλιά στην καρδιά της λιπόσαρκης θάλασσας

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

Συγκοινωνούντα άλλα (ιστο)ΛΟΓΙΑ ν’ αγαπιόμαστε με «τινάγματα του μέσα βίου έξω» (με ΚΛΙΚ εδώ): Πινακωτή-πινακωτή έλα στις πίσω μου σελίδες

Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Είμαστε όλοι όμορφα χρυσά ηλιοτρόπια μέσα μας της Ρέμβης και της Φαντασίας

$
0
0

Κοίτα το ηλιοτρόπιο, πεθαμένη γκρίζα σκιά κόντρα στον ουρανό: τελεία ομορφιά του Ηλιοτροπίου, τελεία κι αγαπημένη ύπαρξη του Ηλιοτροπίου! γλυκό απροσποίητο μάτι για το νιο φεγγάρι, που ξύπνησε άταχτο κι ανυπόμονο αρπάζοντας στη σκιά του δειλινού τις χρυσές μηνιαίες αύρες του ήλιου της ανατολής κάτω από τη σκιά της τρελής ατμομηχανής της ακροποταμιάς του δειλινού του Σαν Φραντσίσκο

 [Ο ποιητής γράφει την ιστορία του σώματός του… Κι όταν βάζει τις φωνές, δεν του αρκεί πια αν οι πόρτες ανοίγουν. Σπάει τις κλειδαριές, ξετινάζει ολόκληρη την πόρτα, ξορκίζει την ντροπή και το φόβο, έρχεται με την αυτοκαταστροφή και το μεγαλείο της έμπνευσης, φρενήρης, με υπερβολές, μεγάλου διασκελισμούς και εκτινάξεις. Σηκώστε τον ποδόγυρό σας, Κυρίες μου, μπαίνουμε στην Κόλαση…]

Το δίδαγμα του Ηλιοτροπίου (από το ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ και άλλα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1956)
Περπάτησα στην όχθη του ντοκ της μπανάνας και κάθισα κάτω από την τεράστια σκιά μιας ατμομηχανής της Σάουθερν Πασίφικ για να αγναντέψω το ηλιοβασίλεμα πάνω από τους λόφους με τα κουτιά τα σπιτάκια και να κλάψω.
Ο Τζακ Κέουακ, συντροφιά μου, κάθισε δίπλα μου σ’ ένα σπασμένο σκουριασμένο σιδερένιο πάσαλο, τις ίδιες είχαμε σκέψεις της ψυχής, ρημαγμένοι μελαγχολικοί και θλιμμένοι, ζωσμένοι απ’ τις ροζιάρικες  ατσάλινες ρίζες των μηχανόδενδρων.
Το λιγδερό νερό στο ποτάμι καθρέπτιζε τον κόκκινο ουρανό, ο ήλιος βυθιζόταν πάνω απ’ τις τελευταίες κορφές του Σαν Φραντσίσκο, κανένα ψάρι σ’ αυτό το ρέμα, κανένας ερημίτης σ’ αυτά τα υψώματα, μονάχα εμείς με τσιμπλιασμένα μάτια κι ένα πονοκέφαλο σα γέρικα ρεμάλια στην ακροποταμιά, κουρασμένοι κι αλητήριοι.


Κοίτα το ηλιοτρόπιο, είπε.Υπήρχε εκεί μια πεθαμένη γκρίζα σκιά κόντρα στον ουρανό, μεγάλη σαν άνθρωπος, καθισμένη κατάξερη στην κορφή μιας στοίβας από αρχαίο πριονίδι
-έτρεξα μαγεμένος –ήταν το πρώτο μου ηλιοτρόπιο, ανάμνηση του Μπλέηκ –τα οράματά μου – το Χάρλεμ κι η Κόλαση των ποταμών των Ανατολικών Πολιτειών, γέφυρες που κροτάλιζαν, Λιγδερά Σάντουιτς του Τζο, ξεπατωμένα παιδικά αμαξάκια, καπότες και καθήκια, ατσάλινα μαχαίρια, παντού σκουριά και νοτερό σκουπιδαριό, και τα κοφτερά σαν ξυράφι αντικείμενα που χάνονται στο παρελθόν –

και το γκρίζο Ηλιοτρόπιο ζυγιαζόταν κόντρα στο δειλινό, έτοιμο να σπάσει, ρημαγμένο και σκονισμένο με το φούμο και την καπνιά γηραλέων ατμομηχανών στο μάτι του –
στεφάνια αξαστέρωτες ταξιανθίες λυγισμένες και σπασμένες σα σφυροκοπημένα στέμματα, σπόροι που πετάχτηκαν έξω από το πρόσωπό του, ξεδοντιασμένο –όπου – να ’ναι στόμα ηλιόλουστου αέρα, ηλιαχτίδες σβησμένες στο μαλλιαρό του κεφάλι σαν ξεραμένοι ιστοί αράχνης,
φύλλα σα χέρια βγαλμένα απ’ το κοτσάνι, χειρονομίες από την πελεκουδισμένη ρίζα, σπασμένα κομμάτια γύψου πεταμένα έξω απ’ τα μαύρα κλωνάρια, μια ψόφια μύγα στο αυτί του,

Πρόστυχο χτυπημένο παλιόπραμα, ηλιοτρόπιο μου Ω ψυχή μου σ’ αγάπησα τότε!
Η λέρα δεν ήτανε λέρα ανθρώπου, του θανάτου ήταν και των ατμομηχανών του ανθρώπου,
όλο αυτό το φόρεμα της σκόνης, αυτό το πέπλο σκοτεινιασμένου σιδηροδρομικού δέρματος, το φούμο στα μάγουλα, αυτό το τσίνορο μαύρης κακομοιριάς, αυτό το καπνισμένο χέρι ή φαλλός ή οίδηματου τεχνητού που ’ναι χειρότερο απ’ τη βρώμα –βιομηχανικό –μοντέρνο – όλος αυτός ο πολιτισμός λερώνοντας το τρελό χρυσό σου στέμμα –

κι όλες εκείνες οι θολές οι σκέψεις του θανάτου, τα σκονισμένα χωρίς αγάπη μάτια και τα κομμάτια και οι μαραμένες ρίζες,στο σωρό από άμμο και πριονίδι, τα δολάρια του πληθωρισμού, το πετσί της μηχανής, τα σωθικά του αυτοκινήτου που βήχει και κλαίει, τα άδεια παντέρημα κονσερβοκούτια με τις σκουριασμένες γλώσσες αλίμονο, τι άλλο δεν θα μπορούσα να κατονομάσω, τις στάχτες κάποιου πούρου φαλλικού, τα αιδοία των ρεμουλκών και τα γαλακτερά στήθη των αυτοκινήτων, τα φθαρμένα οπίσθια των καρεκλών και οι σφιγκτήρες των δυναμό–όλα τούτα
μπλεγμένα στις σκελετωμένες ρίζες σου – κι εσύ εκεί μπροστά μου στο δειλινό κι η δόξα σου όλη στη μορφή σου!

Τέλεια ομορφιά του ηλιοτροπίου! τελεία και αγαπημένη εξαίρετη ύπαρξη του ηλιοτροπίου γλυκό απροσποίητο μάτι για το νιο φεγγάρι, που ξύπνησε άταχτο κι ανυπόμονο αρπάζοντας στη σκιά του δειλινού τις χρυσές μηνιαίες αύρες του ήλιου της ανατολής!
Πόσες μύγες βούιζαν γύρω σου ανίδεες της βρωμιάς σου, ενώ καταριόσουν τα ουράνια των γραμμών του τρένου και τη λουλουδένια ψυχή σου;
Φτωχό πεθαμένο λουλούδι, πότε ξέχασες πως ήσουν λουλούδι; πότε κοίταξες το δέρμα σου και το πήρες απόφαση πια πως είσαι μια ανίκανη βρώμικη γέρικη ατμομηχανή, το φάσμα κι η σκιά μιας πάλαι ποτέ πανίσχυρης τρελής αμερικάνικης ατμομηχανής;
Ποτέ δεν ήσουν ατμομηχανή, Ηλιοτρόπιο, ήσουνα πάντα ηλιοτρόπιο!
Κι εσύ Ατμομηχανή, εσύ είσαι μια ατμομηχανή, μη με λησμόνει!
Κι άρπαξα το χοντρό σκελετό του ηλιοτρόπιου και στο πλευρό μου το κράτησα σα σκήπτρο,
και το κήρυγμα είπα στην ψυχή μου του Τζακ, κι όπου μ’ ακούσει
-Δεν είμαστε η λέρα στο πετσί μας, δεν είμαστε η φοβερή άχαρη σκονισμένη σκοτεινή ατμομηχανή μας, είμαστε όλοι όμορφα χρυσά ηλιοτρόπια μέσα μας, ευλογημένοι από την ίδια τη σπορά μας με τα μαλλιαρά κατορθωμένα σώματά μας που γίνονται μαύρα τρελά κανονικά ηλιοτρόπια το δειλινό, και τα κρυφοκοιτάμε κάτω απ’ τη σκιά της τρελής ατμομηχανής της ακροποταμιάς του δειλινού του Σαν Φραντσίσκο του βραδιού της ρέμβης και της φαντασίας.

Άγια Νέα Υόρκη Άγιο Σαν Φραντσίσκο Άγια Πεόρια και Σηάτλ Άγιο Παρίσι Άγια Ταγγέρη Αγία Μόσχα Αγία Ιστανμπούλ!
Άγιος χρόνος εις τους αιώνας αγία αιωνιότης εις τον χρόνον άγια τα ρολόγια στο διάστημα αγία Τετάρτη διάσταση αγία Πέμπτη Διεθνής άγιος ο άγγελος μες στο Μολώχ!
Αγία η θάλασσα αγία η έρημος άγιες οι σιδηροτροχιές άγιος ο σιδηρόδρομος άγια οράματα άγιες παραισθήσεις άγια τα θαύματα άγιο το μάτι αγία η άβυσσος!

Άγια συγγνώμη! έλεος! χάρις! πίστις! Άγια! Τα δικά μας! τα σώματα! ο πόνος η μεγάλη καρδιά!
Άγια η υπερφυσική νοήμων ευγένεια της ψυχής! (διάβασε ολόκληρο το ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ με κλικ εδώ):

[Είναι ο ποιητής, ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ, που πέρασε, με το ίδιο του το σώμα, ες απ’ τις τρομαχτικές εμπειρίες που περιγράφονται, μες απ’ την ίδια του τη ζωή… Πέστε ό,τι θέλετε, το θέμα είναι ότι μας αποδείχνει πως, παρά τις εξευτελιστικές εμπειρίες που η ζωή μπορεί να προσφέρει σε κάποιον, το πνεύμα της αγάπης επιζεί και εξευγενίζει τη ζωή, αν έχουμε το νου και το κουράγιο και την πίστη – και την τέχνη! – ν αντισταθούμε]

Τάσος Κάρτας, Νόστιμον ήμαρ μεταξένιων συνειρμών στον πηγαιμό για την Κολχίδα της Ποίησης

$
0
0

Ένα στίχο παντογνώστη αφηγητή ονειρεύομαι με εσωτερική εστίαση συν πλην ουσίας: αίφνης ονειροδίαιτο δυο κατά λέξη δισταγμών μηδέν εις το πηλίκον υψικαμίνου σώματος με το στιχοπουκάμισο μυριάδων «μνήσθητι» σμαράγδι είλωτα υπερρεαλισμού…(ΠΑΡΟΔΟΣ στην ποιητική συλλογή Τάσου Κάρτα «inMEDIASresΙωβηλάιο e-Ρέμβης»)

Οι λέξειςμέσα στο ποίημα, εικόνες σκέψεων και συναισθημάτων είναι καιοι εικόνεςπου τις έντυσαν,λαβύρινθος επιθυμίας λέξεων«για πράγματα που αρχίζουν να συμβαίνουν» ερήμην, λαιστρυγόνες κύκλωπες δηλαδή, onlineστα έγκατα κτερίσματα της Ρέμβης του P.C. μου που, βάρδα φουρνέλο, δαγκώνουν τα όνειρα στις ρώγες μιας λέξης που πάντα ρει… Έτσι αρχίζουν να συμβαίνουνπερίακτοι συμβολισμοίαείφυλλων γυναικών!

-1-
Γυναίκα σε στάση φαύλης αναμονής άκρατη ποζάρει στη δίνη της παρομοίωσής της
όλα ήταν ριγμένα στο μεγάλο πιθάρι της φαντασίας:
προθέσεις ερασιτέχνη φωτογράφου
με εσωτερικές διαθέσεις χίλιες και μια νύχτες
δρομολόγια επιθυμιών αεί και νυν
μ’ επιστροφή από το ζουμ
όπου δαγκώνει τα όνειρα στις ρώγες:
ναύλος για τη λινή κοιτίδα της κυριολεξίας,
επίνειο του τμήματος μεταγωγών των στίχων

και από την έξω τη μεριά
γυναίκα σε στάση φαύλης αναμονής
άκρατη ποζάρει στη δίνη της παρομοίωσής της
καθώς από το διερχόμενο ανοιχτό παράθυρο
ξεπροβάλλει προσεχώς
σαν το κυρίως θέμα
ειδυλλιακό τοπίο νεκρής φύσης
που με τους σταλακτίτες επικεφαλής
σεληνιάζεται ανερμάτιστα
με κιβωτό χρωμάτων


-2-
Δυο σύννεφα του χθεσινού λυγμού λικνίζονται στον ολογάλανο βυθό της κόρης των ματιών της
το θέμα ήταν η αδημονία των χρωμάτων
εφησυχασμένο ασπρόμαυρο γυμνών κορμιών
οριζοντίως και καθέτως υποψίες μοβ
στιχομυθίες χειλικές μπορντό
που ονειρεύονται την ηχώ της μοναξιάς τους
με υπαινιγμούς της Αλεξάνδρειας που χάνεται
όνειρα που ονειρεύονται την ηχώ της μοναξιά τους

καλός αγωγός γυμνού διλήμματος:
δίχα στεναγμών, περί κάλλους
περίακτοι συμβολισμοί με νήπιους πυρετούς
μέσα συθέμελης ζωής μετείκασμα θνητό
μικρό πράσινο επίνειο επιούσιας ομοιοκαταληξίας
ούρλιαξε σαν έτοιμο από καιρό
της λαγνείας σου τον τελευτώντα ρεμβασμό

κύκνειοι κάλυκες αείφυλλων γυναικών
στα έγκατα κτερίσματα της ρέμβης του P.C. μου
-5-
Ποια ηδονή του ιμπρεσιονισμού ασπρόμαυρου τοπίου, σε ποιον ιστό του μέλλοντος σκύβαλο παραλήρημα
μόνος έμεινα με το μαχαίρι και τη νύχτα
γύρω από μια σκιά υδροχόου άνοιξης
μέχρι το πετσί της μοναξιάς της κόμοδης
ποια ηδονή του ιμπρεσιονισμού ασπρόμαυρου τοπίου;
σε ποιον ιστό του μέλλοντος σκύβαλο παραλήρημα;
τι με φιλεύει η αναμονή που έχω κλωσήσει;
κεραυνοβόλα σύμπτωση έρωτα και πηλού…

εκ των υστέρων
εισβάλλουνε σε φόντο μπλάβο μυθικό
γαλάζιοι πόθοι με την περαστική ματαιοδοξία τους
πείσματα νηπενθή στη μισάνοιχτη ρέμβη τους,

-6-
Ήρθες σαν μικρή πράσινη καταιγίδα άνοιξες διάπλατα τα πόδια κραδαίνοντας τρυφερά ξεσπάσματα λέξεων
μαινάδα αμέτρητες φορές και ποίημα μια
ψύλλος στ’ άχυρα συμφραζόμενα
απ’ τη σκοπιά της ερμαφρόδιτης φαντασίας των ποιητών

απ’ το ένα σου το αυτί
φωνήεντα γκρενά
απ’ το άλλο μου τα’ αυτί
προσήκον κόκκινο ανοιχτό
ανάσκελα προσήκει
τα επιρρήματά μου δεικτικές ομοβροντίες
οι μετοχές σου μέλλον τροπικό
χρώματα δισταγμοί συνηρημένοι
συν Αθηνά κι άλλες παρωπίδες «δήθεν»
σε μαύρο φιλμ βουβό………………




-7-
Με καραβιές εξώφυλλου τρέχοντος ερωτισμού εν ριπή οργασμού σε δίψασα ξανθό κρασί
όποιος μπαίνει στο μίσχο του ποιήματος
υγρός και θρύψαλο βαθύς και εύοσμος
γυμνός μες την αχλή του
θα φτάσει στο σμαράγδι του υο υπονοούμενο-
με καραβιές εξώφυλλου τρέχοντος ερωτισμού
εν ριπή οργασμού σε χόρτασα ξανθό κρασί

αίρων μεσίστιες ερωτήσεις
αμφίστομο ερήμην πάντα
χρυσόμαλλο σπαθί ασπόνδου φόβου-
πέρα βρέχει scrabbleνοημάτων μονόλογων
Χρυσηίδες στίχων συμπληγάδες λίμπιντο
Λαιστρυγόνες κύκλωπες onlineστο P.C. μου
μέτρον επιούσιον που πάντα ρει……..

δεύτε πολύπλαγκτον σπασμό
λαξευμένο πολύτροπα
σε φλοίσβο αυτοσαρκασμού
-8-
Στα συμφραζόμενα χρυσής ανταύγειας ονείρου μικρό άσπρο πανί πόθου σεργιανιζει
φυσάει ομηρική αυγή στο ροδοπέταλο ποίημα
καρτερία κόκκινο κοράλλι
αμφιβολία δρυοκολάπτης κυκλάμινου
δροσοσταλιά κόκκινης κλωστής
στην ανέμη της φαντασίας των ποιητών

πλην ο αφαλός της μοναξιάς υποτελούς αιδοίου
ομοιοπαθητική αναμόχλευση
εκείνης της κόκκινης πεταλούδας των αγρών
με τα φτερά της καστανιέτες
στο χορό των λουλουδιών

θα κυκλοφορήσω στα χέρια σου λευκός;
οι παλάμες μου θα γιομίσουν άστρα;
το πράσινο φως της πιο μακρινής κατάφασης αργεί;
σιωπή και ποίηση εικόνες χιαστί

στα συμφραζόμενα χρυσής ανταύγειας ονείρου
μικρό άσπρο πανί πόθου σεργιανίζει

-10-
Τύπος των ήλων από μυριάδες ιαχές σιωπής χρυσαλιφούρφουρης
έρχεσαι από μακρινούς ορίζοντες
περνάς και χάνεσαι στην ανατολή
κάποτε θα σταθείς
και θα κλέψω τη δίνη του ίσκιου σου-
ρίμα υποταγμένη
στη μεταφυσική αφανούς γεωμετρίας στίχων,
φτεροδύναμες σπονδές
νεύοντας «εις πέδον κάρα»

στα διάσελα του ιάμβου
σ’ αυτό ή σ’ άλλο ποίημα
επτά πλέθρα
έπιασε πέφτοντας ο στίχος:
θα χαθούν επιθυμίες σε μια γκρίζα χασμωδία;
πείσματα νηπενθή
στην πλανόδια ομορφιά των κρίνων
περιούσια κατακλείδα
που η αναμονή έχει σμιλέψει

«έρως ανίκατε μάχαν» σε κηνυγούν
ερινύες συνήθειας
στη γαλάζια υδατογραφία

-11-
Μας χωρίζουν άμαχες λέξεις εκατομμύρια έτη φωτός ετοιμόρροπή σιωπή, εύφημη χρεία στιχάκια αλληλέγγυα στην ποιητική τους αναδίπλωση
στιγμές με τη λάμψη της αστραπής
αιώνες με τη σφοδρότητα της καταιγίδας
άπω βούκινο ερημίας έσω

με υποτάσσει η πεμπτουσία των ανατροπών
με διαπερνάει σειρήνα Φαντασίας και Λόγου
ποιήματα μηρυκάζουν άλλα ποιήματα,
γραμμική άβατων στίχων
στ’ άδυτο περιθώριο άλλων στίχων προτρέχει

κύκνειοι κάλυκες οργασμού 
λάμνουν τη μεροληψία τους
εις τι θεαθήναι των λέξεων 
πόθος αναστενάρης μέσα σ’ άλλους πόθους 
που κάπως ξέρει από μελαγχολία

 [από μηχανής ΘΕΟΙ λέξεων από την ανέκδοτη e-συλλογή του Τάσου Κάρτα ΙΩΒΗΛΑΙΟ ε-ΡΕΜΒΗΣ (έρμαιο επέκεινα λερναίας εμμονής): Τόσα χρόνια μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, γράφω και ξαναγράφω αυτό τον Φαύλο Δούρειο στίχο, λευκή και απρόσιτη παρομοίωση στ' αναφορικό φεγγαρόφωτο, απλή σκέψη πτερόεντος λόγου άμεμπτων συμβολισμών ΕΠΙΟΥΣΙΑΣ ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑΣ, Νόστιμον ήμαρ για την Κολχίδα της Ποίησης, όπου αυτοσαρκάζοντας τον αδιέξοδο ποιητικό μου οίστρο, δολώνω μ’ άδειους στίχους αγκίστρια μεταξένιων συνειρμών μήπως και πιάσω μεστή τη διάθεσή σου για ονειροπολήσεις (όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει λυρισμό κι ωραία λόγια. Ένας στίχος που είναι να βγει… να κρυφτούμε πίσω απ’ τις εικόνες των λέξεων του.).

Χρυσόμαλλο Ιωβηλαίο e-Ρέμβης Δούρειος Ίππος για την άλωση των Λέξεων την 3η μέρα κατά τας γραφάς από μηχανής Θεών:  διπλό ΚΛΙΚ, λοιπόν,  στη μηχανή αναζήτησης των λέξεων του Ποιήματος (για την ανάγνωση όλης της συλλογής κλικ στην παρακάτω αποστροφή):
Viewing all 58 articles
Browse latest View live