Quantcast
Channel: ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ: το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω
Viewing all 58 articles
Browse latest View live

GERHARD FALKNER, Πόλη αμφίδρομης επικοινωνίας: έτσι αρχίζουν στο σώμα οι μέρες με μια ανάσα κάτω απ’ τη γη

$
0
0

HΤρίτη είναι απ’ τις μέρες η πιο αποτρόπαιη επωάζει έναν Μάη που σαν πυρετός σαρώνει τις αισθήσεις και σκοτώνει κάθε κέφι ο ουρανός της είναι σαν παράθυρο στην κόλαση – κοιμήθηκα ελάχιστα αυτό τον αιώνα! Κάθε άνοιξη τόσο έγκλημα, τόση έκρηξη και ταραχή… Άρχισα λοιπόν να συλλαβίζω τις μέρες, καθόμουνα μπροστά στις μέρες όπως μπροστά στο δελτίο των οκτώ και συλλάβιζα τα ονόματά τους, τα νέα, τις ειδήσεις τους: Τρίτη ώσπου κι αυτές με τη σειρά τους βάλθηκαν να συλλαβίζουν το συλλαβίζον στόμα μου… ενώ γράφω ένα Ποίημα που αρχίζει με τις λέξεις: κολυμπάω μες στη σάρκα και κλείνει με το λυπητερό ρεζουμέ: δεν είχε καθόλου χρόνο πάνω μου…


κοιμήθηκα ελάχιστα αυτόν τον αιώνα!
μια δυο τρεις
δυο τρεις – τέσσερις ή πέντε ώρες
τη νύχτα, ή το μήνα ή το χρόνο
τότε, στα χρόνια του σύντομου ύπνου
πολλά πράγματα ήταν ακόμη αληθινά
ο χρόνος είχε χρόνο κι ήσουν γυμνός
αν είχες την υπομονή να ξεντυθείς
μίλησα ελάχιστα  αυτόν τον αιώνα!
μια δυο τρεις
δυο τρεις – τέσσερις  ή πέντε λέξεις ίσως
ή προτάσεις, ή γλώσσες
δεν υπήρχε ακόμα η 11ηΣεπτεμβρίου
ούτε η 3ηΟκτωβρίου ούτε και η 15ηΜαρτίου
η περίσταση ήταν λοιπόν ευνοϊκή
ν’ αφήσεις το χρόνο ελεύθερο
να υποδυθεί επιτέλους το χώρο

τα σιωπηλά, τρεμάμενα ρυάκια  του φωτός
πάνω απ’ τη συνοικία του σταθμού της Φρανκφούρτης
όλα τα χρόνια σαν έγινα δεκαοχτώ
μπορώ να τ’ απαγγείλω ακόμα
κελάρυζαν
σαν τις τουλίπες κάτω απ’ τη μηχανή του γκαζόν
μια γραφή καταθέτοντας στη χλόη
που αποκρυπτογραφείς μονάχα
με μέτωπο θολό
και άγρυπνα κοκκινισμένα μάτια
κοιμήθηκα ελάχιστα αυτόν τον αιώνα!
κάθε άνοιξη τόσο έγκλημα
τόση έκρηξη και ταραχή
άρχισα λοιπόν να συλλαβίζω τις μέρες
καθόμουνα μπροστά στις μέρες
όπως μπροστά στο δελτίο των οκτώ και συλλάβιζα
τα ονόματά τους, τα νέα
τις ειδήσεις τους: ΤΡΙ ΤΗ
ώσπου κι αυτές με τη σειρά τους
βάλθηκαν να συλλαβίζουν
το συλλαβίζον στόμα μου
ώσπου με ξέραν πια
συλλαβή προς συλλαβή απ’ έξω
σήμερα ζω στην οδό Ντούνκερ ώρα 19.40
στους 39,6
βαθμούς κάτω απ’ τη γλώσσα
στην καρδιά μου
τέμνεται ο 52οςβόρειος παράλληλος
με τον 13ομεσημβρινό ανατολικά του Γκρίνουιτς
αυτό μας κάνει συν πλην Βερολίνο
κι αυτό (λίγο-πολύ) μου φτάνει!
η Τρίτη είναι απ’ τις μέρες η πιο αποτρόπαιη
επωάζει έναν Μάη
που σαν πυρετός σαρώνει τις αισθήσεις
και σκοτώνει κάθε κέφι
ο ουρανός της είναι σαν παράθυρο στην κόλαση -
λίμνη βαριά, σαν να κλαίγαμε
είναι ως συνήθως η συνέπεια
λίμνη βαριά, σαν να κλαίγαμε
μας κλονίζει συθέμελα, ρημάζει τις σκέψεις μας
και μας πλήττει θανάσιμα σχεδόν ανάμεσα στη σαρκικότητα
και την ξέφρενη χάρη της καθημερινότητας
η Τρίτη είναι απ’ τις μέρες η πιο αποτρόπαιη:
dies martis μέρα πολέμου θα πει
--------------------------------------------------------- (..)
εσένα ωστόσο σε γνώρισα Παρασκευή:
και μάλιστα μέσα στο χρόνο
στη γηραιά ήπειρο
και σ’ ένα μπαράκι ονόματι Απόλλων
όμορφα ήταν, δε λέω
σαν εικόνες ακινητοποιημένες από βίντεο
που φρέναραν και γίναν αναμνήσεις
ώμοι που σταματούν για μια ανάσα
μπροστά σε γυάλινες ψυχρές προθήκες
κάπου εκεί στο πουθενά –
ήμασταν καιρό ζευγάρι
ώσπου οι κοινές μας μέρες
βγάλανε άλμπουμ
με τον Πάουλ Γκονζάλβες στο σαξόφωνο
και Μπάρνετ Νιούμαν  στον καμβά
ύστερα τέλειωσε ο αέρας
-------------------------------------------------------- (..)
σήμερα είναι ξανά Παρασκευή
μια αναλογική μέρα σ’ έναν ψηφιακό κόσμο
πού είναι η θεά που στο δικό της το χέρι
χρωστάμε  τα λάφυρα της σημερινής ημερομηνίας
τόσο πολύ παρόν
όπου ο Μπραντ Πιτ παίζει τον παρόντα
ο κόσμος πίνει Red Bull
και ξεδίνει χορεύοντας house ή trance
κι ωστόσο εγώ χτες μόλις είδα
μια από τις μέρες τις καθημερινές
με το νόημα που ‘χαν κάποτε
ν’ αναζητάει καταφύγιο κάτω από μια αμυγδαλιά
-------------------------------------------------------- (..)
όταν φέρνω στο νου μου ημέρες
σαν κι αυτές της εβδομάδας λόγου χάρη
ή απλώς σαν κι αυτές του χρόνου
φέρνω στο νου μου ημέρες που κρατάνε λίγο
θα μπορούσαν να παιχτούν σε οποιοδήποτε γωνιά της γης
any old γωνιάτηςγης will do
και που μπορείς να κάτσεις να τις ακούσεις
όπως ακούς ένα καινούργιο CD
η μουσική τους είναι εξαιρετικά δυνατή
αν και δεν χρειάζεται ο νους σου να πάει στον Τζίμι Χέντριξ
στον Λιστ ή στον Λουίτζι Νόνο
είναι μια μουσική με το τώρα οπλισμένη
και στο τώρα ανοίγοντας πυρ
μια μουσική με μουσικότητα
ώστε ακόμα κι οι κουφοί
αφουγκράζονται
και αφουγκράζονται
και αφουγκράζονται
κοιμήθηκα ελάχιστα  αυτόν τον αιώνα!
ο ύπνος είναι μη εφαρμοσμένο παρόν
χρειάζομαι το παρόν για να ζήσω
χωρίς παρόν
τι να σου κάνει και το Βερολίνο!
είκοσι χρόνια
άραξα πλάι στις φωτιές του Βερολίνου
εκτόξευσα ποτά
κι έκλαψα μια τρύπα στο έδαφος
έκλαψα για το παρόν
περίμενα μπροστά στις όχθες της πόλης
ώσπου αφαίρεσαν απ’ τον Ουώλτ Ουίτμαν
και το τελευταίο φύλλο χλόης
τότε χύμηξα
στο παρόν
κι η νύχτα
αυτή η μαύρη σαραβαλιασμένη μηχανή
με τ’ άστρα καρφωμένα πάνω της
πήγε να την πέσει στα παρασκήνια
γιατί η σκηνή του παρόντος
είναι πάντα φωτεινή
Βέβαια δε μιλώ για μέρες
που μπορούν να διαλέξουν
τη βδομάδα που θα ματώσουν, ούτε για μέρες
που παίρνουν εκείνο το χρώμα το ιώδες του μετάλλου
επειδή έρχεται κακοκαιρία
ή για μέρες που προ ημερών κιόλας
την αιώνια επιστροφή τους
κουβαλούσαν σαν ιό
δε μιλώ για την καθημερινή Δευτέρα
και για τη δόνησή της
πάνω στις καθαρές ημιτονοειδείς ταλαντώσεις
ή γενικά για την καθημερινή μέρα
---------------------------------------------------- (...)
σ’ αυτόν τον αιώνα της βίας και της πλήξης
10.000 μέτρα πάνω απ’ το Άμστερνταμ
με εξωτερική θερμοκρασία 58 βαθμούς υπό το μηδέν
και ταχύτητα πτήσης στα 870 χιλιόμετρα την ώρα
που ισοδυναμούν με 540 μίλια περίπου
στέλνουν τα δάχτυλά μου ένα αντίγραφο
του γόνατού σου, μια κάρτα με το γόνατό σου
στον εγκέφαλό μου, την οποία εγώ,
επιστρέφοντας στο Βερολίνο, καλώ να συνδράμει
ενώ γράφω το ποίημα
longdistancedancers
που αρχίζει με τις λέξεις:
κολυμπάω μες στη σάρκα
και κλείνει με το λυπητερό ρεζουμέ:
δεν είχε καθόλου χρόνο πάνω μου
-------------------------------------------------- (...)
Βερολίνο Αύγουστος Σήμερα
μέρες λικνιστές, καλό τζαμάρισμα
αλλά και φόβος για το μεσημέρι
φόβος για ασαφές περίγραμμά του
φόβος για το ευθυτενές δόρυ
με το οποίο ο ήλιος του
τρυπάει κάθετα την οδό Στρέτζκι
εκεί όπου εγώ
ενδίδοντας σε μια ριψοκίνδυνη διάθεση
έδωσα ραντεβού
με μια, πώς να την πεις αλλιώς,
γυναίκα, που το μικρό της είναι Κάρμεν
που έχει λογαριασμό e-mail στη yahoo
γράφει τη διατριβή της για τον Ούβε Γιόνζον
ο αριθμός του κινητού της είναι 0179 / 4242117
και φροντίζει ώστε το δικό της Σάββατο, 5 Μαΐου 2001
με το δικό μου Σάββατο, 5 Μαΐου 2001
να συμπέσουν
------------------------------------------------------------- (...)
εικοστός αιώνας
αιώνας του παρόντος
κάθε βδομάδα και μια νέα εποχή
αφρισμένη, φλεγόμενη απ’ τα χρόνια
το ένα σήμερα κυνήγησε το άλλο
τα χθες – μονάχα πριονίδια
που πετάχτηκαν απ’ το σήμερα
------------------------------------------------------------- (...)
κυρίες και κύριοι
αυτά είναι τα χέρια μου
το βλέπετε και μόνοι σας
είναι χέρια που δεν το βάλανε
ποτέ στα πόδια
όταν το ζήτημα ήταν η λογοτεχνία
ή το Βερολίνο
κυρίες και κύριοι
αυτά είναι τ’ αυτιά μου
κάθονται αριστερά και δεξιά
από τα μάτια μου
κρυφακούν τα βλέμματά μου
και τι βλέπουν αυτά τα βλέμματα
------------------------------------------------------------- (...)
είναι η ζωή ωραία ή είναι ο κόσμος
μεγάλος ή είναι ο ουρανός γαλανός ή
είναι η λέξη δυνατή ή είναι η θάλασσα
βαθιά ή είναι το καλοκαίρι καυτό ή
ΕΙΣΑΙ
ΕΙΣΑΙ ΑΠΛΩΣ
ΕΙΣΑΙ ΑΠΛΩΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΣΥ;
κι είναι το εσύ εκεί για να μην
μένει χωμένο μέσα στο εγώ κι είναι το εσύ
απ’ τις προσωπικές αντωνυμίες αυτή που δονείται πιο πολύ
Εγώ-Σχισμή, Εμένα-Αστυνομικό Μητρώο
Οιωνός-Ανατολής του Είναι
------------------------------------------------------------- (...)
παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2000
απ’ το ένα δευτερόλεπτο στο άλλο
πηδήξαμε συγχρόνως σ’ ένα άλλο λεπτό
μια άλλη ώρα έναν άλλο χρόνο
μια άλλη δεκαετία έναν άλλο αιώνα
και μια άλλη χιλιετία
μόνο ο κόσμος
γύρω απ’ την πύλη του Βραδεμβούργου
έμεινε προσωρινά ο ίδιος
πίσω μας βρισκόταν μια 8ηΟκτωβρίου
μπροστά μας μια 11ηΣεπτεμβρίου
και κάπου ανάμεσα μια 15ηΜαρτίου



Ο Γκέρχαρντ Φάλκνερ γεννήθηκε το 1951 στο Σβάμπαχ της Βαυαρίας και πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1980 με την ποιητική συλλογή έτσι αρχίζουν στο σώμα οι μέρες (so beginnen am körper die tage). Οι συλλογές που ακολούθησαν, όπως η ανάσα κάτω απ’ τη γη (der atem unter der erde, 1984), το Χιλιοστό πρόσωπο ενικού (X-te Person Einzahl, 1995), τα Ενδογενή ποιήματα (Endogene Gedichte, 2000) συνέβαλαν στο να εδραιώσει τη θέση του ανάμεσα στους σημαντικότερους σύγχρονους Γερμανούς ποιητές. Σήμερα ζει στο Βάιγκενντορφ (Βαυαρία) και στο Βερολίνο.
Η Πόλη αμφίδρομης επικοινωνίας-ground zero (Gegensprechstadt-ground zero, 2005), είναι η τελευταία ποιητική δουλειά του Φάλκνερ. Πρόκειται για μια εκτεταμένη σύνθεση, την οποία ο ποιητής επεξεργαζόταν για δέκα χρόνια. Με το έργο αυτό ο Φάλκνερ στήνει ένα διάλογο με την πόλη του Βερολίνου, ανιχνεύοντας τη σημερινή του φυσιογνωμία, ενώ ταυτόχρονα καταθέτει ένα εκτενές σχόλιο πάνω στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Τέλος, η διακειμενικότητα είναι αναμφίβολα ένα απ’ τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το έργο: ο Φάλκνερ συνομιλεί εδώ, άλλοτε φανερά, άλλοτε πιο υπόγεια, μ’ ένα πλήθος ποιητών (με τον Έλιοτ, τον Πάουντ, τον Μάντελσταμ, τον Γκίνσμπεργκ, τον Χάινε, τη Σύλβια Πλαθ, την Ίνγκερ Κρίστενσεν, μεταξύ άλλων) και παραπέμπει σε εκτεταμένες ποιητικές συνθέσεις του 19ουκαι του 20ού αιώνα. Η γερμανική έκδοση της Πόλης αμφίδρομης επικοινωνίας συνοδεύεται από CD, όπου ακούγεται η φωνή του ποιητή, ενώ το έργο παρουσιάστηκε και ζωντανά (Βερολίνο, 2003) με τη σύμπραξη του συνθέτη David Moss.

Άννα Νιαράκη, Η ανάσταση του Λαζάρου

$
0
0

Είχε ξεχάσει από πότε είχε να νιώσει έτσι, του φαινόταν πως ένας αιώνας κύλησε πάνω από τούτο το κορμί αναίτια, χωρίς καμία αφορμή για παραίσθηση.

Κι έχω το φιλί και το περιφέρω
από κτήμα σε κτήμα
Εισόδια δώδεκα και το φεγγάρι
ξαναγεμίζει άνθρακα
Ναύλα για το πρώτο
του ταξιδιού στην ελευθερία

Ο Λάζαρος τρελάθηκε με το που την είδε.
Κεραυνοβολήθηκε. Ένιωσε το αίμα να κυλάει στο σώμα του ορμητικό, να τον ζεσταίνει και να τον φουσκώνει με μια παρόρμηση σχεδόν πρωτόγονη. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, να φάει, να διαβάσει εφημερίδα, να παίξει τάβλι, να δει τηλεόραση. Ο νους όλο και τη γυρόφερνε.
Το βράδυ στο δωμάτιό του όλο και ξανάφερνε στο μυαλό το πρόσωπό της, τι φορούσε, τα λουλουδάκια στη μπλούζα της, το καφετί καλσόν, τα δύο τσιμπιδάκια τα μαλλιά της κι εκείνη την ατίθαση τούφα που ξεπεταγόταν στην κορυφή του κεφαλιού της κι αντί να φαίνεται αστεία, της έδινε μια τόσο γλυκιά γοητεία, λες και το νόημα του κόσμου κρυβόταν μέσα σε εκείνο το ανάγωγο τσουλούφι.
Χαμογελούσε μόνος του και αισθανόταν απερίγραπτη ευτυχία να τον περιβάλλει, να του μουδιάζει τα χέρια, να του τονώνει την καρδιά. Είχε ξεχάσει από πότε είχε να νιώσει έτσι, του φαινόταν πως ένας αιώνας κύλησε πάνω από τούτο το κορμί αναίτια, χωρίς καμία αφορμή για παραίσθηση.
Η αλήθεια είναι πως έφταιγε κι αυτός. Δεν προσπάθησε ποτέ να αντισταθεί στη μοίρα. Παραδόθηκε εύκολα σε αυτό το καροτσάκι που δέχθηκε να τον φιλοξενήσει μετά το ατύχημά του.
Είχε ελπίδες να ξαναπερπατήσει, μα δεν προσπάθησε ποτέ. Ποτέ δεν έδωσε στον εαυτό του την ευκαιρία να δοκιμάσει να αλλάξει την κατεύθυνση της ιστορίας.
Καθηλώθηκε εκεί, και ξέχασε μαζί με το περπάτημα κάθε επιθυμία που θα μπορούσε να τον κάνει να θελήσει να τρέξει. Στωικός, ήσυχος, καλός φίλος, αδερφός, θείος. Μα στον εαυτό του τελικά σκληρός. Τον καταδίκασε πρώτος.
Τις τελευταίες μέρες όμως είχε πάρει την απόφασή του. Θα έδινε στον εαυτό του και σε εκείνη μια ευκαιρία να ευτυχίσουν.
Όταν τηλεφώνησε στο γιατρό του εκείνος σάστισε. Είχαν περάσει δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια από το ατύχημα. Ήταν πολύ αργά για προσπάθειες. Ο Λάζαρος όμως δεν άκουγε τίποτα. Τελικά τον δέχτηκαν σε μια κλινική της Ρωσίας, ειδική για αποκαταστάσεις περιστατικών όπως του Λάζαρου. Φυσικά δεν είχαν ποτέ προσπαθήσει να θεραπεύσουν έναν ασθενή δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια μετά το ατύχημά του, αλλά ήταν θετικοί στο να του δώσουν μια ευκαιρία. Αυτό άλλωστε ζητούσε κι εκείνος. Τα χρήματα ήταν αρκετά, αλλά ο Λάζαρος τόσα χρόνια μόνος είχε φροντίσει να μαζέψει κάμποσα.
Έμεινε στην κλινική έξι ολόκληρους μήνες. Το πρόγραμμα εντατικό, γυμναστική, μασάζ, κολύμβηση, φυσικοθεραπεία, προπόνηση, αποτυχία ξανά πάλι, ξανά από την αρχή. Τους πρώτους τρεις μήνες δεν είχε καμία βελτίωση. Είχε αρχίσει να κουράζεται ψυχολογικά ώσπου ένα γράμμα έφτασε στην κλινική. Του είχε γράψει πως έμαθε από τους δικούς του ότι πήγε στη Ρωσία και ήθελε να του γράψει δυο λόγια, να κάνει κουράγιο, να έχει υπομονή, κι αν τελικά δεν γίνει το θαύμα, αυτός να είναι καλά, επιβίωσε τόσα χρόνια, δεν θα το βάλει κάτω τώρα.
Χάρηκε και πείσμωσε. Ή θα πήγαινε όρθιος πίσω ή καθόλου. Από την επόμενη ημέρα βάλθηκε να προσπαθεί με όλο του το είναι. Οι γιατροί έμειναν έκπληκτοι. Η πρόοδος του ραγδαία. Έφτασε να περπατά με μπαστούνι μέχρι τέσσερα βήματα. Αυτός που είχε ξεχάσει πως είναι να στέκεσαι. Δεν έκανε πίσω, πιο πολύ πείσμα, περισσότερη προσπάθεια.
Το θαύμα σκεφτόταν είναι ότι μου έγραψε. Το θαύμα σκεφτόταν είναι να με αγαπάει.
Στους πέντε μήνες περπατούσε με μπαστούνι. Καλύτερα δεν θα γινόταν ποτέ.
Στην επιστροφή, έκλαιγε με λυγμούς. Όχι για ότι συνέβη. Μα για αυτό που θα συνέβαινε.
Τον περίμενε στο αεροδρόμιο. Πρώτη φορά μετά από αιώνες ήθελε να τρέξει.
Και έτρεξε. Σωριάστηκε μπροστά της, πάνω στα χέρια της.
Του φίλησε το μέτωπο.
Όχι όχι το μέτωπο της είπε.
Δεν ξέρεις πόσο προσπάθησα για να με φιλήσεις στα χείλη…

[από τις μικρές ιστορίες αγάπης - Άννα Νιαράκη ~ Αντιποίηση

Παυλίνα Παμπούδη, Φλέγομαι στην κόλαση που άναψες χορεύοντας

$
0
0

Συναναστρεφόμασταν αδιαφορώντας με πάθος για τις υστερίες μιας λογίας άνοιξης, για τα πορτοκαλιά θηρία στο βύθος των ερώτων μας. Πάντως, προσέχαμε τη μουσική που αραβουργούσε ανάμεσα σε δυο σφυγμούς κωλύματα…
Οι άνθρωποι κυκλοφορούν και βιάζονται κρατώντας παραμάσχαλα τη σαρκοφάγο των επιχειρημάτων τους, διορθώνοντας κάπου κάπου, αμέριμνοι, αυτόν τον διακριτικό υπαινιγμό θηλιάς…

[Υπονοώ περισσότερα απ’ όσα μπορώ να φανταστώ. Γράφω… Όμως, σπρώχνω ακόμα να σωθώ καθώς ανάμεσα τοπίο και υστερόγραφο ο αληθινός καιρός φυσά και σβήνει. Κάποτε νυχτώνει στα αλήθεια. Απλώνει το μαύρο στις φλέβες. Τότε, για λίγο, από σφυγμό σε σφυγμό γράφονται και σβήνουν παλιοί στίχοι θαμποί χωρίς λόγο, χωρίς λόγια πια σα μουσική στον καθρέφτη, σαν τεθλιμμένοι συγγενείς]

Καλημέρα (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ της Παυλίνας Παμπούδη)
Άργησα.
Ο ήλιος είναι από ώρα εδώ,
Ευλογώντας,
Μηχανικά,
Όλα εκείνα τα παράλογα αντικείμενα
Που απαρτίζουν την κοινωνική μου υπόσταση:
Το ξυπνητήρι λόγου χάρη,
Τον κουμπαρά-μπιμπλό
Την ευχετήρια κάρτα με τους μάγους

Ευλογώντας
Ο καημένος…

Πάντα το προσπαθεί να διασπάται έτσι
Τόσα τα διάφορα που πρέπει να του διαφύγουν…

Ονειρεύεται πάντως αόριστα μιαν έρημο
Από ασπαίροντα αγριοπερίστερα
Μαβιά και γκρίζα
Όπου, τίποτα πολυγωνικό,
Καμιά περιπλεγμένη ψυχοσύνθεση
Απαιτώντας κουραστικά εφέ φωτοσκιάσεων.

Καλημέρα ήλιε μου!
Άργησα.
Ας παίξουμε τώρα.

Εκδρομή (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Έφτασε σχεδόν μεσημέρι.
Άνοιξε τα παράθυρα διαπλατα
Ανάσανε βαθιά, όπως συνηθίζεται

Κοίταξε μια στιγμή με αμηχανία
Τις ανεμώνες που αεροβατούσαν.
Ύστερα το φως,
Ακατάστατα μοιρασμένο στα φυλλώματα.

Προχειρότητες, σκέφτηκε.
Άρμοζε κάποια πιο σοφή κλιμάκωση.
Ίσως, μάλιστα, να ’θελε διαφορετική διάταξη
Ο πευκώνας.

Παρέβαλε με τη χαριτωμένη καρτ-ποστάλ
Που σκόπευε να στείλει στους δικούς του.

Μετά, έγειρε τα παντζούρια,
Άνοιξε τον ανεμιστήρα, το τραντζίστορ,
Έπιασε το σταυρόλεξο.

Α, τι γαλήνη! Επιτέλους
Μπορούσε να απολαύσει εξοχή.

Εφήμερο (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
… Και οι εφημερίδες προπαγανδίζουν
Τη μητρότητα
Την άλφα οδοντόκρεμα
Και το ριλάξ της Κυριακής κοντά στη φύση.

Οι άνθρωποι κυκλοφορούν και βιάζονται
Κρατώντας παραμάσχαλα
Τη σαρκοφάγο των επιχειρημάτων τους
Με τις καταστάσεις, τους ισολογισμούς
Και τα εγχειρίδια.

Διορθώνοντας κάπου-κάπου, αμέριμνοι,
Αυτόν το διακριτικό υπαινιγμό θηλιάς.

Κυκλοφορούν και βιάζονται… Δεν είναι αστείο;

Άκου:
Ακόμα,
Στην καρδιά μου
Ένας άνεμος

Να εξομολογεί τα δένδρα.

Στις άκρες των φύλλων (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Στις άκρες των φύλλων
Κινδυνεύοντας κάθε στιγμή
Σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ
Και τα μάτια μου είναι κόκκινα
Και τα χείλη σου α, μαβιά.

Δεκαεφτά της άνοιξης και στο βυθό μου
Η πιο διάφανη τρέμει τρίλια του αέρα

Σ’ αγαπώ

Τέσσερα σημειώματα
-1-
Α, ήσουν ένα αιχμηρό σφύριγμα τρένου
Στον ακύμαντο ύπνο. Κι ήμουν
Μια εξαίσια δολοφονία. Τις συνέπειες μου
Θα τις υφίστανται για πάντα οι εποχές σου
-2-
Σε τούτο το πλάτος,
Η μέρα μικραίνει αφύσικα.
Αμέσως, ο ύπνος κόκκινος
Απλώνει γύρω από το συσπασμένο σώμα
Παχύρευστος
Σαν να μην είναι πια να διαλυθεί
Στο μύθο του ερχόμενου
Ή έστω στη ζωή
Την οπωσδήποτε αγαπημένη
Και
Πεντάρφανη.
-3-
Είναι μια νύχτα ερειπωμένη τώρα

Φλέγομαι στην κόλαση που άναψες χορεύοντας
Ο πευκώνας,
που σ’ όλα τα δένδρα του κρεμάστηκα
Φεύγοντας πίσω,
κι όλες οι συλλαβές που δάγκωσα
Με το στόμα μιασμένο από την τελευταία σιωπή.

Το κράτος μου
Ονειρεύτηκε μια πυρκαγιά
Και χάθηκε
-4-
Ακόμα κι αν δεν είχες υπάρξει
Παρά μόνο σαν τύψη ανεξήγητη
Της μέλλουσας, ανεξήγητης ζωής
Ακόμα κι αν δεν είχες πει
Πάλι θα ’τανε νύχτα

Φιλικός Κύκλος
Συναναστρεφόμασταν
Αδιαφορώντας με πάθος
Για τις υστερίες μιας λογίας άνοιξης
Για τα πορτοκαλιά θηρία
Στο βύθος των ερώτων μας.
Πάντως,
Προσέχαμε τη μουσική
Που αραβουργούσε
Ανάμεσα σε δυο σφυγμούς
Κωλύματα

Πέμπτη (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Προς το ξημέρωμα
Ήταν υγρά,
Υπέφερα
Κατά πλάκες.
Ήμουν ανίατα και σχεδόν
Απαθής
Παρακολουθώντας τον πανικό στο τρίχωμα
Τη συγκινητική ευκολία να επιζώ
Το κόκκινο με τα δύο εκατομμύρια χρόνια
Να μεταστοιχειώνεται σε ηλιοβασίλεμα
Σε φόρεμα, σε ταύρο, σε φιλήματα.

Γράφοντας πάνω στον αριστερό καρπό μου Α
Ήμουν άνεργα και σχεδόν ασφαλής.

Νύχτα του Πάσχα (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Έτσι λοιπόν:
Ελευθερώνομαι.

Κάτι άγιο, κάτι τρομαγμένο και κάτι ψόφιο
Κάτι που ανασαίνει στο βάλτο και κάτι
Κουρνιασμένο στο φεγγάρι. Το φυλαχτό
Με τα μεταξένια παραμύθια
Ο γδυτός άγγελος με τον πάσσαλο και την εξουσία
Το απίστευτο χαμόγελο
Το μοναχό δένδρο ξορκίζοντας τον άνεμο
Οι αλμυροί σου ώμοι –μη-
Ξαφνικά φέγοντας –μη-

Ειρήνη για τον άνεμο
Ειρήνη για το φύλλωμα το άναρθρο.

Δεν είναι αυτός ο τόπος, εδώ θα γίνει.

Μπα, εσύ
Μια απλή φάση του θανάτου.

Πράσινο (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Έχω πράσινα μάτια και το δικαίωμα να ορίσω
Καθώς το αγριόχορτο
Τα έργα των πολιτειών και τη μοναξιά
Των μνημείων.
Το δικαίωμα να διαγράφω την Ιστορία
Καθώς ο μικρότερος αδελφός,
Που κατέβηκε το πηγάδι
Και βγήκε στον ουρανό.
Το δικαίωμα να συλλαβίσω φύλλα κι αγκάθια
Καθώς αειθαλές
Στους πνεύμονες των πάρκων
Και τη ασυδοσία της ρεματιάς.

Η έπαρσή μου είναι του πράσινου
Κι έχω δικαίωμα,
Επιβάλλοντας σιωπή στην έρημο,
Ν’ αφουγκραστώ
Τη λαχτάρα μου να υπάρξω, που διακλαδίζεται,
Βαθιά ραγίζοντας
Την πιο δυνατή λαχτάρα μου, να υπάρξει
Ο κόσμος.

Λοιπόν (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Λοιπόν
Είμαι ολομόναχη
Όπως το ζήτησα.
Αποκομμένη από το στήθος που στενάζει
Ανέμους άκακους.
Φυσάει και δεν κρυώνω πια
Είμαι ολομόναχη
Φυσάει.
Τα δένδρα χάνονται σε αδέξιες χειρονομίες
Σκέφτονται κάτι ανήλικο
Θ’ ανθίσουν.
Αλληλούια.
Ο κορυφαίος των φύλλων αναστρέφεται.
Στην άλλη όψη,
Το ρίνισμα του ασημιού που αποκολλήθηκε
Από τη βιασμένη μουσική.

Καληνύχτα, νύχτα μου
Είμαι ολομόναχη.

[Επιλογές στίχων από το μικρό ανθολόγιο της Παυλίνας Παμπούδη όπου με το γενικό τίτλο ΤΙΜΑΛΦΗ συμπεριέλαβε ποιήματα από όλες τις μέχρι τώρα συλλογές της: ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ, ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ κ.ά. Κριτήριο της επιλογής για τα ΤΙΜΑΛΦΗ ήταν η επιλεκτικότητα της μνήμης, κριτήριο πολύ απλό και ενστικτώδες, καθώς, όπως ξέρουμε, η μνήμη λειτουργεί όπως οι δυνάμεις της φύσης: και τυχαία και άδικα και αλάνθαστα…]

Κική Δημουλά, Θεόγυμνη είσαι ίσως γιατί χειμώνιασε για τα καλά η συκή ίσως και για να τρέψεις την αιδώ προς τα βαθύτερα της σημασίας της φύλλα

$
0
0

Όταν ο τελευταίος διάττων εκφωνητής πέφτοντας λέει αγαπητοί ακροατές αυτή ήταν η τελευταία είδηση της μέρας ευχαριστώ που με παρακολουθήσατε και στρώνεται των άστρων το κανάλι με τσουχτερό σιωπητήριο χιόνι αλαφιάζομαι τι να έγινε λέω που να έπεσε διάττων εκείνος που εκφωνούσε χαμηλόφωνα εμένα ώσπου να ξημερώσει της καληνύχτας του η έναστρη οθόνη

Πώς πήγε αλήθεια η μεγάλη εκείνη επιχείρηση αισθήματος που άνοιξες; Μαθαίνω σε γονάτισε. Τουλάχιστον ξεμπέρδεψες με τις υποχρεώσεις; Βοήθησες τη λήθη να χτίσει; Χρόνια ονειρευότανε δική της οικογένεια, δικό της σπιτικό, μακριά-μακριά από τη μνήμη όσων τις αγάπησαν και τις δυο (ΟΙΚΟΔΟΜΗΜΑ)

Εύα -γλυπτό της Vassiliki– (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)
Εύα
στο ευγηρίας μου σαλόνι σε δώρισε
για εμψύχωση για παρερμηνείες ζωτικές
κάποια ισχυρή θέληση πλαστουργός.

Μου θυμίζεις αμυδρή μιαν αμαρτία
που μου πρωτοχάρισε η μεγάλη
καλλιτέχνις συναίνεση του Θεού
-ανήκει τώρα στην πλούσια ιδιωτική
συλλογή της παλαιότητας.
Το διαπεραστικό κάλλος της
σε θανάσιμο μίσος το έθαψε
η σπυριάρα τιμωρία.

Θεόγυμνη είσαι. Ίσως γιατί χειμώνιασε
για τα καλά η συκή


ίσως και για να τρέψεις την αιδώ
προς τα βαθύτερα της σημασίας της φύλλα.

Λευκό το σώμα σου λες
και ποτέ δεν το είδε ο εναρκτήριος
ο καινοτόμος ήλιος της ανυπακοής

λευκό σαν των χεριών που σ’ έπλασαν
το όραμα ίσως να ξαναγεννηθείς
από πλευρά δική σου και όχι
από την τοκογλύφο πλευρά του Αδάμ
-σου πήρε όλη τη λιγοστή ανίδεη αρχή σου.

Μοιραίος δανεισμός: σαν αθεράπευτη αρρώστια
μεταδόθηκε: κανένα θήλυ πλάσμα δεν επαρκούσε
μόνο του να ασκήσει μήτε ύπαρξη απλή
μήτε ανθισμένη εκπλήρωσή της
δίχως να συμβάλει άρρην πλευρά
δανεική βεβαίως
εξ ου και επιστρέφεται αργά
ή γρήγορα ο έρωτας.

Πλαγιαστή είσαι αναδιπλωμένη.
Ίσως να κρύβεσαι από το δάνειο
από την υποχρέωση αργά ή γρήγορα
να επιστραφεί αυτό που αισθανθήκαμε

ίσως κι από φόβο μη σε αναγνωρίσει
η διαδοσίας προϊστορία σου
και γίνει πάλι θηρίο ο διωγμός σου.

Μια καλλίγραμμη αγωνία των χεριών
ολότελα σκεπάζει τη μορφή σου
προφυλάσσοντάς την από την ομορφιά της
-είναι μάγισσα, τώρα μεταμορφώνεται
σε άφθαρτη
και σε χαμένη κάποτε θα μεταμορφωθεί.

Άροτρα τα μαλλιά σου οργώνουν
ως κάτω τη μυστηριώδη των γοφών ευπάθεια.
Με επιβράβευση κυματιστά τη σπέρνουν.
Ανάσκελα σε γυρίζω μήπως μάθω
την αρχέγονη ηλικία του συμβολισμού σου.

Και εμψυχώνομαι βλέποντας ότι
μετά από τόσες γέννες αποκλήρωσης
σα σφριγηλό ωάριο μοιάζει η κοιλιά σου
έτοιμη να μας ξαναγεννήσει από δικό της
έρωτα όχι επιστρεπτέον
καθέναν μας με την ατομική του
παραδείσια χλωρότητα.

Σε κοσμογονικό μαιευτήριο εξήφθη
το μικροαστικό μου μπουφεδάκι όπου
πάνω του πλαγιασμένη κοιλοπονάς.

Όπου να ’ναι έρχεται η μαμή ξυράφι
μη φοβάσαι έχει ξεγεννήσει έξω στα χωράφια
στις αχυροκαλύβες στις εγκαταλείψεις
ένα σωρό γκαστρωμένες φαντασιώσεις.

Πως ήτανε φτωχές δε διαφέρει παράδεισο
κι αυτές όπως εσύ κυοφορούσαν.

Εκρηκτικό Πόρισμα (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)

Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς μα δεν σκοτώνω τ’ άστρα


Κυνηγέ,
υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά.
Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.
Λυτρώσου.
Όλων μας σχεδόν τα πετάγματα
κάποια τα βρήκε αζύγιαστη
ή ζυγιασμένη σφαίρα

Είτε σκάρτο νερουλό ήτανε το ικάριο κερί
είτε γιατί ο ήλιος είναι συνεργάσιμος
μονάχα με τη δύση του
είτε γιατί κατά την απογείωση εξερράγη
εκρηκτικός αντίπαλος.

Υπολόγισε τώρα τι φτερά ταπείνωσε
ενός κλουβιού το ύψος ότι τάχα
κελαηδούσαν γήινα καθημερινά
λες και η ανάγκη υπέργεια να κελαηδήσεις
δεν είναι γήινη δεν είναι καθημερινή

Μνημονεύω χώρια, με ευλάβεια προσευχετική
τα αυτοκτόνα εκείνα πετάγματα
με σφαίρα που κρυφά τους επρομήθευσε
του ακατανόητου η μεγάλη γενναιότης
δεδικαίωται:
η νεκροψία όλης αυτής της γκαντεμιάς
έδειξε πως τα μόνα καλότυχα φτερά
τα είχε η ματαιότης.

Ηρέμησε λοιπόν.
Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς
μα δε σκοτώνω τ’ άστρα.

Κι αν καμιά φορά από μανία αδέσποτη συμβεί
κάποιο να σημαδέψω
το πολύ να κλείσω τον τραυματία κελαηδισμό του
σ’ ένα κλουβάκι στίχου φευγαλέο.

Συμπληγάδες συγκρίσεις (από τη συλλογή ΗΧΟΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ, Εκδόσεις Ίκαρος 2001)
Περιμένω. Σε φουαγιέ θεάτρου.
Ώσπου να αρχίσει η παράσταση
βλέπω τι παίζεται πλαγίως
εντός ενυδρείου που διασκεδάζει
την αναμονή.

Τετράγωνο περίπου σαν κουτί
παπουτσιών στο νούμερο της υπερβολής.
Σε γωνία σφηνωμένο για να γεύονται
διπλή ασφυξία οι τοίχοι.
Μικρά ψαράκια όλο το χρυσαφί του ήλιου
επάνω σε χρυσόμυγας ξεριζωμένο βόμβο
τρέχουν πανικόβλητα. Σκυλόψαρο τζάμι
τα κυνηγά.
Νάνος βυθός. Τον γαργαλάει εύκολα
με τα κοντά της δαχτυλάκια η επιφάνεια.

Συνθλίβεται η πλεύση συχνά
στις συμπληγάδες πέτρες χαλίκι
εύρημα στεριανό.
Κάθε τόσο αγωγός κρυμμένος στέλνει
βίαιο αέρα φουρτουνιάζει κάπως η ανία
φύκια ξεμαλλιάζονται με πλαστικόν
ολοφυρμό. Για λίγο
καταποντίζεται η ορατότης.
Μισοπνιγμένη την τραβάνε πάνω κάτω
κάτι φυσαλίδες οξυγόνου μικρές
σαν καρφίτσας κεφαλάκι που βγαίνουν
από των ματιών μου τη λιγοστή φιάλη.

Τι λυπάσαι, χρυσόψαρα είναι
ούτε που γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.

Μην το λες. Και τι τάχα γνωρίσαμε;
Κι όμως το νοσταλγούμε αυτό το διόλου.

Αντί για υακίνθους είπα να σου φέρω σήμερα ηλιοτρόπια να έχει η φροντίδα μου πιο ευθυτενές κοτσάνι και το οστεώδες πλέον νόημά της να μου φανεί στρογγυλοπρόσωπο ηλιόπσορους γεμάτο. Ηλιοτρόπια. Συσσωρευτές λάμπουσας θερμότητας. Ευχήθηκα να επωφεληθείς. Κι αφού τακτοποίησα σε ύψος ομοιόμορφο αισθητικά το χρέος μου στο βάζο κοντοστάθηκα λίγο να βεβαιωθώ ότι τα ηλιοτρόπια θα τραπούν εκεί που επαγγέλνει το όνομά τους. Κατάπληκτη να στρε΄φουνε τα είδα προς της ευχής μου την παράφρονα εκπλήρωση κοιτάζοντας αντί τον ήλιο εσένα. Τιμής ένεκεν. Υπήρξες χιλιάδες έτη φωτός απέχεις (ΕΚΤΡΟΠΗ)

Ανδρέας Εμπειρίκος, Τα σύννεφα της ηδονής μέσα στη δόξα τους καθώς καθρέφτης του καιρού μιας εποχής τρανού υπερρεαλισμού

$
0
0

Η τρυφερότητα των μαστών: μια γυναίκα κάποτε μας σταματά στα κάστρα των ανέμων. Αν δεν γελάσει, πρόκειται να βρέξει άνευ ορίων άνευ όρων


[Η κωπηλασία ήτανε κοκκινωπή. Το σπέρμα που διασχίζαμε ήταν πλουσιότερο και απ’ το νερό των θερμοτέρων εορτών γι’ αυτό φτάσαμε ασυγκρίτως ανώτεροι και ως λαμνοκόποι και ως αγωγοί του λυτρωμού μας. Τώρα μας ζητωκραυγάζουν και οι χθεσινοί σχιζομύκητες και κανείς δεν μυκτηρίζει. Στα μπράτσα μας ανθούν αμυγδαλιές και από τα μάτια μας ανεβαίνουν και κατεβαίνουν οι κλίμακες των αλουργίδων με ζέση και με αυταπάρνηση χειραφετημένων νοσταλγών της κατ’ εξοχήν γυναίκας]

ΣΚΟΠΙΑ (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Κρατάμε μεσ’ στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
Στην κάθε μας ματιά.

Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
Η χάρη τους είναι ψηλή περικοκλάδα
Που σφίγγει τα μελλούμενα και τη ζωή μας
Μέσα στ’ αστέρια.

Τα μούρα (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Σημαδεμένη απ’ το πρωί θα περιμένει
Ορθή στη νύχτα κάθε ψηλαφήσεως
Αγαπητή σφαδάζουσα και μ’ έναν ήχο
Στο βάθος της σιγής που λιγοστεύει
Κι έπειτα αυξάνει την ψιχάλα των ωρών.

Το φέγγος σαν σουραύλι της αιθρίας
Γεμίζει με τα στάχυα του τα δαχτυλίδια
Που τα φορούν γυναίκες κρεμασμένα
Ανάμεσα στα στήθη τους κι ανάμεσα
Στα δροσερά φυλλώματα της ευτυχίας.


Μέρος Πομπής (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Το ρίγος των ενιαυτών δεν είναι παραπέτασμα
Είναι τριαντάφυλλο με λεμονιές στα χείλη
Είναι κουμπί σε φόρεμα βελούδινο
Και βάσις των οικίσκων μιας πολίχνης.

Κάποτε πιάνουν τα ζαρκάδια τα παιδιά
Και γρήγορα τα παρατούν
Γιατί διασκεδάζουν περισσότερο
Να βλέπουν τα κουδούνια της ανοίξεως.

Το ρίγος των ενιαυτών σκορπά τη ζάχαρη
Στα χείλη που φιλούν την οπτασία
Μια συναυλία στη ζωή και στα σοκάκια της
Κι έπειτα πάλι τα σφυρίγματα

Κόρη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Το σπίτι βρίθει από χαρά
Καθώς λαγήνι πλήρες γάλακτος στον ήλιο
Ένα κορίτσι στο παράθυρο κρυφά
Δίνει τα στήθη της στα περιστέρια.

Γιομάτα σφύζουν τα βυζιά
Και στέκουν όρθιες οι ρώγες
Τα πιπιλίζουν τα πουλιά
Κι αίφνης το γάλα ξεχειλίζει.

Ο Ανδρέας Μπρετόν (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Ασύγκριτο πουλί της οικουμένης
Στέκεις σαν κρύσταλλο στην κορυφή των υψηλών Ιμαλάϊων
Με στιλβηδόνα και με σθένος και με πάθος
Καταμεσής στον βράχος της σποριάς σου

Ηρωικό πουλί της οικουμένης
Που μοιάζεις σαν αρχάγγελος και λέων
Δεν ταξινόμησες ποτέ καμιά φενάκη
Μα τη φωνή σου σήκωσες στην γαλανή αιθρία.

Φανατικό πουλί της οικουμένης
Γερό στην πάλη και πολύκαρπο στη σημασία
Όρθιο μες στα φτερά σου ανοιγοκλείνεις
Πάντα με βεβαιότητα το μάτι.


Το χέρι (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Ψιλή κραυγή και συνεχώς αποψιλούται
Σαν μίσχος μιας νεάνιδος στον άνεμο
Φεύγουν τα πέταλά της ένα-ένα
Μεσ’ την ανταύγεια του φουστανιού της.

Η ρώμη τέτοιου πάθους πια δεν χάνεται
Μένει δεμένη στις ψυχές των φορεμάτων
Μεσ’ τα γαλάζια βλέφαρα και την λευκή της μπλούζα
Που φάνταζε σαν κυανή πριν γίνει στεναγμός

Η άκρη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Η λησμοσύνη απλώθηκε στην αμμουδιά
Κι όλα τα ψάρια θα ’ρθουν να χαϊδέψουν
Τα ολόξανθα μαλλιά της και το στήθος
Μεσ’ το γαλάζιο ψίθυρο των ντροπαλών κυμάτων

Και να που σπάζουν τώρα τα’ αντιστύλια
Κι ανθούνε στις μαντήλιες τα φιλιά
Που δίνουν μεσ’ στο σκότος στα κορίτσια
Οι ταυρομάχοι με τις κίτρινες χλαμύδες.

Βορειοανατολική παλάμη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Φλοιέ της Γης
Δέξου τα παραμύθια μεσ’ τα δένδρα
Δέξου την επιδέξια τρυφερότητα
Που σου προσφέρουν οι ερασταί.

Λίγα φλουριά πουλιούνται το πρωί
Μα πάμπολλα το μεσημέρι και το βράδυ
Φλοιέ της γης μην το φοβάσαι το σκοτάδι
Μας φέρνει πάντα την αυγή
Κρυμμένη φτερά των πίππων.

Η ώρα του δείκτου (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Βρέφη κρατούν ιππόδρομο στα χέρια
Μικρές σταγόνες πέφτουνε στον ήλιο
Από το μέλι βγήκε ο προφήτης
Που μας συμβούλεψε να μείνουμε στο ρίγος
Της ικεσίας των αχνών εκφορτωμάτων.

Πότε θα φύγω το καλλίτερο φανάρι
Μια προσβολή να φέρει στο σαράφη
Μια δέησι στα κύτταρα του χρόνου.

Τα βλέφαρα (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Προστρέχουν πάντα τα νερά
Τα χρόνια πέφτουνε στους καταρράκτες
Και μια ριπή ξαφνιάζει τα πουλιά

Όμως δεν θύμωσαν τα περιβόλια
Βόλια χαράς σφυρίζουν μες τα φύλλα
Είναι τα μήλα κόκκινα
Κι ένα διαβάτης κόβει μερικά

Στέαρ (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Η πλάστιγξ κλίνει εκεί που προτιμάμε
Κατά την ερμηνεία που της δίνουμε
Κάθε φορά που επιτυγχάνουμε στα ζάρια.

Και ιδού που επιτυγχάνουμε και πάλι
Αφού τα ζάρια πέσαν στν κοιλιά μιας γυναικός
Μιας γυναικός γυμνής και κοιμωμένης
κατόπιν κολυμβήσεως στην άμμο.

Αυτή η γυναίκα καθώς λεν οι θρύλοι
Είχε το θάρρος να περάσει μοναχή της
Γυμνή με στέαρ των κολυμβητών στο σώμα
Μια θάλασσα πλατειά και φουσκωμένη
Από τους στεναγμούς του γλυκασμού πολλών αγγέλων.

Όχθη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Είμεθα στην όχθη σαν προβλήτες
Τα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό
Και κατεβάζουν τα πουλιά
Και τα κελεύσματα των οδοιπόρων.

Μια γυναίκα κάποτε μας σταματά
Αν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξει.

Βλάστηση (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Στα χέρια μας ακμάζουν τα παιδιά μας
Και παίζουν με την κόμη μας
Κι ακούνε τη λαλιά μας.

Η κεφαλή μας ζει
Μαζί με τους κορμούς μας
Δόξα σε μας και τις γυναίκες μας
Και δόξα στα παιδιά μας

Τα βέλη (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔΟΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Ένα κορίτσι σ’ ένα κήπο
Δυο γυναίκες σε μια γλάστρα
Τρία κορίτσια στην καρδιά μου
Άνευ ορίων άνευ όρων.

Μια παλάμη σ’ ένα τζάμι
Μια παλάμη σ’ ένα στήθος
Ένα κουμπί που ξεκουμπώνεται
Ένα βυζί που αποκαλύπτεται
Ενώ ο τοξότης με τα βέλη
Λάμπει ψηλά στον ουρανό
Άνευ ορίων άνευ όρων.

Η προεξοχή (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Το βύθισμα του κόρακος στο διάστημα
Συμπαρασύρει τα νερά των ποταμών
Κυλούν οι βράχοι στις φιάλες
Και το κρασί μετουσιώνεται.

Τα σμήνη των βεγγαλικών μεσ’ τα μπουκέτα
Παλίρροια των αναμνήσεων σε μια στιγμή
Θέατρον πλήρες κόσμου που αλαλάζει
Η κάθε ανάμνηση στην καταχνιά
Ενόραση (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Το ακροατήριον βοά και περιμένει
Δέθηκε χθες και πρόπερσι στην κορυφή του
Η νέα μηχανή με τα πανέρια
Των αρωμάτων και των νυχτερινών βλυσμάτων.

Το ακροατήριον βοά και περιμένει
Με την ευχή του θερινού του πέπλου
Βέλα σιγής και βέλη της οράσεως
Απανωτά στα κρόταλα της εσοδείας

Θλάσις (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Σήμερα τήκονται τα χελιδόνια
Βάναυση λύσσα που μεθά τους οργωτάς του πόνου
Τώρα που τα παιχνίδια των αιλουροειδών
Προδίδουν τη διάθεσι της ώρας.

Α τα καημένα τα χελιδόνια
Τήονται αδίκως μεσ’ τον ήλιο
Σε μια φωτιά που ανάψανε με ρούμι
Οι τυμβωρύχοι.

Α τα καημένα χελιδόνια
Την μοίρα τους την είπε ψίθυρος
Τσιγγάνας με μαστούς παλλομένους
Πριν πέσει ο ήλιος στα ξανθά πλεμάτια
Των αλιευτικών της ανοιχτής θαλάσσης.

Ράμφος ή Η νίκη του Υπερρεαλισμού (από την ποιητική συλλογή ΕΝΔOΧΩΡΑ Εκδόσεις Γαλαξία 1934)
Η πόλις εδραιώθηκε και στέκει
Μέσα στη δόξα της καθώς καθρέφτης του καιρού της
Οι μιναρέδες της λογχίζουνε και δρέπουν
Τα σύννεφα της ηδονής.

Η πόλις σκόρπισε τα δώρα της στο νάμα
Μιας εποχής που δεν μαραίνεται στο χρόνο
Μιας εποχής τρανής γαλανομάτας
Με ελιές της Καλαμάτας στα μαλλιά της.

 [επιλογές λέξεων από την συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΕΝΔΟΧΩΡΑ, με ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες: όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει, όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ότι ποθώ τη νύχτα που συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δένδρου των μεγάλων ολισθημάτων έμεινε σποδός τετελεσμένων γεγονότων. Μπορεί, έτσι, η απαίτησις των κρίνων να μην εξεπληρώθη αλλά ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου στήθους της λέξη προς λέξη δεσποινίδος]
 

Στη Διστακτική μου ερωμένη: σιώπα όπου να ’ναι θα σημάνει η Έρημος της Αιωνιότητας!!!

$
0
0

Τώρα αμέσως, σαν όρνια ερωτικά, ας καταβροχθίσουμε το Χρόνο Εντελώς
Ας μην αργοπορούμε στις αργές δαγκάνες του
Ας τυλίξουμε όλη τη ζωτικότητα και τη γλύκα μας σε μια Σφαίρα, ο ένας τον άλλο ηδονικά σκίζοντας με μια άγρια πάλη μες στις Σιδερένιες Πόρτες της Ζωής.


Αν είχαμε Χρόνο και Κόσμο αρκετό μπροστά μας
Δεν θα ’ταν έγκλημα κυρά μου οι δισταγμοί σου
Θα αποφασίζαμε πού θα πηγαίναμε να περάσουμε
Την Ατέλειωτη Μέρα της Αγάπης μας
Εσύ στου Ινδού Γάγγη ποταμού την όχτη
Θα ψάρευες Ρουμπίνια. Εγώ στην άμπωτη
Του Άμπερ θα θρηνούσα. Θα σ’ αγαπούσα
Δέκα χρόνια πριν απ’ τον Κατακλυσμό.
Κι εσύ αν ήθελες θα μ’ αρνιόσουνα
Ίσαμε των Εβραίων τη Βάπτιση
Η φυτική αγάπη θα μεγάλωνε
Μεγαλύτερη από Αυτοκρατορία και πιο αργή.
Εκατό χρόνια θα πήγαιναν σ’ επαίνους
Των Ματιών σου και το Μέτωπό σου
Να θωρώ. Άλλα διακόσια να Λατρεύω
Το κάθε σου Βυζί και τριάντα
Χιλιάδες χρόνια για όλα τα υπόλοιπα.
Μια εποχή για κάθε μέρος του κορμιού σου
Και η Τελευταία Εποχή θα ’δειχνε την Καρδιά σου
Γιατί Κυρά μου μια τέτοια Θέση σου αξίζει.
Δεν θα σ’ αγαπούσα για μια φθηνότερη Τιμή
Μα πίσω από την πλάτη μου διαρκώς ακούω
Του Χρόνου το δρεπανηφόρο άρμα γρήγορα
Να καλπάζει κι απέραντη μπροστά μας
Ν’ απλώνεται η Έρημος της Αιωνιότητας.
Η ομορφιά σου ποτέ πια δεν θα ξαναγίνει
Ούτε στα μαρμάρινό σου μνήμα θ’ αντηχήσει
Το τραγούδι μου. Τότε τα σκουλήκια θα γευτούν
Την τόσο ζηλότυπα φυλαγμένη Παρθενιά σου
Κι η πολύτιμη Τιμή σου θα ’ναι σκόνη.
Κι ο δικός μου ολόκληρος ο Πόθος στάχτη.
Ο Τάφος είναι μια πολύ ωραία και ήσυχη γωνιά
Μα κανείς μέσα εκεί θαρρώ δεν αγκαλιάζει.

Τώρα λοιπόν όσο το ζωηρό χρώμα της νιότης
Ροδίζει στο δέρμα σου όπως η πρωινή δρόσος
Κι ενόσω η πρόθυμη ψυχή σου βγάζει
Από τον κάθε πόρο σου έντονες φωτιές
Ας απολαύσουμε ακόμα όσα προλάβουμε

Και τώρα αμέσως σαν όρνια ερωτικά
Ας καταβροχθίσουμε το Χρόνο Εντελώς
Ας μην αργοπορούμε στις αργές δαγκάνες του
Ας τυλίξουμε όλη τη ζωτικότητα
Και τη γλύκα μας σε μια Σφαίρα
Ο ένας τον άλλο ηδονικά σκίζοντας
Μια άγρια πάλη μες στις Σιδερένιες
Πόρτες της Ζωής. Έτσι και αν δεν καταφέρουμε
Να σταματήσει ο Ήλιος, θα τον υποτάξουμε

[ΠΗΓΗ: Νάνος Βαλαωρίτης, Γραμματοκιβώτιον Αεπίδοτων Επιστολών, Ποιήματα 2002-2006, Ύψιλον/ Βιβλία Αθήνα 2010]

Ανδρέας Εμπειρίκος, Η γυναίκα της εποχής μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδος που ανοίγει το στήθος της σαν μια βεντάλια την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι

$
0
0

Τότε και μόνο τότε έγινε βράδυ αλλά βράδυ κομψό ίδιο το όνειρό μας με μας κρυμμένους μέσα στα γαλάζια φύλλα του, τότε και μόνο είδαμε να τρέχει προς εμάς γυναίκα ψηλότερη από ποτέ με τρία αστέρια στο λαιμό της


[Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί, τ’ άνθη μιλούν και από τα πέταλά τους αναδύονται μικρούτσικες παιδίσκες. Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδας, οι πράξεις θέλουν άχυρα, τα φίδια κρεμαστούς μπαξέδες των χθεσινών οργίων. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. Για του λόγου το αληθές… σημάδια στα μάγουλα των ημίγυμνων γυναικών που μας προσμένουν…]

Φρουρά επί φρουράς (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Η αρχική μορφή της γυναικός ήτο το πλέξιμο των λαιμών δυο δεινοσαύρων. Έκτοτε άλλαξαν οι καιροί και άλλαξε το σχήμα και η γυναίκα. Έγινε πιο μικρή πιο ρευστή πιο εναρμονισμένη με τα δικάταρτα (σε μερικές χώρες τρικάταρτα) καράβια που πλέουν επάνω από τη συμφορά της βιοπάλης. Η ίδια πλέει επάνω στα λέπια ενός κυλινδροφόρου περιστεριού μικράς ολκής. Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μας μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδος.


Χρόνος (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια και έγειρε την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινότερων πόλεων. Μόνο μια οδοντοστοιχία κροτάλισε και το παρόν εχάθηκε για πάντα. Στα παλαιά τους βήματα έμεινε κάτι από κατιτί άλλο. Η νύχτα συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δένδρου έμεινε σποδός.

Τα κουδούνια της φρεγάδας (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Η πρώτη σειρά εξηφανίσθη. Στη θέση της ξεφύτρωσε μετά παρέλευση τριανταδύο λεπτών το ίδιο όνειρό μας με μας κρυμμένους μεσ’ τα γαλάζια φύλλα του. Μετά δυο χρόνια ξαναβγήκαμε από τη λειτουργία που παρακολούθησαν και τα φτερά των γυναικών μας και οι γυναίκες μας ψηλές (ψηλότερες τώρα παρά πριν) και με κουπιά απαλά σχεδόν γλοιώδη στα χέρια τους ήρθαν να μας σταχυολογήσουν. Ήταν πρωί γρήγορα έγινε βράδυ αλλά βράδυ κομψό παρόλο ότι φορούσε πανοπλία και μας οδήγησε. Τότε και μόνο τότε βγήκε ο επταετής κόνικλος απ’ τα μαλλιά της οικουμένης και είδαμε να τρέχει προς ημάς η πρώτη σειρά μας με τρία αστέρια στο λαιμό της.

Η Χρησιμότης της Βραδιάς (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Το κρύο μάτι της εκεχειρίας δεν προστατεύεται από τα κρύσταλλα. Μόνο τα τριαντάφυλλα γέρνουν κουρασμένα στα διαγράμματα της φιλίας πότε μ’ ένα δάκρυ και πότε μ’ ένα χαμόγελο πλεγμένο στα κράσπεδα της πενιχρής κωμόπολης. Φυσικά καρούλια δεσπόζουν αντί χρωματουργείων στις ψυχές των νέων ποτηριών του ξανθού γιαλού και πάνω από το λευκό κεκρύφαλό της μια γυναίκα ευτυχώς ξυπνημένη σπάζει τα τελευταία καρύδια της νυχτιάς. Όλα τα άλλα θρύψαλα συγκεντρωμένα δεν φτάσανε για να χτισθεί όπως έπρεπε και όπως το επιθυμούσαν το δίκορφο κονάκι γιατί στην άκρη του θαυματουργούσε το πολύκαρπο δεντρί της μαύρης.

 [επιλογές λέξεων από την συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ, με ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων. Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες: όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει, όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ότι ποθώ τη νύχτα που συνεπήρε τα υπόλοιπα κλωνάρια και στη ρίζα του δένδρου των μεγάλων ολισθημάτων έμεινε σποδός τετελεσμένων γεγονότων. Μπορεί, έτσι, η απαίτησις των κρίνων να μην εξεπληρώθη αλλά ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου στήθους της λέξη προς λέξη δεσποινίδος]

Νίκος Εγγονόπουλος, Φέρε δω τα δυο διαμάντια που κρατάς στη φούχτα σου: αυτά είναι η Αγάπη

$
0
0

Ας ρίξουμε λουλούδια εκεί που εστάθηκε το τέρας, ας οδηγήσουμε στα ευεργετικά φρέατα τους «απολύτους εραστάς της αληθείας», ας ορκιστούμε πως δεν θα πεθάνουμε ποτέ… επιστρατεύοντας όλη την αγάπη που έχουμε μέσα μας κρυμμένη ενάντια στις δυνάμεις του κακού!

 [Πλάι απ’ τη σακάτικη τη δικαιοσύνη του ανθρώπου κρύφτεται η Ερινύα βαθειά μέσα στον ίδιο φταίχτη φωλιασμένη αμείλιχτη ανελέητη που καλά ρούχα και οφίκια και νομιμοφροσύνες δεν ψηφά που η καλοπέραση δεν τηνε νοιάζει και τιμωρεί σκληρά τους άμυαλους και τους δειλούς που κάνουν το κακό. Για του λόγου το αληθές…]

Στο θάνατο του ανθολόγου της «Υψηλής Αγάπης» (από την ποιητική συλλογή ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ)
Σε τι κατεσπατάλησες πάλε τη νύχτα χθες που μας επέρασε;Σε τι μετάνοιες υπεβλήθης, σε τι πειρασμούς υπέκυψες; Σε καταλαβαίνω, το βλέπω στα κλαϋμένα μάτια σου, στα κλάυματα που στεγνώσανε την καρδιά σου και το πετσί σου, και σ’ τα κατάντησαν, δυστυχισμένε, ωσαν κελάϊδημα πουλιού, ωσάν τους ξενιτεμένους μπακαλιάρους που ορτσάρουνε στο μεσιανό κατάρτι, να υποκαταστήσουνε τις σημαίες των τόσο ανιαρών φανατισμών. Φέρε δω τα δυο μαύρα διαμάντια που κρατάς στη φούχτα σου: αυτά είναι η αγάπη! Κι αυτό που κρατάς μέσα στην τσέπη του βρακιού σου, πέταχ’ το μακριά: είναι το περβάζι της αμαρτίας, είναι το σαράκι που τρώει τα σωθικά των «ντερτιλήδων», είναι η Αψίδα του Θριάμβου απ’ όπου περάσανε το λείψανό σου, Βενιαμίν Peret.

ΙΚΕΣΙΑ» (από την ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ)
Η νύχτα διαδέχεται τη μέρα.Και ως η μέρα είναι η περιοχή των δένδρων και των λουλουδιών, έτσι και η νύχτα είναι η περιοχή των φαντασμάτων και των κρουνών. Τοποθετείς τη σκάλα στον τοίχο, και με πολλή πολλή προσοχή περνάς «απ’ την άλλη μεριά». Αντιλαμβάνεσαι ψιθύρους, σν θρόϊσμα νεκρών φύλλων, και το κελάρυσμα των νερών, τον σχεδόν ανεπαίσθητο θόρυβο που κάμνει η ρόδα του μύλου. Ένας τροχός, ένα αλέτρι, αστέρια κι αρχίζουν τα θαύματα και τα μάγια της νύχτας. Με τα χείλια κολημμένα στ’ άσπρα της πόδια, στοχάσου καλά, λέγε μέσα σου πως δεν θα πάψεις ποτέ να ελπίζεις, πως δεν θα πάψεις ποτέ να πιστεύεις, πως δεν πάψεις ποτέ να ικετεύεις, πως δεν θα πάψεις ποτέ να επιστρατεύεις όλη την αγάπη, που έχεις μέσα σου κρυμμένη, ενάντια στις δυνάμεις του κακού.

[επιλογές λέξεων από την συλλογή του Νικου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, δηλαδή από τον υπερρεαλισμό μιας ατέρμονος ζωής: του ποιητή πια μόνη –θεόθεν – σωτηρία λύσις παρηγόρηση μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές ό εστί μεθερμηνευόμενο η κοιλάδα των ροδώνων]


Έκτωρ Κακναβάτος, Οι κουπολάτες ρεμάλια λαιστρυγόνων όσο να λύσουν τις πρυμάτσες πουλάνε τ’ αζιμούθια

$
0
0

Ετούτος και ο άλλος δρόμος σ’ έπαιρνε το κατόπι μες στους ίσκιους σπάζοντας την πόρτα μας μπαίνοντας βγαίνοντας ψάχνοντας ο αντίχριστος για θηλυκό μια νεραντζιά μια προσευχή με τις πλεξούδες κρυμμένη στα στρωσίδια

[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

Περίληψη Οδύσσειας (από την ποιητική συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Το άλλο πιο γιαννιώτικο πιο λεπτοδουλεμένο
έλεγα περίτεχνο πως θ’ άναβε
κατάστηθα της ώχρας σαν εικονομάχος.


Πάνω σ’ αυτό σπάνε με το σεισμό οι ουσίες
κι ορμούνε τα νέα ονόματα:
γιαλός γυαλί αλίαρτος
οι κουπολάτες ρεμάλια λαιστρυγόνων
τις ξέρει πούθε μιλημένοι
του χαμού χύνονται του ναύκληρου
σε λίγο γύφτικα καρφιά πλάι στα μηλίγγια
του οι κάργιες
όσο να λύσουν τις πρυμάτσες πουλάνε
τ’ αζιμούθια δίχως εντόσθια οι Φοίνικες…

Κι ο άλλος
τι κατάρτι θε μου ανάμεσα της σιωπής
τι φθισικός και τι αμίλητος
ακόμη του Λαέρτη ο γιος
για ένα νησί τα μάτια του πικρά του απήγανου
για κάτι άπιαστο του νου που λέει
δεν έπεσε με κουρσεμούς
ούτε με Τροίες και με Πρίαμους και φεύγει
κατά που μήτε Αχαιοί μήτε κουπιά
πορεία
ή γλάρος.

Ετούτος και ο άλλος δρόμος (από την ποιητική συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Εφέτος της ευαισθησίας
πάλι πεινώντες γυμνητεύοντες.
Ριγωτός του πρώην σεισμού συλλάβιζε
τα βήματά σου
ετούτος και ο άλλος δρόμος
σ’ έπαιρνε το κατόπι μες στους ίσκιους
σπάζοντας την πόρτα μας μπαίνοντας
βγαίνοντας
ψάχνοντας ο αντίχριστος για θηλυκό
μια νεραντζιά μια προσευχή με τις πλεξούδες
κρυμμένη στα στρωσίδια
ω να ’τρεχαν τ’ αδέλφια της να πρόφταιναν.
Εγώ κρατιόμουνα απ’ το σκοτάδι με μια
πρόκα όπως το πισσόχαρτο
εσύ και από τη θύμηση νερού πιο λίγος.

Κήτος ανήκουστο και πεντέξι χαλίκια
είναι ό,τι απόμεινε απ’ όσα λέγαμεν εχθές
που πάλι ουρανός επάφλαζεν ανάμεσό μας.

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

ΣΤΑΣΙΜΟ και ΕΞΟΔΟΣ (μαζί): σαν βγεις στο δρόμο στον πηγαιμό για την ΚΑΘΑΡΣΗ μια λέξη λύνει τα «μάγια» κάθε κακοδαιμονίας και συμφοράς: ΑΝΘΡΩΠΟΣ

$
0
0

ΠΑΡΑΒΟΛΕΣ που συμβαίνουν σε μιαν άλλη ΑΠΟΚΡΙΑ
(«...τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας, και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες...»)



α] ΠΑΡΟΔΟΣ ή μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η ΑΠΟΚΡΙΑ.
«ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ»μιας εφιαλτικής πραγματικότητας (διάβαζε ΕΜΦΥΛΙΟΣ...), ο Σαχτούρης το 1952 έγραφε για μια άλλη ΑΠΟΚΡΙΑ.... «Με το πρόσωπο στον τοίχο» της παγκοσμιοποιημένης στυγνής πραγματικότητας των οικονομικών κρίσεων (και όχι μόνο)
όλη η ανθρωπότητα έζησε και ζει πάλι το χρονικό προαναγγελθέντων πολέμων (κατ’ εξακολούθηση μεταφορικά και κυριολεκτικά).  Είναι μια άλλη αποκριά κι αυτή που θα συμβεί σ’ αυτό τον ίδιο άλλο κόσμο....
Γιατί να γράψει κανείς άλλα ποιήματα (δεν είναι εποχές για ποίηση κι άλλα παρόμοια που έλεγε και ο ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ εν έτει 1948...)
Αφού σαν πάει κάτι να γραφεί είναι ως αν να γράφονταν από την άλλη μεριά αγγελτηρίων θανάτου...  Οπότε αλλάζεις τους χρόνους στα ρήματα, προσθέτεις δυο τρεις λέξεις για παραλλαγή στην οπτική γωνία
και να’ την περιέται η σημερινή ΑΠΟΚΡΙΑ) 
η ΑΠΟΚΡΙΑ του Σαχτούρη σήμερα...
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνεταιαυτή η αποκριά
και βλέπουμε από τους καναπέδες
έρημους δρόμους τηλεοπτικούς
όπου δεν αναπνέει κανείς
πεθαμένα παιδιά ανεβαίνουν στον ουρανό,
και κατεβαίνουν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους έχουν ξεχάσει δίπλα στο σβησμένο μαγκάλι
πέφτει αυτό το ίδιο χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος ηλεκτρονικός
ματώνει τις καρδιές (;)
μια γυναίκα γονατισμένη
(πόσες γυναίκες γονατισμένες... από πότε... μέχρι πότε)
αναστρέφει τα μάτια της σα νεκρή
φάλαγγες μόνο περνούν στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια
(εν δυο διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες «άρματα δρεπανηφόρα»
στους αιθέρες...)

Το βράδυ το φεγγάρι
βγαίνει αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
(και τότε και τώρα)
το δένουν και το πετούν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ ένα άλλο κόσμο γίνεται ανέκαθεναυτή η αποκριά

β] ΣΤΑΣΙΜΟ: «ευσεβής ποιητικός πόθος: επί «ασπαλάθων» οι πάσης μορφής και κάθε εποχής τύραννοι


Σε καιρό δικτατορίας δημοσιεύτηκε το ποίημα του ΣΕΦΕΡΗ «επί ασπαλάθων» (1971)που εύχεται τη μεταθανάτια τιμωρία των τυράννων. Ο ποιητικός ευσεβής πόθος έχει την προϊστορία του στην «Πολιτεία» του ΠΛΑΤΩΝΑ (Πολιτεία 614- 616), όπου ο ΑΡΔΙΑΙΟΣ, τύραννος που είχε διαπράξει πολλές ανόσιες πράξεις, εκτίει στον άλλο κόσμο τη φοβερή ποινή που επιβαλλόταν στους άδικους: «... τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στα ασπαλάθια (= αγκαθωτούς θάμνους) και σε όλους όσους περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα»
Θεούλη μου τι όμορφη ευχή αυτή, αν μπορούσε να συμβεί και για τους σημερινούς ανθρωπόμορφους τυράννους

ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ (οι τύραννοι πάσης μορφής και κάθε εποχής)...
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη...

Γαλήνη.
Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
(τον ΜΠΟΥΣ αυτόν, τον Τόνυ Μπλερ, τη Μέρκελ)
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«τον έδεσαν χειροπόδαρα»μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιάιος ΜΠΟΥΣο πανάθλιος Μπλερ…(και ακολουθούν άλλα ονόματα κατά βούληση και κατά εποχή…)

Δυστυχώς δεν ήταν ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣοι στοχασμοί του ΣΕΦΕΡΗ... για πράγματα που ομολογείς δύσκολα, σε ώρες όπου δεν βαστάς, όταν βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά... ο πόλεμος...
ΔΙΟΤΙ
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους
ο άνθρωπος ..... ένα δεμάτι χόρτο,
διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο,
ο άνθρωπος: χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
ο άνθρωπος: μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
ο άνθρωπος:  πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
.......................................
Άλλοιφωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοιμπερδεύονται μεσ’ στα αγαθά τους,
άλλοιρητορεύουν.
(άλλοι κάνουν συνόδους κορυφής, άλλοι συλλαλητήρια)
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μήπως είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις φίλε....
Όμως τη σκέψη .....
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ’θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων...
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων....
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω από το δένδρο του μπαμπού
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
..............................................
Ετούτα (κι εκείνα)  ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα (κι εκείνα)  φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δένδρα εκείνα
που ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες...
Ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα
κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος....

γ] ΕΞΟΔΟΣ με ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ 2004 (Για παροικούντες την Ιερουσαλήμ)

Παλαμάκια ιαχές γονατιστών ανθρώπων
ντυμένων στα μαλάματα, επίσημων κι ωραίων.
Τριάντα έξι χαμόγελα πατριωτών,
εφτά ψηφίσματα πεζεβέγκηδων 
μπαγκατέλες κουραφέξαλα συμβουλατόρων μουστερήδων

Σκληρό ροκ για να ξορκίσουν το δαιμονικό
Μάνα μου τα κλεφτόπουλα
βροντερό παρών γεμάτο πάθος κι έμφαση
σ’ όλα τα μικρόφωνα, σ’ όλες τις κάμερες
σ’ όλα τα παράθυρα σ’ όλα τα κανάλια
«κι ας σφυρίζουν τα δρεπάνια σ’ άλλο χωράφι»
Θα τα νικήσουμε τα εσκαμμένα σίγουρα ναι

«Στιγμές της πληρωμής για
παλικάρια μαραγκιασμένα από δημόσιες
αμαρτίες
Νομίσματα πάνω στο τραπέζι»
για Σαδδουκαίους περιωπής που
«κατήσθιον βους Υπερίωνος Ηλίου»

Λούφαξαν στο λαγούμι της ενωμένης τους Ευρώπης
«καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες το κλουβί του»

«Κατόπιν τούτου νομίζω δικαιούσθε με το παραπάνω» να τρέξετε σ’ άλλα παράθυρα, σ’ άλλα κανάλια... σ’ άλλα bigbar, σ’ άλλα famestory, σ’ άλλα survivor

«Α, ρε Λαυρέντη,
εγώ που μόνο ήξερα τι κάθαρμα ήσουν,
τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα...»

Ελλάς Ελλήνων
Εκσυγχρονιστών της Αθηναϊκής σχολής
Ελλάς Ελλήνων ηθογράφων, ψυχογράφων 
bestbefore...
(Μανόλη το κατάλαβες τι τόπους βοσκής για τις γκαμούζες μας τάζουν πάλι;)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Toκείμενο αυτό, κατ’ αποκοπή ομότιτλου ποιήματος του ΜΑΝΟΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ με εμβόλιμα σχόλια από τους ΝΕΟΥΣ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ του ίδιου ποιητή, διανθισμένο με στίχους σε εισαγωγικά από το ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΤΑΘΜΟ του Σεφέρη, προέκυψε  ως «εφήμερη σελίδα» ΕΠΙ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΤΩΝ ΗΛΩΝ στο ΑΚΡΟΝ ΑΩΤΟΝ ΣΙΩΠΗΣ ΙΩΒΗΛΑΙΟΥ ( www.afterzed.gr/kartas  ) από το διπολισμό των εικόνων της επικαιρότητας:  1ηΕΙΚΟΝΑ πάντα επίκαιρη: όλοι αυτοί οι επώνυμοι και μη εξαιρετέοι «ΜΑΪΝΤΑΝΟΙ», που κάθε βράδυ στολίζουν τα παράθυρα της T.V. (σαν άλλοτε και τώρα)  2ηΕΙΚΟΝΑ σουρεαλιστική όπως έρχεται στο νου με το σχόλιο του ΣΕΦΕΡΗ:  «οι άπειρες βρωμόμυγες  του συρφετού των πολιτικατζήδων», όταν προσπαθούν με την κομματική στρατηγική και την πολιτική σκοπιμότητα να κρατήσουν τη λεπτή ισορροπία των ίσων αποστάσεων από θύτες και θύματα, από πολίτες εν δυνάμει ψηφοφόρους… ΣΗΜΕΙΩΣΗ-2η: Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ σήμερα, με όποια ετικέτα εκσυγχρονισμού, έχουν υψώσει φλάμπουρο κομματικού φανατισμού ακμαιότατο τη χρόνια «ανοσία» στην ουσία των καθημερινών πραγμάτων και έχουν κάνει το όνομα και τη χάρη της εξουσιαστικής αλαζονείας τους....  μόνιμη ασυλία στην ένοχη συνείδηση. «Σαν έξαφνα, όμως, ώρα μεσάνυχτα ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά», θα έχουν τη μύγα και θα δουν στο  «Α ΡΕ ΛΑΥΡΕΝΤΗ...» του ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ ν’ αντικατοπτρίζεται το μικρό τους όνομα...! Ανέτοιμοι από καιρό, δήθεν θαρραλέοι, όλος κόσμος το έχει τύμπανο ότι η Αλεξάνδρεια τους φεύγει κι αυτοί κρυφό καμάρι τη νιότη τους, που δεν έδειχνε τον κακό τους το φλάρο!

 ΕΤΙΚΕΤΕΣ: Κάθαρση, Κάθαρση, κάθαρση

«Σ’ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν’ αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται.Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ.Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας αναλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα» (επίλογος της ομιλίας του Γιώργου Σεφέρη στην Ακαδημία της Στοκχόλμης την ημέρα που του απένειμε το βραβείο Νομπελ Λογοτεχνίας για το 1963) 

κι άλλη ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ημέρα… Πίεση! (κι όμως κανείς δεν πέθανε ακόμη από αηδία για όλα αυτά)

$
0
0

Κώστας Καρυωτάκης, ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια "ελλιπή" μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κι ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.



Κι ένα συνονθύλευμα στίχων χάριν της ημέρας
Οι ποιητές όπως πάντα θα γράφουν ωραία ποιήματα
προσπαθώντας, τουλάχιστον, μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
να κάνουν τη ζωή τους όπως την θέλουν,
ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
όπου σελαγίζει ο δικός τους αστερίας,
τριγυρνώντας  μερόνυχτα
σε ορίζοντες λευκούς της αστραπής και του ονείρου

Κι αν σου μιλούν με παραβολές και παραμύθια,
για κοράλλια και μαργαριτάρια
και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
κεχριμπάρια κι έβενους κι ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής
Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και θυμωμένο Ποσειδώνα,
για ευτυχία και μέθη κι ενθουσιασμό ακόμη,
σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας,
μες στο γδυτό νερό καβάλα στο μαΐστρο
λέξεις χλομές πληγωμένα ελεγεία

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκύτερα
κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή,
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει,
σου δίνει το ωραίο ταξίδι, την Ιθάκη
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας
κι έτσι σοφός που γίνεσαι με τόση πείρα,
με σκέψη υψηλή θα συλλογίζεσαι
πως τούτα εδώ
που γράφουν οι ποιητές
δεν είναι άλλο παρά εικόνες
που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι
και πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα
που ανοίγοντας τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων,
ματώνει ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου
τα μεθυστικά πουλιά…
[Συνονθύλευμα στίχων Μανόλη Αναγνωστάκη, Οδυσσέα Ελύτη, Κωνσταντίνου Καβάφη, Γιάννη Ρίτσου και Γιώργου Σεφέρη που συνδιαλέγονται μεταξύ τους ζητώντας απόκριση στα ερωτήματα που οι απαντήσεις τους γεννούν άλλες ερωτήσεις επ’ άπειρον επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δένδρων – ολόκληρο το ΣΥΝΟΝΘΥΛΕΥΜΑ «Άφησε με να ’ρθω στον ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΤΑΘΜΟ ονείρων εξαίσιου ίλιγγου Σιωπής» με ΚΛΙΚ στον παραπάνω σύνδεσμο]

Νάνος Βαλαωρίτης, Αν είχαμε Χρόνο και Κόσμο αρκετά μπροστά μας δεν θα ’ταν έγκλημα Κυρά μου οι δισταγμοί σου

$
0
0

Τώρα, λοιπόν, όσο το ζωηρό χρώμα της νιότης ροδίζει στο δέρμα σου όπως η πρωινή δρόσος κι ενόσω η πρόθυμη ψυχή σου βγάζει από τον κάθε πόρο σου έντονες φωτιές, ας απολαύσουμε ακόμα όσα προλάβουμε και τώρα αμέσως σαν όρνια ερωτικά ας καταβροχθίσουμε το Χρόνο Εντελώς, ας μην αργοπορούμε στις αργές δαγκάνες του, ας τυλίξουμε όλη τη ζωτικότητα και τη γλύκα μας σε μια Σφαίρα ο ένας τον άλλο ηδονικά σκίζοντας…

Έλα γρήγορα να καβαλήσουμε ένα σιντριβάνι κι ένα ξανθό αεράκι με χαλινάρι το ουράνιο τόξο καταπατώντας τον άκαρδο καιρό της τάξης των φτηνών απομιμήσεων, όταν με λιονταρίσια χαίτη ένας τυφλός επαίτης παίζοντας μια φυσαρμόνικα σε μια γωνιά του δρόμου έναν ξεχασμένο πια σκοπό… τον καιρό του τέλους του πολέμου δεν έμελλε να ξανασυναντηθούμε μας απομάκρυνε η δίνη του πολέμου και ξεχάστηκε το επεισόδιο

Στη Διστακτική μου Ερωμένη (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟΝ ΑΝΕΠΙΔΟΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (Ποιήματα 2002-2006 Ύψιλον / βιβλία)
Αν είχαμε Χρόνο και Κόσμο αρκετό μπροστά μας
Δεν θα ’ταν έγκλημα κυρά μου οι δισταγμοί σου
Θα αποφασίζαμε πού θα πηγαίναμε να περάσουμε


Την Ατέλειωτη Μέρα της Αγάπης μας
Εσύ στου Ινδού Γάγγη ποταμού την όχτη
Θα ψάρευες Ρουμπίνια. Εγώ στην άμπωτη
Του Άμπερ θα θρηνούσα. Θα σ’ αγαπούσα
Δέκα χρόνια πριν απ’ τον Κατακλυσμό.
Κι εσύ αν ήθελες θα μ’ αρνιόσουνα
Ίσαμε των Εβραίων τη Βάπτιση
Η φυτική αγάπη θα μεγάλωνε
Μεγαλύτερη από Αυτοκρατορία και πιο αργή.
Εκατό χρόνια θα πήγαιναν σ’ επαίνους
Των Ματιών σου και το Μέτωπό σου
Να θωρώ. Άλλα διακόσια να Λατρεύω
Το κάθε σου Βυζί και τριάντα
Χιλιάδες χρόνια για όλα τα υπόλοιπα.
Μια εποχή για κάθε μέρος του κορμιού σου
Και η Τελευταία Εποχή θα ’δειχνε την Καρδιά σου
Γιατί Κυρά μου μια τέτοια Θέση σου αξίζει.
Δεν θα σ’ αγαπούσα για μια φθηνότερη Τιμή
Μα πίσω από την πλάτη μου διαρκώς ακούω
Του Χρόνου το δρεπανηφόρο άρμα γρήγορα
Να καλπάζει κι απέραντη μπροστά μας
Ν’ απλώνεται η Έρημος της Αιωνιότητας.
Η ομορφιά σου ποτέ πια δεν θα ξαναγίνει
Ούτε στα μαρμάρινό σου μνήμα θ’ αντηχήσει
Το τραγούδι μου. Τότε τα σκουλήκια θα γευτούν
Την τόσο ζηλότυπα φυλαγμένη Παρθενιά σου
Κι η πολύτιμη Τιμή σου θα ’ναι σκόνη.
Κι ο δικός μου ολόκληρος ο Πόθος στάχτη.
Ο Τάφος είναι μια πολύ ωραία και ήσυχη γωνιά
Μα κανείς μέσα εκεί θαρρώ δεν αγκαλιάζει.
Τώρα λοιπόν όσο το ζωηρό χρώμα της νιότης
Ροδίζει στο δέρμα σου όπως η πρωινή δρόσος
Κι ενόσω η πρόθυμη ψυχή σου βγάζει
Από τον κάθε πόρο σου έντονες φωτιές
Ας απολαύσουμε ακόμα όσα προλάβουμε
Και τώρα αμέσως σαν όρνια ερωτικά
Ας καταβροχθίσουμε το Χρόνο Εντελώς
Ας μην αργοπορούμε στις αργές δαγκάνες του
Ας τυλίξουμε όλη τη ζωτικότητα
Και τη γλύκα μας σε μια Σφαίρα
Ο ένας τον άλλο ηδονικά σκίζοντας
Μια άγρια πάλη μες στις Σιδερένιες
Πόρτες της Ζωής. Έτσι και αν δεν καταφέρουμε
Να σταματήσει ο Ήλιος, θα τον υποτάξουμε

Εσπευσμένα (από το ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟΝ ΑΝΕΠΙΔΟΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Η Γενοβέφα ήρθε πάλι χθες το βράδυ
να καβαλήσει το καλάμι ν’ ανοίξει
τα γυμνά της μπούτια στο πεζούλι
να ερεθίσει τους ηδονοβλεψίες

με πόζες άσεμνων περιοδικών
με μικρές αναπνοές κι ανεπαίσθητες
μετατοπίσεις των μηρών ήρθε ένα
Σάββατο μια Κυριακή μια Καθαρή
Δευτέρα να μας ψήσει το ψάρι στα χείλη

Κρεολή απ’ την Καραϊβική μελαχρινή
Ινδοκινέζα από τις Καναρίους νήσους
όρμησε ν’ αρπάξει ένα πακέτο
γράμματα που άλλοτε είχε στείλει

στον άνθρωπο με το βελούδινο βλέμμα
τον άνθρωπο που έκοβε κάθε πρωί
το δεξί του αυτί μ’ ένα ψαλίδι οψιδιανό
κι ήρθε μια κραυγή απ’ της Ανατολής τα μέρη

να γεννοβολήσει δράκους και νεράιδες
με εφτά στητά βυζιά και παραφυάδες
να συμπληρώσει το άδειο μέρος
που άφησε στον πίνακά του ο ζωγράφος

του ύψους ή του βάθους, το είπανε,
με θέμα το αμάρτημα των πρωτοπλάστων
και βγήκε απ’ τη φιάλη ιδίοις αναλώμασι
καθημαγμένος ο ιερός καπνός

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια Ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

Δημήτρης Δημητριάδης, Ένα κάλεσμα μέσα απ’ τα χόρτα η λαγνεία του σκοτεινού βάθους

$
0
0

Θα γίνει αυτό που δεν έχει γίνει μέχρι τώρα ποτέ. Θα γίνει ο θάνατος αρχή για την εξονυχιστική αναδίφηση του καθετί που προηγήθηκε ώστε η γνώση να μιλάει από την αρχή και ο θείος τρόμος να καθοδηγεί, να προτρέπει και να κατανέμει επιβραβεύοντας τα επιτεύγματά του… Για να δει η σκόνη το πρόσωπό της και να συναισθανθεί. Γιατί αυτό θα είναι ο γλιτωμός. Ο κήπος: στέρνο με φόρα προς την πλάτη και ώμοι ανυψούμενοι επάνω απ’ το κανονικό και νύχια με στροφή προς τα μέσα και το κλάμα ωσάν κρίση σκλήρυνσης των κυττάρων σ’ απρόσιτα επίπεδα…

Κανείςδεν γλιτώνει από το διωγμό του λάθους, γιατί το λάθος είναι ο διωγμός κι ο διωγμός η κατεύθυνση του ανθρώπου. Κανείς δεν θα γλιτώσει απ’ την κατεύθυνση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι η κατεύθυνση του ανθρώπου κι αυτό δεν έχει παρηγοριά. Καθετί που έρχεται, δε φέρνει την παρηγοριά, φέρνει την κατεύθυνση του ανθρώπου και ο άνθρωπος δεν θα γλιτώσει ποτέ απ’ τον άνθρωπο, γιατί ο άνθρωπος είναι το λάθος του ανθρώπου. Όποιος επιχειρήσει να βγει απ’ το λάθος, θα εισχωρήσει βαθύτερα μέσα στο λάθος, κι όποιος επιχειρήσει να διώξει το λάθος, θα διώξει τον άνθρωπο εισχωρώντας βαθύτερα μέσα στον άνθρωπο… (ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ 2)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ 3 (αποσπάσματα)

Ο παιδικός κήπος για τον επερχόμενο θρίαμβο του θανάτου.


Τίποτε πιο πάνω από τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος και τίποτε άλλο.
Ο παιδικός κήπος για την ανθρωπώδη επιτέλεση του κυρίως ανθρώπινου ποορισμού. Να που έρχεται το υπέρτατο αγαθό
εν είδει ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι η δικαιοσύνη του κτήνους.
Μια ζεστή νύχτα κάτω από τα μεγάλα σκοτεινά δένδρα
με τα άστρα στο ύψος των ματιών, η λαγνεία του σκοτεινού βάθους,
μέσα στα χόρτα, ένα κάλεσμα μέσα απ’ τα χόρτα, μια έλξη
που έρχεται μέσα απ’ τα χόρτα, μέσα απ’ το σκοτεινό βάθος
του αίματος, δένδρα σαν πράσινη θάλασσα, φορτωμένα, απέραντα
σα νεύρα σε ώρα εγκλήματος, ασάλευτα, υγρά σα στόμα
που φιλήθηκε με τον ιστορικό τρόπο που φιλά το ανθρωπώδες,
τυλιγμένα στην ηρεμία του επερχόμενου θανάτου,
ο παιδικός κήπος με το θεώδες δένδρο στη μέση
σαν όργανο εξαγνιστικών εκτελέσεων.
Μια ανύποπτη νύχτα. Όλα τα πρόσωπα εκεί σημαδεμένα με την άγνοια.
Κανένας τριγμός, με την ασυναίσθητη φρίκη της άγνοιας,
μέσα στο γάργαρο γέλιο που πίσω του στήνεται η παράσταση
για τη συντριβή του υπέρτατου και την υποταγή του αγαθού
εν είδει ανθρώπου αείποτε και εσαεί ολοσχερώς.
Τίποτε πιο πάνω από τον άνθρωπο. Η ασυναίσθητη άγνοια της φρίκης.

Μια άλλη νύχτα.
Πάλι χόρτα.
Ένα ξέφρενο κυνηγητό, άγρια χτυπήματα στα κέντρα του σώματος,
χωρίς λόγο, θανάσιμα ίσως, ο άνθρωπος σαν άνθρωπος,
πιστός στον άνθρωπο,
χτυπήματα ανθρωπώδη, ανθρωοώδεις κλωτσιές, ανθρωπώδεις νυχιές
Όλα στον άνθρωπο είναι ανθρωπώδη, ο άνθρωπος είναι ανθρωπώδης.
Ο άνθρωπος και τίποτε άλλο
Ο άνθρωπος είναι η δικαιοσύνη του Θεού.
Η πρώτη νύχτα. Το μυαλό
δεν μπορεί ακόμα να πιάσει τις δυο άκρες της κλωστής που κεραυνώνεται,
η άλλη νύχτα όμως είναι μέσα στην πρώτη νύχτα,
τα ίδια δένδρα, η ίδια ησυχία μες στα μεγάλα σκοτεινά δένδρα,
η ίδια λαγνεία, η έλξη,
τα αίμα πάντα εκεί, το πάντα αίμα,
ένα αφάνταστο μετάξι αρωματισμένο κατεβαίνει χρυσοκόκκινο
μέσα από τη σμίλη της ψυχής του ουρανού των αντανακλάσεων,
λικνίζεται γύρω απ’ τα μικρά σώματά με την άγνοια του σπέρματος,
με την άγνοια της σφαγιαστικής αιχμής του σπέρματος,
γυναίκες που είναι η ζωή,
γυναίκες που η ζωή χωρίς αυτές αφαιρείται,
μέσα στο αφάνταστο μετάξι που λικνίζεται κατεβαίνοντας  αρωματισμένο,
μέσα στη δροσιά της θάλασσας των δένδρων,
στη μυρωδιά του τριμμένου χόρτου,
στο ίδιο χόρτο επάνω η μία άκρη, στο ίδιο χόρτο και η άλλη
της κλωστής που πάει να σπάσει κεραυνωμένη,
σώματα μικρά με την άγνοια της σημασίας του χρυσοκόκκινου λικνίσματος,
γυναίκες
που δεν θα πεθάνουν ποτέ αλλά που αυτές θα πεθάνουν
για να διαψευστεί η πανάρχαια πίστη.
Οι γυναίκες.
…………………………………
Αν ο άνθρωπος και τίποτα άλλο, γλιτωμός δεν υπάρχει και τα μάτια ας κλάψουν, ας γύρει το κεφάλι κι ας κλάψει για πάντα
ας πάρει κι άλλο τον κατήφορο το σώμα, ας επινοήσει το μυαλό
κι άλλον κατήφορο του σώματος,
ας δίνεται το σώμα από φρίκη σε φρίκη μην περιμένοντας τίποτε άλλο
αν μόνον ο άνθρωπος.
Γιατί,
αν ο άνθρωπος και τίποτε άλλο,
τίποτε για τον άνθρωπο. Χωρίς το άλλο, τίποτε.
Τόσος κατήφορος, τόση ολισθηρότητα, τόση απογύμνωση
κι ακόμα και πάλι η πίστη στο υπέρτατο αγαθό εν είδει ανθρώπου.
Ο παιδικός κήπος για τον επερχόμενο θρίαμβο του θανάτου.
Εδώ πληρώνει η πίστη, όσο πανάρχαια κι αν είναι.
Οι γυναίκες τυλιγμένες η μία μέσα στην άλλη,
ατέλειωτα σεντόνια βουτηγμένα σε ζεματιστό νερό
και κρεμασμένα απ’ τα μαλλιά τους σαν συλημένοι γάμοι,
πόδια ξυπόλητα καρφωμένα σε σπαραγμένες πέτρες,
είδωλα εξαγριωμένα επάνω από αναποδογυρισμένες θάλασσες,
με την αποφορά να τρέχει σαν αίμα προβάτου στα μπούτια τους,
με φωνές που φτάνουν ως τη ρίζα των σκοτεινών δένδρων,
Δοσμένες οι γυναίκες στη αφθαρσία της φύτρας τους
και τον κόσμο ατενίζοντας σα μετέωρο σύμπλεγμα φρίκης και οδύνης,
τραβάνε όλα τα φέρετρα μέσα στην κοιλιά τους
ξεσκίζοντας το ανεξιχνίαστο αραβούργημα του αφαλού,
σπέρνοντας την αθανασία τους με τον όμιμο θάνατο.
Αν οι γυναίκες πεθαίνουν,
τότε δεν είναι μόνο ο άνθρωπος και τίποτε άλλο,
είναι πρώτα το άλλο και μετά ο άνθρωπος,
πρώτα το αλλοειδές και μετά το ανθρωπώδες,
γιατί το ανθρωπώδες είναι η δικαιοσύνη του κτήνους,
το ανθρωπώδες είναι η θεοδικία του θεού,
και από αυτό δεν υπάρχει γλιτωμός.
Οι γυναίκες είναι αθάνατες αλλά πεθαίνουν
για να μην είναι τίποτα πιο πάνω απ’ τον άνθρωπο,
για τον επερχόμενο θρίαμβο του θανάτου.
Ιδού που έρχεται ο παιδικός κήπος.
Το μικρό σώμα αρπάζεται και στρέφεται με ανθρωπώδη βία
προς τη λαγνεία του σκοτεινού βάθους κι εκεί παραδίνεται στο βιασμό,
στον καταιονισμό των κοκάλων, μέσα στα χαμομήλια,
μέσα στ’ άστρα που έχουν κατεβεί στο ύψος των ματιών,
φωνάζοντας χωρίς ν’ ακούγεται,
τρέχοντας στα πόδια που τρέχουν φωνάζοντας σαν αίμα,
Το κρανίο συντρίβεται αλλεπαλληλεπάλληλα
και τα λαγόνια πεθαίνουν τη γυναικεία σαψιχάνωση
παραληρώντας δοσινέλυτα
καθώς η ραχοκοκαλιά  προσηλιούται μ’ ένα ψυχανέμισμα των άκρων
που φέρνουν τα χλοερά φυλλώματα στις αποχρώσεις των νεκρών.
Το μικρό σώμα είναι η μία και η άλλη άκρη της κλωστής
που ανθρωπιάζεται στο έπακρο
και σβήνει σα να γεννήθηκε το κτήνος μέσα στο θεό.
Η ένωση γίνεται στις κοιλότητες του μικρού σώματος
που μαθαίνει τα άκρα του και συλλαμβάνει τη δικαιοσύνη του,
μετά τη χοελώδη συνριβή του που το ψυχαλίζει.
Χέρια που γίνονται χέρια,
το ζώο ξαναγυρίζει στη θέση του απ’ όπου βλέπει τον κόσμο μετρημένο,
η φτέρνα νιώθει την ακμή της στη νέα αποδοχή του χώματος,
και έρχονται οι τιμωρίες.
Γεμίζει ο κήπος τιμωρίες. Οι τιμωρίες  σα γυναίκες.
Οι τιμωρίες που τίποτε πιο πάνω από τον άνθρωπο.
Γιατί,
αν τίποτε πιο πάνω απ’ τον άνθρωπο,
τότε τίποτε για τον άνθρωπο.
Τότε τίποτε πιο κάτω απ’ τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος το πιο κάτω.
Ο άνθρωπος σωματίζεται το πάνω και ψυχαλίζεται το κάτω,
σωματίζεται και ψυχαλίζεται και κρέμεται αόβιτος,
λουσμένος στην πορφύρα που τον ντύνει μ’ ανθρωπώδη λύσσα,
μέσα στα τροχισμένα δόντια και στη φρελανία των αιχμών του.
………………………..
Το τέλος πρέπει να δίνει λόγο στην αρχή,
σ’ αυτήν να ξαναγυρίζει και απ’ αυτήν να ξαναρχίζει για να είναι τέλος.
Το τέλος πρέπει να γυρίζει γονατιστό στην αρχή,
δέρνοντας τα μάγουλα και την οσφύ με τα δάκρυά του,
και να ομολογεί πώς από τότε το ταξίδι και γιατί
συνεχίστηκε με ολοένα τρομερότερες σφαγές
και να μαθαίνει επιτέλους ποιος ο προορισμός του αίματος.
Αργά όμως.
……………………………………
Γ΄ ΑΝΤΙΦΑΣΗ
Η μύτη δρασκελώντας βίαια μια μέρα το απαραβίαστο όριο της οράσεως, έπειτα από χρόνια προμελέτη, φώναξε θριαμβευτικά μ’ όλη τη δύναμη των ρουθουνιών της: «Το μάτι ήταν μέχρι τώρα δυνατότερο απ όλα στο πρόσωπο, από τώρα όμως στη θέση του θα βλέπω εγώ». Και γυρίζοντας να κοιτάξει για πρώτη φορά τον κόσμο, τον είδε άοσμο, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που πανικοβλημένη αναζήτησε την όσφρησή της για να επιβεβαιώσει τη συγκλονιστική αυτή εντύπωση, ήταν όμως πολύ αργά. Η όσφρηση είχε εξοβελιστεί για πάντα από τη μύτη. Έτσι, η μύτη αναγκάστηκε από κει και μπρος να βλέπει τον κόσμο χωρίς να μπορεί να τον μυρίσει και χωρίς να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τη συγκλονιστική αυτή εντύπωση που δεν έχει καμιά σχέση με την όραση. Αυτό την τρέλανε και κάποια μέρα τη βρήκαν κρεμασμένη με βγαλμένα μάτια. Από τότε είναι που επικράτησε η παροιμία: «Όποιος το μάτι του ζητά με μύτη να το βγάλει, ούτε καπνό μπορεί να δει ούτε και να μυρίσει αιθάλη».

Δημήτρης Δημητριάδης, Υπάρχει μια νύχτα πιο σκοτεινή απ’ τη νύχτα

Σώμα δοσμένο στο φως, περασμένο μέσα απ’ τη δροσιά της ομιλίας, τυλιγμένο στις επαναληπτικές κουβέρτες που νιώθουν την πάλη σου, περίμενε, μείνε εκεί και περίμενε χωρίς να ελπίζεις, αφέσου, χάσου, σμίξε με τη φλεβίτιδα των μεθυσμένων εικόνων και την ακατάσχετη αιματουρία των παρομοιώσεων, δώσου, δωσ’ τα όλα, σβήσου, αδικήσου, γίνε η συντριβή του μυαλού, σώμα σε μυαλό εξουθενωμένο, μαυρισμένο, σα μυαλό τραυλισμένο, σαν ομιλία φρενοβλαβούς που εκφωνεί τον τελευταίο του μονόλογο ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ 4
για την αντιγραφή: : Δεσμώτης στονΊλιγγο της Σκιας 1000 Λέξεων= Μια Εικόνα Ποιήματος

Νάνος Βαλαωρίτης, Καταστρέφω κάθε ίχνος που να προδίδει βίωμα ανάμεσα στις Συμπληγάδες

$
0
0

Κάθε λέξη που γεννάω καταβροχθίζεται διαμιάς από μια καταπαχτή, από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, τη ρητορεία, τη βλακεία, απ’ τα παράσημα και τις στολές, απ’ τις υποσχέσεις και την υποκρισία, την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία και τ’ απορρυπαντικά… Μιλάω, λοιπόν, με πρόσωπο αποστραμμένο… Αναλύω την κατάσταση, χωρίζω τα γεγονότα απ’ τις φαντασιώσεις, τοποθετώ στην αλυσίδα που συνδέει χειρονομίες εκφράσεις, τις εκατέρωθεν απώλειες, τη συμπόνια με το υψωμένο δάχτυλο, την ενδοσκόπηση, την εγκαρτέρηση, την επίσημη διαστρέβλωση των ειδήσεων, τη θεωρία και την πράξη…

Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…

ΑΝΤΙ-ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ (από το βιβλίο ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)


Μιλάω με το πρόσωπο αποστραμμένο. Καταστρέφω
Πίσω μου ό,τι έχω, χαρτιά, δαχτυλικά αποτυπώματα,
Ενθύμια, χειρόγραφα, γράμματα, ρούχα, μπανιερά,
Παπούτσια, κάθε ίχνος που να προδίδει βίωμα. Μιλάω
Με το πρόσωπο αποστραμμένο… Αναλύω την κατάσταση
Το κάνω ψύχραιμα, χωρίς εμπάθεια, με απόλυτη ενέργεια
Χωρίζω τα γεγονότα απ’ τις φαντασιώσεις. Δεν προφητεύω
Διαπιστώνω με τρομερή σχολαστικότητα τα συμβάντα
Τοποθετώ στην αλυσίδα που συνδέει χειρονομίες, εκφράσεις,
Τις εκατέρωθεν απώλειες, τη συμπόνια με το υψωμένο
Δάχτυλο, την ενδοσκόπηση, την εγκαρτέρηση,
Την επίσημη διαστρέβλωση των ειδήσεων, τη θεωρία
Και την πράξη, τα όνειρα μεταξύ τους, τις νύχτες στη
Συγκαπούρη, με τ’ απόγευμα στο Ρίο Ιανέιρο,
Τις μέρες του καλοκαιριού στην εξοχή με τις ώρες
Του γραφείου το χειμώνα, τις άδειες στιγμές ανίας
Με την πλούσια εμπειρία μιας νέας συνάντησης, το τόνο
Με το ύφος, τη δομή μιας φράσης με τη σημασία της,
Τον έναν άνθρωπο με τον άλλο, την ουσία της ζωής
Με την επιφανειακή έννοια που της αποδίδουμε,
Το χρέος το ηθικό όπως διαφέρει από πρόσωπο
Σε πρόσωπο, την έφεση προς το απόλυτο όπως τη βλέπει
Ο καθένας μ’ άλλο τρόπο, τα επεισόδια που συσσωρεύονται,
Τους πυροβολισμούς των αστυνομικών τμημάτων, τις απόπειρες δολοφονίας, τις μανιακές εκδηλώσεις του τύπου,
Την υστερία των μεγάλων αστέρων του Κινηματογράφου,
Το πανικό του πλήθους σε μια διαδήλωση, την εγκαρτέρηση,
Την αποφασιστικότητα, τον ηρωισμό παιδιών, που χθες ακόμα
Κρεμιόντουσαν απ’ τα φουστάνια της μάνας τους, τα βασανιστήρια
Που διαψεύδονται και συνεχίζονται αδιάλειπτα, τις μπόμπες,
Την παρανομία, τις οργανώσεις, την παράλληλη εξουσία των ανταρτών
Της πόλης, τους στασιαστές, τα πλοία του Έκτου Στόλου,
Τη λεμονάδα Ήβη, τα τσιμέντα Ηρακλής, τα λογοτεχνικά βραβεία,
Τις ταινίες του Μπουνουέλ, του Μπερτολούτσι, του Γκοντάρ,
Τη ρητορεία των εκπροσώπων της επιστήμης
Ιδεολογίας, την κοινοτυπία, τις διαμαρτυρίες, την έμφαση
Στο χτυπημένο πόδι, το τραβηγμένο πιστόλι, την αυτοκτονία,
Τους δισταγμούς της αντίστασης να χύνει αίμα, την ειρωνεία,
Την εγκαρτέρηση, το σαρκασμό, τη λεμονάδα Ήβη,
Τα παγωτά στα διαλειμματα του έργου… Το Έργο
Το ίδιο που βρίσκεται πάντα μπροστά μας και που έχει
Ως μοναδικό σκοπό την ολοκληρωτική απελευθέρωση του
Ανθρώπου απ’ τα δεσμά του… Τα χιόνια στην Πάρνηθα,
Το κύμα του Σαρωνικού. Μιλάω με το πρόσωπο
Αποστραμμένο, όχι γιατί φοβάμαι μη ε δείτε, αλλά γιατί
Είμαι ο καθένας…

Κάθε λέξη που γεννάω (από το βιβλίο ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Κάθε λέξη που γεννάω –μπαμ μπαμ
Καταβροχθίζεται διαμιάς –
Από μια καταπαχτή –
Στο πάτωμα ενός σπιτιού –
Που το χτίσανε χωρίς καμιά –
Χειρωνακτική δουλειά –
Ένας ψηλός κι ένας κοντός –
Με μπλουζάκι και γραβατίτσα –
Παίζοντας δυο μπαγλαμάδες –
Και να ’σου κι έρχονται από ψηλά –

Δυο άγγελοι με φλογέρα –
Σπαθιά που κυματίζουνε –
Και χωρίς καμιά χειρονομία –
Βάζουνε φωτιά στο σπίτι –
Που το ’χτίσαν τα δυο παιδιά –
Κι έμεινε μες το χωράφι μόνη –
Μια κρυφή καταπαχτή –
Που άμα την ανοίξεις βγαίνει –
Το σκοτάδι του μυαλού –
Που αχόρταγο καταβροχθίζει –
Κάθε λέξη που γεννάω -ντουγρού

Κατάσταση αντιπολιορκίας (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον
Από σένα κι από μένα, απ’ τον τάδε, απ’ τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική
αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη βλακεία,
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους εκφωνηθέντας λόγους,
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την κουτοπονηριά,
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την υποκρισία,
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά,
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες,
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τα άρθρα για την Εκπαίδευση, την πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές,
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις
Της σπονδυλικής στήλης, τη γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
την υποψία, τους κατατρεγμούς, το φόβο, τη θρασύτητα, τους διαγωνισμούς
Καλλονής, την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων, πολιορκούμεθα από τους βάναυσους,
Τους άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας, από τον εαυτό μας,
Κι από ό,τι άλλο βάλλει ο νους σας, πολιορκούμεθα στενά.

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

Οδυσσέα Ελύτη, Φωτοστέφανα ειδυλλίων που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρτημα

$
0
0

Κι αύριο είναι πρωί – μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου, προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς κι υψώνοντας τις φλόγες  σαν τ’ αλαφριά κορμιά της καλοσύνης, θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανογραφίας

 [Από το ελάχιστο φτάνεις πιο εύκολα οπουδήποτε. Μόνο που ’ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ’ αγγίζεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση – αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. Έτσι μπορεί να νιώσει κανείς την παρουσία της ηδονής ως μέσα στις κόρες των ματιών του, των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα]

Διόνυσος- αποσπάσματα (από τη συλλογή ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1940)
Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών
μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας,
είναι μια χαίτη που κεντρίζεται
απ’ την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας
γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας


όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως των εσπερίων παρθένων,
όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν
και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι
σε ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών…
Όταν οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας
σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών
που ωράισαν τη διαύγεια
σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό
κι από τον κάθε χτύπο τους ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα…
Σκούνες γοργές του πόθου
εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο και άνεμο
για να πλεύσει κατά δω,
στα πεζούλια των άστρων, μια αιωνιότητα!
Ω σα θα μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος
κι θα υψωθεί απ’ τον τέτοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα των κορμιών
που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς
στις ρίζες της Χίμαιρας,
όλος ο κόπος θα στάζει σε διαμάντια
κι οι βηματισμοί των πόθων
θα φλέγονται στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου.
Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης
μέσα σε πανδαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών.
Κι αύριο είναι πρωί –
μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου
και θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση
που ήβραν οι ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα
ώσπου να λάμψει ο Έρωτας
που μας παίρνει και μας ξαναδίνει
σαν παιδιά μες στην ποδιά της Γης!
Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ’ άλλο μούχρωμα,
ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών
μεσ’ στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως
πέρα απ’ το ακρωτήρι της καλής ανταύγειας,
εκεί που φλέγονται τα αισθήματα  που όλα τα στήθη σφίγγουν,
ακατανίκητα έπαθλα μιας καθαρής ζωής.
Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας
 λυγισμένης με άνεμο και λόγο!

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Οδυσσέα Ελύτη, για να μας ΞΥΠΝΗΘΕΙ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ, που ολοένα με απίθανες χειρονομίες δρα… Γιατί όντας αρνητικό του ονείρου φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα. Γι’ αυτό φεύγα ζαρκάδι, Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή]


Το κορίτσι φορούσε σκουλαρίκι με χρυσή αλυσίδα κι είχε πάντα πιασμένα πίσω τα μαλλιά

$
0
0

Οι κομμώτριες είναι πρόθυμες, γελάνε εύκολα και πέφτουν γρήγορα στον έρωτά σου. Ξέρουν να κρατάνε σπίτια, αν χρειαστεί, είναι φιλότιμες και σπανίως φέρνουν αντιρρήσεις…


Ζούσε στο δρόμο με τα προσφυγικά. Το ξέρω επειδή την είχα δει κάμποσες φορές να βγαίνει από το ίδιο κατώφλι.Τις Κυριακές περνούσε με τις φίλες της από την πλατεία όπου διάφοροι τύποι με γαλάζιο πουκάμισο και μουστάκι έπιναν ούζο κι έτρωγαν μαρίδα κι ελιά με την οδοντογλυφίδα. Εγώ καθόμουν πάντα άκρη-άκρη, απόμερα, με την εφημερίδα στο χέρι. Δεν έπινα ούζο, καφέ έπινα και καμιά φορά έτρωγα και κάνα λουκούμι. Πώς τη λέγανε δεν έμαθα ποτέ, ήξερα όμως τι ώρα θα περνούσε κάθε Κυριακή και φρόντιζα να είμαι πάντα εκεί. Φορούσε ένα σταυρουλάκι με χρυσή αλυσίδα, και είχε πάντα πιασμένα πίσω τα μαλλιά. Μια μέρα κάποιος από δίπλα τής σφύριξε καθώς περνούσε, και μου άναψαν τα αίματα. Δεν είπα κουβέντα, φυσικά. Δεν είχα κανένα δικαίωμα να νευριάσω. Εκείνη προχώρησε χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, την είδα όμως που χαζοχαχάνισε με τις φιλενάδες της. Κι έλαμψε το πρόσωπό της.
«Ξέρεις γιατί μ' αρέσουν οι κομμώτριες; ρώτησε ο ένας μουστακαλής με το γαλάζιο πουκάμισο τους άλλους.Επειδή είναι πρόθυμες, γελάνε εύκολα και πέφτουν γρήγορα στον έρωτά σου. Ξέρουν να κρατάνε σπίτια, αν χρειαστεί, είναι φιλότιμες και σπανίως φέρνουν αντιρρήσεις. Κι έπειτα, τι πιο ωραίο επάγγελμα από αυτό; Ξέρεις πολλά μέρη που να κάθεσαι στην πολυθρόνα σου, και με ένα δεκάρικο να στέκεται μισή ώρα κλαρίνο από πάνω σου η λεγάμενη, να σου πλένει και να σου χαϊδεύει τα μαλλιά και να σου χώνει το βυζί στη μούρη;».
Οι άλλοι γέλασαν και συμφώνησαν, προσθέτοντας διάφορες αστείες λεπτομέρειες που λησμονώ.Εγώ ντράπηκα λίγο. Το όνομά της δεν το έμαθα ποτέ, είχα μάθει όμως τι δουλειά έκανε. Δεν ήταν λίγο. Από την επόμενη κιόλας μέρα πήρα σβάρνα τα αντρικά κομμωτήρια - όχι τα μπαρμπέρικα, τα άλλα, τα λουξ - και έψαχνα να τη βρω. Να μου χαϊδέψει για μια φορά και τα δικά μου μαλλιά. Και να πλησιάσει το στήθος της στο πρόσωπό μου. Να δω πώς μυρίζει ο κόρφος της, και να βεβαιωθώ αν η μυρωδιά της ταιριάζει με κείνο το φιλάρεσκο, ωραίο χαμόγελο που είχα δει εκείνη την Κυριακή στο πρόσωπό της
[ΠΗΓΗ: Ιστολόγιο Τρεις Ευχές: http://thethreewishes.wordpress.com/ ]

Ελένη Σεργίου, Στιγμιαίες αστραπές Λέξεων σμιλεύοντας το φως

$
0
0

«Θα τα πούμε σύντομα». Έπεσε κάθετα πάνω στην οθόνη του υπολογιστή με εκκωφαντικό θόρυβο. Η καρδιά μου ξέρει πως δεν πρέπει να σε ρωτήσει
πόσο διαρκεί το «σύντομα». Αν η ανάγκη να μου μιλήσεις δεν κοχλάζει σήμερα, απόψε, τώρα, άφησε το «σύντομα» να γίνει «ποτέ», να χαθεί στη λιγοστή τη βλάστηση, στις χαμηλές ξερολιθιές όπου η ασπαίρουσα καρδιά συνεχίζει να ονειρεύεται και να ταξιδεύει με το βιβλίο «Σμιλεύοντας το Φως»
…[
ANTEPOEM]

Koίτα μέσα μου

Κοίτα πέρα, εκεί, μέσα μου.
Έχω γεμίσει κεραυνούς που θέλουν να σου μιλήσουν.
Είπες οι κεραυνοί σου τραυλίζουν απόψε.
Δεν είδες τις αστραπές των λέξεών σου
που κρυφά δραπέτευσαν απ’ το inbox του υπολογιστή
και τους κατατρόμαξαν.

Ωστόσο, προσπαθούν κι αυτοί μαζί με μένα
και τα καταφέρνουν
όχι να μιλήσουν
όχι να σου μιλήσουν
μα να φέρουν την βροχή.

Συνέχισε να κοιτάς μέσα μου.
Μούσκεψε το βλέμμα με την βροχή μου
κι άφησέ την να κυλήσει επάνω μου
καθώς θα με κοιτάς.

Ένα απ' τα σκουπίδια του

Δεν θα σε πάρει αγκαλιά τρυφερά.
Δεν θα σου πει παραμύθι να σε νανουρίσει.
Δεν θα σου διαβάσει ποίημα για ν’ αποκοιμηθείς.
Μες στη σιωπή θα ονειρευτείς κι απόψε πως όλα έγιναν.

Εκείνος πέταξε την αγάπη σου στα σκουπίδια,
στον τενεκέ των σκουπιδιών
μαζί με τ’ αποφάγια όλων των γυναικών
που ανάμεσα στα πόδια τους
προσπαθεί να πνίξει την αγάπη του
σχεδόν κάθε βράδυ.
Κι όταν το πρωί ξυπνάει
και ανακαλύπτει το όνομά σου στο στόμα του
το φτύνει στον νεροχύτη
μαζί με τα υπολείμματα οδοντόκρεμας.

Η αγάπη σου ζει ακόμα στον σκουπιδοτενεκέ του
κι η αγάπη του κολυμπάει στην φτηνή ηδονή
που ελπίζει μια μέρα να κουραστεί,
να παραδοθεί στα κύματα,
να πνιγεί.

Κράτησε τα μάτια κλειστά
να μην τρέξουν άλλα δάκρυα.
Σκύψε με ευλάβεια μπρος στις σκέψεις σου για κείνον
τώρα που κανείς δεν σε βλέπει
και απήγγειλε τα ποιήματά σου
αυτά που γράφτηκαν, γράφονται και θα γραφτούν για κείνον
κι ας μην σ’ ακούει κανείς.
Ούτε εκείνος.

Βιλανέλα γλυκιά σαν σοκολάτα

Γλυκιά μου, τον πήρες πολύ στα σοβαρά
ενώ εκείνος έπαιζε τον κούκο τον μονό.
Άργησες, αλλά το κατάλαβες χρόνια μετά.

Τι να την κάνεις την φλυαρία του στα γραπτά
όταν το στόμα του παραμένει ακόμα βουβό;
Αχ, γιατί τον πήρες τόσο πολύ στα σοβαρά;

Τι κι αν θαυμάζει τα ποιήματά σου στα κλεφτά;
Δεν κατάλαβες ότι σου παίζει κρυφτό;
Το κατάλαβες, αλλά πολλά χρόνια μετά.

Σου άφησε ωστόσο, μοναδικό κληροδότημα κρυφά
την ποίησή του, να την κατακτήσεις σαν βουνό
και σε είπε «γλυκιά μου» κι εσύ το πήρες σοβαρά.

Στα ποιήματά σου τώρα ακούς τα δικά του τρεχαλητά.
Πως να τον πιάσεις αφού τον έκανες πρίγκιπα φτερωτό;
Σου πήρε χρόνια και χρόνια, αλλά το κατάλαβες μετά.

Τώρα πίνει την σοκολάτα σου ηδονικά και μεθά
αλλά μόνο το παιχνίδι τον ενδιαφέρει αυτό καθ’ εαυτό.
Λάθος σου γλυκιά μου που τον πήρες σοβαρά.
Άργησες, αλλά εν τέλει το κατάλαβες καλά!

[Η Βιλανέλα (villanella) εμφανίστηκε αρχικά τον 16ο αιώνα στην Ιταλία ως παραδοσιακή χορευτική μουσική με θέματα της αγροτικής ζωής, κατόπιν ως μπαλάντα που τραγουδούσαν τροβαδούροι στην Γαλλία, και αργότερα τον 19ο αιώνα πέρασε στην Αγγλόφωνη ποίηση και απέκτησε την σταθερή της μορφή με πρωτοπόρο τον Ντύλαν Τόμας. Η Βιλανέλα αποτελείται συνήθως από πέντε τρίστιχες στροφές (tercets: τερτσίνες) και μια τελική τετράστιχη. Ο πρώτος και ο τρίτος στίχος της πρώτης στροφής ομοιοκαταληκτούν και επαναλαμβάνονται αυτούσιοι ή ελαφρώς παραλλαγμένοι εναλλάξ στις υπόλοιπες τέσσερις στροφές ως ρεφραίν και συνθέτουν τους δύο τελευταίους στίχους της τελικής τετράστιχης στροφής. Η Βιλανέλα έχει μόνο δύο ομοιοκαταληξίες που δίνουν ρυθμό στο ποίημα. Εκτός από τον Ντύλαν Τόμας Βιλανέλες έχουν γράψει απ’ τον 20ο αιώνα έως σήμερα οι: Όσκαρ Γουάιλντ, Τζαίημς Τζόυς, Σύλβια Πλαθ, Γουίλιαμ Έμπσον, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ώστιν Ντόρπσον, Σέιμους Χήνυ, Τόμας Χάρντυ, Ρόμπερτ Λόουελ, Γ.Χ. Ώντεν, Ντέιβιντ Σαπίρο, και στα Ελληνικά πρόσφατα ο Χάρης Βλαβιανός.]

Lost in waters

Φανατικός λάτρης της θάλασσας
συνδεδεμένος μαζί της με βιωματικές σχέσεις
ενσωματώνει το στοιχείο του νερού
και του γαλάζιου ορίζοντα στα ποιήματά του.
Ότι αρνείται να πεθάνει
το εξορίζει σε νησίδα στο βάθος του ωκεανού
κι ας πλημυρίζει ο ωκεανός το μυαλό του
κι ας κολυμπάει κρυφά κάθε βράδυ η καρδιά του προς την νησίδα.
Το πρωί ξυπνά ασθμαίνοντας και λέει,
«δεν βαριέσαι, ιστορίες περασμένων χρόνων…»
Όταν όμως πιάσει το μολύβι
οι λέξεις του μούσκεμα ως το κόκαλο
κι οι στίχοι του μ’ αρμύρα γεμάτοι είναι
κι ας προσπαθεί να γράψει για χειμωνιάτικες καταιγίδες,
για βόρειους ανέμους και αποδράσεις μες στο κρύο.
Είναι καιρός που δεν διαλέγει τις λέξεις.
Αυτές τον παίρνουν απ’ το χέρι και τον οδηγούν.

Ένα αγόρι θαλασσοδαρμένο που παλεύει στην κορυφή των κυμάτων
να διασχίσει την θάλασσα, να φτάσει στην ακτή,
να ξεφύγει, να γλυτώσει, να σωθεί
απ’ αυτό που λατρεύει, αυτό που μισεί.
Αυτό είναι.
Όσο και να μεγαλώνει, παραμένει αυτό το αγόρι
που συνεχίζει να επαναλαμβάνει μέσα απ’ τα δόντια,
«τα ‘κανες μούσκεμα αγόρι μου!»

Σονέτο καλοσύνης ή συγχώρεσης

Αρπαχτικά πουλιά στις διεσταλμένες κόρες των ματιών του
με αιχμηρά ράμφη ανοιχτά, έτοιμα για επίθεση
είναι το πρώτο που βλέπεις στο πρόσωπό του.
Καθώς σε πλησιάζει, οι ανάσες των πουλιών καυτές
ναρκώνουν τις αισθήσεις σου. Όλες, εκτός απ’ την όραση.

«Ω! Τα σέβη μου μικρή μου πριγκίπισσα!»
και με μια ελαφριά υπόκλιση ελευθερώνει τις φτερούγες των πουλιών.
Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι φτερούγες ή χέρια
αυτά που απλώνονται μπροστά σου γιατί είναι τυλιγμένα σε φλόγες.
Δίνεις τα χέρια στις φλόγες του και παίρνεις φωτιά.
Μένεις ακίνητη να βλέπεις ολόκληρη τη ζωή σου να καίγεται.

Ας ειδοποιήσει κάποιος για τη φωτιά, σκέφτεσαι, -εσύ δεν έχεις φωνή.
Ας μην ειδοποιήσει κάποιος για τη φωτιά, εύχεσαι.
Αν σβήσει η φωτιά, θα σβήσει και το όνειρο μαζί της.
Εδώ σονέτο
Μην παραξενευτείς με αυτό το ποίημα. Δεν ομιλεί η ποιήτρια εδώ.
Η αγάπη παρουσιάζεται απότομα μπροστά σου γυμνή και ολόκληρη.
Χαίρεσαι που δεν είναι δική σου. Εσύ θα επιζήσεις απ' την αγριότητά της
Φοράς το δαχτυλίδι του Φαρμακίτη του Δομήνικου* που σε προφυλάσσει
απ' το κακό - τα δεινά της αγάπης. Κάποιος άλλος θα σωριαστεί νεκρός. Όχι εσύ.
Ωστόσο, είναι κοντά σου και λάμπει (έχει κάνει ημέρα τη νύχτα σου)...
φλογίζει το πρόσωπο κάποιου άλλου, όχι το δικό σου - νομίζεις.
Αστραπιαία σκέψη δυσκολεύει την ανάσα σου και λύνει τη γλώσσα σου.
Με ήχους ακατάληπτους και βρεφικές κραυγές προσπαθείς να τη διώξεις μακριά σου έγκαιρα.
Φοβάσαι ότι η φωτιά που πλησιάζει θα σε οδηγήσει στην άκρα ημέρα, στην άκρα στιγμή.
Αντί να φύγει εκείνη απλώνεται οριστικά και αμετάκλητα... ζεστή και όμορφη
όπως όταν ξυπνά το πρωί. Μυρίζει άνοιξη, μυρίζει ζωή, πρωινή ευωχία και
σου θυμίζει ξαφνικά ένα βλέμμα που δεν ξέχασες κι ούτε θα ξεχάσεις ποτέ
...γιατί εσύ είσαι το βλέμμα αυτό
.

Είμαι κι εγώ ένας Θεός από έρωτα για κάθε ανεπανάληπτη στιγμή μου

$
0
0

«Τι Θεός, τι μη Θεός και τι αναμεσό τους;» (Γ. Σεφέρης) «Πάτερ υμών ο εν τοις ουρανοίς, στον ουρανό κανείς» (Ν. Καρούζος) Θεέ, άφησες τους φτωχούς φτωχοί να είναι, γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον Παράδεισό σου (ΜΠΡΕΧΤ)


1. Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Ύμνος στο Θεό»
Βαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί, και τους αφήνεις να πεθάνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος
κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απ’ το αιώνιο Σχέδιό σου.
Άφησες να πεθάνουν οι νέοι και οι χαροκόποι
μα αυτούς που θέλαν να πεθάνουν, δεν τους άφησες…
πολλοί από κείνους τώρα έχουν σαπίσει
πιστεύανε σε σένα, και πεθάναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.
Άφησες τους φτωχούς φτωχοί να μείνουν χρόνια και χρόνια
γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απ’ τον Παράδεισό σου.
Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
πεθάνανε μακάριοι, όμως – και σαπίσαν παρευθύς.
Λένε πολλοί πως δεν υπάρχεις και τόσο το καλύτερο.
Μα πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτό που μπορεί έτσι να
ξεγελά;
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δεν μπορούν χωρίς
εσένα να πεθάνουν –
πες μου, τι σημασία έχει – το ότι δεν υπάρχεις;
(Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο)

2. Τάσος Λειβαδίτης, «Το υπόγειο»
Αν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Εγώ κάθομαι εδώ ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλοσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου να τελειώνω
– α εσείς, εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ’ τους αιώνιους φόβους της ήττας.
Είμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.
(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. I, Κέδρος)

3. Ζακ Πρεβέρ, «PATER NOSTER» (Πάτερ υμών)
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς
Μείνε εκεί
Κι εμείς θα μείνουμε στη γη
που κάπου-κάπου είναι όμορφη
Με τα μυστήρια της Νέας Υόρκης
Και μετά με τα μυστήρια των Παρισίων
Που είναι αντάξια αυτών της Τρινιτέ
Με το μικρό της κανάλι του Ουρκ
Το μεγάλο Κινέζικο τείχος της
Τη ριβείρα της του Μορλαί
Τις αταξίες της του Καμπαί
Με τον Ειρηνικό Ωκεανό της
Και τις δυο λιμνούλες της του Κεραμικού
Με τα καλά παιδιά και τα κακά
υποκείμενά της
Με όλα τα θαύματα του κόσμου
Που είναι εδώ
Απλά πάνω στη γη
Προσφορά σε όλον τον κόσμο
Διασκορπισμένα
Αυτοθαυμαζόμενα που είναι
τέτοια θαύματα
Και που δεν τολμά να το ομολογήσει
Όπως μια ωραία κόρη που δεν τολμά
να δείξει τη γύμνια της
Με τα φοβερά δεινά
του κόσμου
Που είναι λεγεώνες
Με τους λεγεωνάριούς τους
Με τους βασανιστές τους
Με τους κυρίαρχους του κόσμου
Με τις εποχές
Με τα χρόνια
Με τις ωραίες κόρες και τους γερο-μαλάκες
Με το άχυρο της αθλιότητας που σαπίζουν
μέσα στο ατσάλι των κανονιών.”

4. … Χάρις Αλεξίου: «Θεός αν είναι»…
[ΠΗΓΗ: ΛΟΓΟΣ ΠΑΡΑΤΑΙΡΟΣ δυνατός μέσα σε μια Πολιτεία που σωπαίνει: http://itzikas.wordpress.com/ ]

Δώρα Κασκάλη, Καρφώνουμε τις λέξεις, χλωμά ξυλιασμένα κορμιά, πάνω σε λευκά χαρτιά με προστακτικά ονόματα

$
0
0
Κόρη πατέρα μάνα γιου εγγόνα δανεικής γιαγιάς. Πώς να με ορίσω; Όχι όπως μου έμαθαν. Να βρω έναν άλλο τρόπο που να περιλαμβάνει εμένα κι όχι μόνο επίθετα και ουσιαστικά σε βιογραφικό ευρύτερης κοινωνικής αποδοχής… Με κάποια υπερβάλλουσα ευαισθησία ανάμεσα σε παραγράφους με ωραίες χωρίστρες κι έναν παλλόμενο ερωτισμό στις παρομοιώσεις και μεταφορές…


Savoir vivre
 Οι χορτασμένοι
μας καθίσανε σε γιορτινές ροτόντες
μιλούσανε περίλυπα
για την κακή μας μοίρα
καπνίζανε και πίνανε  με πληγωμένο βλέμμα
κοιτάζοντας μάλλον λοξά τα μαυρισμένα νύχια μας

Συσκέπτονταν με δημοκρατικές και ανοιχτές διαδικασίες
για το καλό το μέλλον μας
για τη μικρή ζωή μας
την άχαρη που στήνεται με τις πρησμένες φλέβες
στις ουρές του ΟΑΕΔ
για μια ελεημοσύνη

Οι χορτασμένοι
μας κοιτούν και με κομψές κινήσεις
μας δείχνουν πώς κρατούν
πιρούνι και μαχαίρι
πάνω από τα πιάτα μας
που χάσκουν
άδεια μάτια

Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΜΕΤΑ: Ακουστικός τηλέγραφος
Ναι, έχετε έναν δικό σας προγραμματισμό. Μια κάποια υπερβάλλουσα ευαισθησία, που προσπαθείτε να στριμώξετε σε παραγράφους με ωραίες χωρίστρες, μετρημένες με τον πόντο και καλογυαλισμένες. Έναν παλλόμενο ερωτισμό που χύνεται από τα περιγράμματα των λέξεων, υπονοείται στις παρομοιώσεις και υπόσχεται στις μεταφορές. Έχετε, όλα τα έχετε. Τουλάχιστον τα δηλώνετε προγραμματικά βάσει αυτού του παμπάλαιου σχεδίου που κληροδοτείται λιγάκι φθαρμένο, ενίοτε παραποιημένο από τη μια ανδρότροφη γενιά στην άλλη.
Θα σας έλεγαν Αντίνοο, Ευρύμαχο κι αργότερα θα πήρατε χριστιανικά ονόματα, θα βαπτιστήκατε με σταγόνες βασιλικού σε πιο ηθικές παραδόσεις. Αλλά αυτό το προσωπείο σας είναι πανάρχαιο, μην το στολίζετε με χάρτινα λουλούδια. Ένα μουντό φαγιούμ έχει εγχαραχτεί στο μέσα δέρμα, κάτω απ’ το βλέμμα της αποπλάνησης. Ακούω τα βήματά σας έξω απ’ το γυναικωνίτη μου. Όταν με νιώθετε να πλησιάζω στην πόρτα, καμώνεστε τον αδιάφορο, όταν κάθομαι στο σκληρό μου θρόνο και παίζω με τις κλωστές του αργαλειού, σφυρίζετε τα εκμαυλιστικά τραγούδια σας που σέρνουν γητειές.
Όταν σας παραδοθώ, θα πάψω να υπάρχω. Θα διαλυθώ σε χίλια κομμάτια, πιστή μούμια που ξέφυγε απ’ τον τάφο της, γιατί πίστεψε στο ελιξίριο ενός ανέφικτου έρωτα. Αυτό το σκληρό φως που κρύβουν τα διάκενα του λόγου σας θα με εξαχνώσει, τα στενάχωρα γυάλινα παπούτσια μου θα ρεύσουν ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα των ποδιών μου και μέσα στη σύντομη ελευθερία μου απ’ τις βαριές αλυσίδες με τις οποίες εσείς, οι όμοιοί σας, με δέσατε, θα περπατήσω χωρίς βάρος, αφουγκραζόμενη κάθε πληγή απ’ τις ακίδες του αδρού πατώματος που θα μαγαρίζει τα βασιλικά μου πέλματα. Άδικα αναζητάτε πάνω στις ξύλινες τάβλες το αίμα της θυσίας. Αγγίξτε το, μην ντρέπεστε, είναι αυθεντικό CHANEL No 5.

Ηλεκτρικές κεφαλές
 ΟΙ ηλεκτρικές κεφαλές βγαίνουν τα βράδια.
Κυκλοφορούν και τη μέρα
αλλά τις αντιμάχεται το φως το αστικό
απορροφά τη γαλαζωπή τους λάμψη
και την διαθλά εξαχνωμένη
πάνω σε σκεβρωμένες πολυκατοικίες
σε μπλοκ εργατικών κατοικιών
σε άδεια καταστήματα με το πολύχρωμο
κολλάζ των αφισοκολλητών στις προσόψεις τους.

Μιλούν στα μπαρ
για μόδα για σχέσεις για πράγματα
του συρμού.
Μιλούν μεταξύ τους
με νοήματα όλο νόημα
στην αγκαλιά ενός φανταχτερού εσμού.
Εκπέμπουν τίτλους ρομάντζων
επιγράμματα ειδήσεων εξωφρενικών
δίστιχα εγνωσμένων ποιητών
που αγαπούν τους εναγκαλισμούς
με θώκους κι αξιώματα.

Οι ηλεκτρικές κεφαλές σε χρόνο πραγματικό
βιώνουν τον έρωτα τον εξωπραγματικό.
Σε γραφεία καθίζουν τις πιο
προσωπικές παρορμήσεις τους
στέκονται στα παράθυρα και
τσιτσιδώνουν την ψυχή τους χωρίς ντροπή.
Μια νέα ιδιωτικότητα ανατέλλει
απενοχοποιημένη εξομολογητική.

Αυτές τις μεταμυθικές μέρες
οι μόνοι άνθρωποι που μετράνε είναι εκείνοι
που δεν είναι πια άνθρωποι.

Λεξιμαχία
 Αφήνουμε τα ονόματά μας και πάμε.
Αξημέρωτα σκουπίζουμε τους νοτισμένους δρόμους με τις φοβισμένες σκιές μας.
Αφήνουμε διπλωμένες τις συνειδήσεις μας στο κάτω συρτάρι.
Αξημέρωτα στοιβάζουμε τα κορμιά μας σε λεωφορεία γεμάτα πολύχρωμα χνώτα. Και πάμε. 
Αφήνουμε τ’ ανομολόγητα ανάμεσα σε εσώρουχα που μυρίζουν λευκαντικό και συνθετικά άνθη πασχαλιάς.
Αξημέρωτα αποστρέφουμε το βλέμμα από τις ανήλικες αφρικανές πόρνες που κάνουν το τελευταίο μεροκάματο με ξηλωμένα μάτια και φαγωμένα δαντελένια κορμάκια.

Κρεμάμε τα ονόματά μας στον καλόγερο δίπλα απ’ την εξώπορτα, για να τα βρούμε καθαρά και ατσαλάκωτα. Στο εδώ.
Πάμε. Στο εκεί.
Καρφώνουμε τις λέξεις, χλωμά ξυλιασμένα κορμιά, πάνω σε λευκά χαρτιά με προστακτικά ονόματα «Υπηρεσιακό σημείωμα», «Ενδουπηρεσιακό έγγραφο». Είμαστε ο κύριος Τάδε, Τμηματάρχης Α, Β ή Γ. Οι λέξεις έχουν άλλη γεύση στο στόμα. Εκεί. Έχουν μια πολύ προσωρινή μνήμη που τις βαραίνει, όσο διαρκούν οι τρεις παράγραφοι του «άκρως εμπιστευτικού υπο-υπηρεσιακού εγγράφου». Η στολή εργασίας, αντίθετα, έχει μια μόνιμη μνήμη ήττας.

Αργά επιστρέφουμε.
Ξαπλώνουμε τα ονόματά μας σε βαθουλωτούς καναπέδες
και περιμένουμε να κλέψουν μια αδιόρατη λάμψη από τις λαμπιρίζουσες τηλεοράσεις
που πιάνουν βάρδια.
Κοιμόμαστε τις αλαφιασμένες συνειδήσεις μας
σε κρεβάτια που υπόσχονται αισθαντικά ενύπνια.
Δίπλα στο νυχτερινό ποτήρι
ένα τσαλακωμένο βιβλίο μουρμουρίζει τις ποιητικότερες λέξεις
που καταχωνιάζουμε αξημέρωτα
στο καλάθι με τ’ ακάθαρτα της εβδομάδας


[ΠΗΓΗ: Δώρα Κασκάλη ζει και εργάζεται στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασε φιλολογία στο Α.Π.Θ., στο μεταπτυχιακό της ασχολήθηκε με τη φιλολογική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργου Θεοτοκά και στη διδακτορική της διατριβή μελετά τη μεταναστευτική λογοτεχνία. Με το πρώτο της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ (Γαβριηλίδης 2010) ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο της, το μυθιστόρημα ΚΑΤΩ]

Αθανάσιος Κούρτης, Η τρυφερότητα σου μαθαίνει Σώμα η μοναξιά Σιωπή στη χάση και τη λέξη κατακλυσμού Μοναξιάς

$
0
0
Έβγαινε απογυμνωμένος στο ξέφωτο του σώματός της, ζύγιζε τα μικρά της στήθη στις χούφτες του και μ’ όλο το μήκος των χεριών του στο σκοτάδι, έτρεχε τις γραμμές του κορμιού της με αργές, επαναλαμβανόμενες κινήσεις που την έκαναν να ανατριχιάζει σαν να  ’παιρνε σχολαστικά τα μέτρα μιας άδειας αγκαλιάς [ΕΡΑΣΤΗΣ ΜΕ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ]
Δύο φορές αφήσαμε περιστέρια ακολουθώντας την προαιώνια μέθοδο. Και τις δύο επέστρεψαν νεκρά πάνω σ' ένα κομμάτι συρματόπλεγμα. Καταλαβαίνεις... μεταξύ των άλλων... είχαμε αφήσει ανθρώπους εκεί έξω. Δεν γινόταν αλλιώς [κατακλυσμός της μοναξιάς ΣΤΗ ΧΑΣΗ και ΣΤΗ ΛΕΞΗ]




ΜΙΑ ΑΝΙΣΗ ΜΑΧΗ
Πάλευε να βγει από εκείνο το σπίτι και δεν έβρισκε καμία διέξοδο. Αφού σιγουρεύτηκε πως οι κεντρικές πόρτες και παράθυρα ήταν όλα σφραγισμένα, άρχισε να τριγυρνά στα δαιδαλώδη δωμάτια με τις ατέλειωτες εσωτερικές πόρτες γυρεύοντας κάποια μυστική κρύπτη που σε πάει αλλού, μετακινώντας τα έπιπλα, ξηλώνοντας τα πλακάκια, σπάζοντας τις σωληνώσεις. Ξαφνικά το μάτι του έπεσε στο ρολόι. Βούτηξε μέσα του και βρέθηκε πάλι πίσω, στη ζωή του. Το σπίτι ήταν ακόμη στα μπετά. Κι εκείνος ακόμη πολύ μικρός για να πηγαίνει ο νους του σε καβάντζες.

 Ο ΕΤΣΙ ΚΑΙ Η ΕΤΣΙ
Η τρυφερότητα σου μαθαίνει σώμα με τον ίδιο τρόπο που η μοναξιά σε διδάσκει σιωπή και ενίοτε κακία, έλεγε και καθήμενος οκλαδόν πίσω της, δάγκωνε απαλά την λευκή της πλάτη αποσπώντας μεγάλα κομμάτια σάρκας. Εκείνη δεν αντιδρούσε καθόλου, τιμωρώντας τον με την αίσθηση της αβεβαιότητας.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΕΣ
 Ο ποιητής δεν θέλει να σου πει. Θέλει να πει.
Μα κατά βάθος δεν θέλει να πει. Να σου πει θέλει.

ΑΦΙΞΕΙΣ-ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
 Μετά από κάθε σημαίνουσα περίοδο της ζωής σου, επιστρέφεις και πάλι στο χρόνο, σκέφτηκε ο γερό-γιατρός με την έφεση στις μικρούλες, καθώς άλλη μία από αυτές του γύρναγε την πλάτη και ξανάσπριζαν βήμα βήμα τα μαλλιά του.

Ο ΤΟΠΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
 Ο λόγος της αυτοκτονίας του ήταν αυτό που λέμε «ερωτική απογοήτευση». Πάνοπλοι και με δεμένα τα μάτια οι αστυνομικοί περνούσαν τις χαρακτηριστικές πορτοκαλί κορδέλες γύρω απ’ το σώμα της.

 ΚΑΤΑΒΥΘΙΣΗ
Έφυγε τόσο φουρτουνιασμένος απ’ το σπίτι του που βρόντηξε πίσω του την πόρτα σαν νά ’θελε να την σπάσει. Ακούγονταν ακόμη οι γκρίνιες της γυναίκας του, οι άναρθρες στριγγλιές των παιδιών του. Όλα τα καλυμμένα υπαρξιακά του ήρθαν σαν ένα μικρό σμήνος από μέλισσες και στριφογύριζαν κυκλικά πάνω απ’ το κεφάλι του. Ο σωστός δρόμος, ο λάθος δρόμος, όλοι οι δρόμοι, ο καθόλου δρόμος. Προσπαθούσε να θυμηθεί που πήγαινε πριν. Έστριψε αλαφιασμένος σε μια γωνιά και βρέθηκε με δύο μπουκάλια μπύρας σε μια έρημη παραλία που φυσούσε σαν χάδι. Σιγά-σιγά ηρέμησε, σκέφτηκε όλη εκείνη την παλαιά τρυφερότητα που, δε μπορεί, κάπου θα έχει κρυφτεί˙ σταδιακά συμβιβάστηκε και πάλι με την ισχύουσα κατάσταση. Τότε εκεί, στη μέση της άδειας παραλίας σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς κάποια αόρατη τουαλέτα, τον είχανε πρήξει οι μπύρες, βύθισε το τσιγάρο του στην άμμο, έκανε να ανοίξει την πόρτα, κλειδωμένη… «Γύρισες; Είμαι στο μπάνιο, δεν θ’ αργήσω πολύ…» ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του˙ παραπάτησε, έριξε ένα βάζο, κοίταξε τη θάλασσα και φυσούσε ακόμη σαν χάδι.

 ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
 Αναμφίβολα θα γινόταν μια μεγάλη ποιήτρια. Είχε αυτό που λένε άστρο: μια έμφυτη βαθιά κατανόηση, μια γλυκιά, ρομαντική αντίληψη επί των πραγμάτων και δυο τσακμακιές δίψα μέσα στο κέντρο των ματιών˙ ήταν επίσης ιδιαιτέρως διαβασμένη και αρκούντως καταρτισμένη γύρω από το παρελθόν και το παρόν της ποίησης˙ κι ακόμα ακόμα, αν ίσως το καλύτερο, είχε έναν υπέροχο κώλο σαν σύντομη κλειστή παρένθεση.
Αναμφίβολα θα γινόταν μια μεγάλη ποιήτρια. Μόνο που σιχαινόταν να πατάει σκατά.

 ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
 Μέσα στα μάτια του βάδιζε αργά μια πεινασμένη αράχνη. Όταν άνοιξε το πλάνο, είδα το βλέμμα του πιασμένο στο διχτυωτό καλσόν της κυρίας. Η παγίδα πάντα ουδέτερη. 

ΑΝΕΠΙΔΟΤΑ
 Άνοιξε τα φρέσκα, καλοσιδερωμένα σεντόνια και μπήκε μέσα προσέχοντας να μη χαλάσει τις γωνίες και τις τσακίσεις τους. Τα έκλεισε σχολαστικά σαν φάκελο με την ίδια μέσα. Εκείνος πάλι, μόλις χθες σκεφτόταν πως έχει καιρό να του γράψει.

ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
 Ήταν τόσο ερωτευμένοι που αποφάσισαν σε ώρα αιχμής και με το φανάρι υπέρ των αυτοκινήτων, να διασχίσουν την κεντρική λεωφόρο της μεγαλούπολης πιασμένοι χέρι χέρι. Ευτυχώς καταγράφησαν μόνο υλικές ζημιές κι έτσι, έναντι λίγης μαγείας, αφέθηκαν ελεύθεροι να ερωτευτούν, να ζήσουν και να πεθάνουν με άλλους στο πλάι τους. Περνώντας πάντα στο πράσινο.

 ΕΙΣ ΑΝΑΜΟΝΗΝ
 Δεν ήταν και καμιά τρομερή ιστορία. Απλά είχε τόση και τέτοια σιωπή που έλεγες από ώρα σε ώρα κάτι θα γίνει. Μ’ αυτό τον τρόπο, μ’ αυτό τον φόβο έζησαν.


(και)
Χλόη και Μπουκάλι (από την ποιητική συλλογή ΑΚΟΥΑΡΕΛΑ κι άλλα ποιήματα)
Κοίτα τουλάχιστο να πεις κάτι γλυκό που να πηγάζει από τρέλα. Όπως οι φωνές των κοριτσιών που ξύπνησες μέσα στη µέθη ή πάνω στην καύλα σου ώρα τρεις ή τέσσερις τα χαράµατα. Λιωμένο τηλέφωνο. Όπως εκείνα τα σβησμένα «Ναι…» ή τα «Έλα…» πού ’ρχονται µετά βίας απ’ τα τρίσβαθα του ύπνου – πιο παραδοµένα, πιο γλυκά, πιο θηλυκά από ποτέ. Κοφτερότερα στη μνήµη κι από κείνο ακόµη το µαλακό ξυράφι του αιδοίου. Διαβολεμένα λοιπόν. Από τούδε και στο εξής. Μόνο διαβολεμένα. Ένας  περιστασιακός ζογκλέρ, ένας αεί αντιφάσκων της ζέχνουσας οθόνης σας


[ΠΗΓΗ: Αθανάσιος Κούρτης, 12 μικρές Ιστορίες, όπως αναρτήθηκαν στην ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ]
Viewing all 58 articles
Browse latest View live