Πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά δίχως μια χαραμάδα φως; Μία-μία ανοίγουν τα φτερά τους οι σκυθρωπές χαρές ενός χαμένου κόσμου
[Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]
Ο ΣΩΤΗΡΑΣ (από την ποιητική συλλογή Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945)
Μετρώ στα δάχτυλα των κομμένων χεριών μου
τις ώρες που πλανιέμαι στα δωμάτια αυτά τ’ ανέμου
δεν έχω άλλα χέρια αγάπη μου κι οι πόρτες
δε θέλουνε να κλείσουν κι οι σκύλοι είναι ανένδοτοι
Με τα γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στα βρώμια αυτά νερά
με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)
ένα γαλανό παράθυρο
πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά
δίχως μια χαραμάδα φως
δίχως μια αναπνοή οξυγόνου
για τον άρρωστο αναγνώστη
Αφού κάθε δωμάτιο είναι και μια πληγή
πώς να κατέβω πάλι σκάλες που θρυμματίζονται
ανάμεσα απ’ το βούρκο πάλι και τ’ άγρια σκυλιά
να φέρω φάρμακα και ρόδινες γάζες
κι αν βρω το φαρμακείο κλειστό
κι αν βρω πεθαμένο το φαρμακοποιό
κι αν βρω τη γυμνή καρδιά μου στη βιτρίνα του φαρμακείου
Όχι όχι τελείωσε δεν υπάρχει σωτηρία
Θα μείνουν τα δωμάτια όπως είναι
με τον άνεμο και τα καλάμια του
με τα συντρίμμια των γυάλινων προσώπων που βογγάνε
με την άχρωμη αιμορραγία τους
με χέρια πορσελάνης που απλώνονται σε μένα
με την ασυγχώρητη λησμονιά
Ξέχασαν τα δικά μου σάρκινα χέρια που κοπήκαν
την ώρα που μετρούσαν την αγωνία τους
ΤΡΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ (από την ποιητική συλλογή Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ 1945)
ΠΡΩΤΟ ΔΑΚΡΥ
Σ’ αυτό το σπίτι βγάζουν τα παράθυρα
σπάζουν τις πόρτες σε χίλια κομμάτια
από τις πόρτες τρεις άνδρες μπήκανε χαρούμενοι
πέντε γυναίκες βγήκαν δακρυσμένες
απ’ τα παράθυρα πετούν πολύχρωμα πουλιά
μιλούνε –φίλοι μου – σαν άνθρωποι
κι έπειτα ήσυχα-ήσυχα πεθαίνουν
τότε τα κάδρα γίνονται αυτά πουλιά
και μία-μία ανοίγουν τα φτερά
οι σκυθρωπές μορφές
ενός χαμένου κόσμου
ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΑΚΡΥ
Αυτό το βουνό τόσο κοντά μου
απλώνω το χέρι ξεριζώνω
τα δένδρα και τους θάμνους του
τους στύλους τους ηλεκτρικούς
αυτά τα πονεμένα δόντια
μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής
Πάνω που τρέχουν πρόβατα πονηρά
είναι ποτέ τους πονηρά τα πρόβατα;
μα αυτά εδώ πέρα πόνεσαν πολύ
κι έχουν απάνθρωπα βελάσματα
Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα
χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους
απορούν κι ούτε που ξέρουνε να κλάψουν
Σήμερα κοιτάξτε καλά αυτό το βουνό
κοιτάξτε καλά αυτό το δάκρυ του θεού
γιατί αύριο θα στεγνώσει
Αύριο δε θα βλέπετε πια τίποτα
ΤΡΙΤΟ ΔΑΚΡΥ
Μπρος μου ψηλά σ’ αυτό το βουνό
ένας λευκός άνθρωπος κόβει μαργαρίτες
σωριάζει πέτρες μέσα σ’ αυτό το σάκο του θεού
κάπου-κάπου γυρίζει και με βλέπει λυπημένος
μου ρίχνει ένα λουλούδι ξακολουθεί το δρόμο του
Στο στήθος μου φυτρώσαν κοπάδια μαργαρίτες
αυτός ο άνθρωπος είμαι εγώ
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό]