Είχε ξεχάσει από πότε είχε να νιώσει έτσι, του φαινόταν πως ένας αιώνας κύλησε πάνω από τούτο το κορμί αναίτια, χωρίς καμία αφορμή για παραίσθηση.
Κι έχω το φιλί και το περιφέρω
από κτήμα σε κτήμα
Εισόδια δώδεκα και το φεγγάρι
ξαναγεμίζει άνθρακα
Ναύλα για το πρώτο
του ταξιδιού στην ελευθερία
Ο Λάζαρος τρελάθηκε με το που την είδε.
Κεραυνοβολήθηκε. Ένιωσε το αίμα να κυλάει στο σώμα του ορμητικό, να τον ζεσταίνει και να τον φουσκώνει με μια παρόρμηση σχεδόν πρωτόγονη. Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, να φάει, να διαβάσει εφημερίδα, να παίξει τάβλι, να δει τηλεόραση. Ο νους όλο και τη γυρόφερνε.
Το βράδυ στο δωμάτιό του όλο και ξανάφερνε στο μυαλό το πρόσωπό της, τι φορούσε, τα λουλουδάκια στη μπλούζα της, το καφετί καλσόν, τα δύο τσιμπιδάκια τα μαλλιά της κι εκείνη την ατίθαση τούφα που ξεπεταγόταν στην κορυφή του κεφαλιού της κι αντί να φαίνεται αστεία, της έδινε μια τόσο γλυκιά γοητεία, λες και το νόημα του κόσμου κρυβόταν μέσα σε εκείνο το ανάγωγο τσουλούφι.
Χαμογελούσε μόνος του και αισθανόταν απερίγραπτη ευτυχία να τον περιβάλλει, να του μουδιάζει τα χέρια, να του τονώνει την καρδιά. Είχε ξεχάσει από πότε είχε να νιώσει έτσι, του φαινόταν πως ένας αιώνας κύλησε πάνω από τούτο το κορμί αναίτια, χωρίς καμία αφορμή για παραίσθηση.
Η αλήθεια είναι πως έφταιγε κι αυτός. Δεν προσπάθησε ποτέ να αντισταθεί στη μοίρα. Παραδόθηκε εύκολα σε αυτό το καροτσάκι που δέχθηκε να τον φιλοξενήσει μετά το ατύχημά του.
Είχε ελπίδες να ξαναπερπατήσει, μα δεν προσπάθησε ποτέ. Ποτέ δεν έδωσε στον εαυτό του την ευκαιρία να δοκιμάσει να αλλάξει την κατεύθυνση της ιστορίας.
Καθηλώθηκε εκεί, και ξέχασε μαζί με το περπάτημα κάθε επιθυμία που θα μπορούσε να τον κάνει να θελήσει να τρέξει. Στωικός, ήσυχος, καλός φίλος, αδερφός, θείος. Μα στον εαυτό του τελικά σκληρός. Τον καταδίκασε πρώτος.
Τις τελευταίες μέρες όμως είχε πάρει την απόφασή του. Θα έδινε στον εαυτό του και σε εκείνη μια ευκαιρία να ευτυχίσουν.
Όταν τηλεφώνησε στο γιατρό του εκείνος σάστισε. Είχαν περάσει δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια από το ατύχημα. Ήταν πολύ αργά για προσπάθειες. Ο Λάζαρος όμως δεν άκουγε τίποτα. Τελικά τον δέχτηκαν σε μια κλινική της Ρωσίας, ειδική για αποκαταστάσεις περιστατικών όπως του Λάζαρου. Φυσικά δεν είχαν ποτέ προσπαθήσει να θεραπεύσουν έναν ασθενή δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια μετά το ατύχημά του, αλλά ήταν θετικοί στο να του δώσουν μια ευκαιρία. Αυτό άλλωστε ζητούσε κι εκείνος. Τα χρήματα ήταν αρκετά, αλλά ο Λάζαρος τόσα χρόνια μόνος είχε φροντίσει να μαζέψει κάμποσα.
Έμεινε στην κλινική έξι ολόκληρους μήνες. Το πρόγραμμα εντατικό, γυμναστική, μασάζ, κολύμβηση, φυσικοθεραπεία, προπόνηση, αποτυχία ξανά πάλι, ξανά από την αρχή. Τους πρώτους τρεις μήνες δεν είχε καμία βελτίωση. Είχε αρχίσει να κουράζεται ψυχολογικά ώσπου ένα γράμμα έφτασε στην κλινική. Του είχε γράψει πως έμαθε από τους δικούς του ότι πήγε στη Ρωσία και ήθελε να του γράψει δυο λόγια, να κάνει κουράγιο, να έχει υπομονή, κι αν τελικά δεν γίνει το θαύμα, αυτός να είναι καλά, επιβίωσε τόσα χρόνια, δεν θα το βάλει κάτω τώρα.
Χάρηκε και πείσμωσε. Ή θα πήγαινε όρθιος πίσω ή καθόλου. Από την επόμενη ημέρα βάλθηκε να προσπαθεί με όλο του το είναι. Οι γιατροί έμειναν έκπληκτοι. Η πρόοδος του ραγδαία. Έφτασε να περπατά με μπαστούνι μέχρι τέσσερα βήματα. Αυτός που είχε ξεχάσει πως είναι να στέκεσαι. Δεν έκανε πίσω, πιο πολύ πείσμα, περισσότερη προσπάθεια.
Το θαύμα σκεφτόταν είναι ότι μου έγραψε. Το θαύμα σκεφτόταν είναι να με αγαπάει.
Στους πέντε μήνες περπατούσε με μπαστούνι. Καλύτερα δεν θα γινόταν ποτέ.
Στην επιστροφή, έκλαιγε με λυγμούς. Όχι για ότι συνέβη. Μα για αυτό που θα συνέβαινε.
Τον περίμενε στο αεροδρόμιο. Πρώτη φορά μετά από αιώνες ήθελε να τρέξει.
Και έτρεξε. Σωριάστηκε μπροστά της, πάνω στα χέρια της.
Του φίλησε το μέτωπο.
Όχι όχι το μέτωπο της είπε.
Δεν ξέρεις πόσο προσπάθησα για να με φιλήσεις στα χείλη…