Συναναστρεφόμασταν αδιαφορώντας με πάθος για τις υστερίες μιας λογίας άνοιξης, για τα πορτοκαλιά θηρία στο βύθος των ερώτων μας. Πάντως, προσέχαμε τη μουσική που αραβουργούσε ανάμεσα σε δυο σφυγμούς κωλύματα…
Οι άνθρωποι κυκλοφορούν και βιάζονται κρατώντας παραμάσχαλα τη σαρκοφάγο των επιχειρημάτων τους, διορθώνοντας κάπου κάπου, αμέριμνοι, αυτόν τον διακριτικό υπαινιγμό θηλιάς…
[Υπονοώ περισσότερα απ’ όσα μπορώ να φανταστώ. Γράφω… Όμως, σπρώχνω ακόμα να σωθώ καθώς ανάμεσα τοπίο και υστερόγραφο ο αληθινός καιρός φυσά και σβήνει. Κάποτε νυχτώνει στα αλήθεια. Απλώνει το μαύρο στις φλέβες. Τότε, για λίγο, από σφυγμό σε σφυγμό γράφονται και σβήνουν παλιοί στίχοι θαμποί χωρίς λόγο, χωρίς λόγια πια σα μουσική στον καθρέφτη, σαν τεθλιμμένοι συγγενείς]
Καλημέρα (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ της Παυλίνας Παμπούδη)
Άργησα.
Ο ήλιος είναι από ώρα εδώ,
Ευλογώντας,
Μηχανικά,
Όλα εκείνα τα παράλογα αντικείμενα
Που απαρτίζουν την κοινωνική μου υπόσταση:
Το ξυπνητήρι λόγου χάρη,
Τον κουμπαρά-μπιμπλό
Την ευχετήρια κάρτα με τους μάγους
Ευλογώντας
Ο καημένος…
Πάντα το προσπαθεί να διασπάται έτσι
Τόσα τα διάφορα που πρέπει να του διαφύγουν…
Ονειρεύεται πάντως αόριστα μιαν έρημο
Από ασπαίροντα αγριοπερίστερα
Μαβιά και γκρίζα
Όπου, τίποτα πολυγωνικό,
Καμιά περιπλεγμένη ψυχοσύνθεση
Απαιτώντας κουραστικά εφέ φωτοσκιάσεων.
Καλημέρα ήλιε μου!
Άργησα.
Ας παίξουμε τώρα.
Εκδρομή (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Έφτασε σχεδόν μεσημέρι.
Άνοιξε τα παράθυρα διαπλατα
Ανάσανε βαθιά, όπως συνηθίζεται
Κοίταξε μια στιγμή με αμηχανία
Τις ανεμώνες που αεροβατούσαν.
Ύστερα το φως,
Ακατάστατα μοιρασμένο στα φυλλώματα.
Προχειρότητες, σκέφτηκε.
Άρμοζε κάποια πιο σοφή κλιμάκωση.
Ίσως, μάλιστα, να ’θελε διαφορετική διάταξη
Ο πευκώνας.
Παρέβαλε με τη χαριτωμένη καρτ-ποστάλ
Που σκόπευε να στείλει στους δικούς του.
Μετά, έγειρε τα παντζούρια,
Άνοιξε τον ανεμιστήρα, το τραντζίστορ,
Έπιασε το σταυρόλεξο.
Α, τι γαλήνη! Επιτέλους
Μπορούσε να απολαύσει εξοχή.
Εφήμερο (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
… Και οι εφημερίδες προπαγανδίζουν
Τη μητρότητα
Την άλφα οδοντόκρεμα
Και το ριλάξ της Κυριακής κοντά στη φύση.
Οι άνθρωποι κυκλοφορούν και βιάζονται
Κρατώντας παραμάσχαλα
Τη σαρκοφάγο των επιχειρημάτων τους
Με τις καταστάσεις, τους ισολογισμούς
Και τα εγχειρίδια.
Διορθώνοντας κάπου-κάπου, αμέριμνοι,
Αυτόν το διακριτικό υπαινιγμό θηλιάς.
Κυκλοφορούν και βιάζονται… Δεν είναι αστείο;
Άκου:
Ακόμα,
Στην καρδιά μου
Ένας άνεμος
Να εξομολογεί τα δένδρα.
Στις άκρες των φύλλων (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Στις άκρες των φύλλων
Κινδυνεύοντας κάθε στιγμή
Σ’ αγαπώ
Σ’ αγαπώ
Και τα μάτια μου είναι κόκκινα
Και τα χείλη σου α, μαβιά.
Δεκαεφτά της άνοιξης και στο βυθό μου
Η πιο διάφανη τρέμει τρίλια του αέρα
Σ’ αγαπώ
-1-
Α, ήσουν ένα αιχμηρό σφύριγμα τρένου
Στον ακύμαντο ύπνο. Κι ήμουν
Μια εξαίσια δολοφονία. Τις συνέπειες μου
Θα τις υφίστανται για πάντα οι εποχές σου
-2-
Σε τούτο το πλάτος,
Η μέρα μικραίνει αφύσικα.
Αμέσως, ο ύπνος κόκκινος
Απλώνει γύρω από το συσπασμένο σώμα
Παχύρευστος
Σαν να μην είναι πια να διαλυθεί
Στο μύθο του ερχόμενου
Ή έστω στη ζωή
Την οπωσδήποτε αγαπημένη
Και
Πεντάρφανη.
-3-
Είναι μια νύχτα ερειπωμένη τώρα
Φλέγομαι στην κόλαση που άναψες χορεύοντας
Ο πευκώνας,
που σ’ όλα τα δένδρα του κρεμάστηκα
Φεύγοντας πίσω,
κι όλες οι συλλαβές που δάγκωσα
Με το στόμα μιασμένο από την τελευταία σιωπή.
Το κράτος μου
Ονειρεύτηκε μια πυρκαγιά
Και χάθηκε
-4-
Ακόμα κι αν δεν είχες υπάρξει
Παρά μόνο σαν τύψη ανεξήγητη
Της μέλλουσας, ανεξήγητης ζωής
Ακόμα κι αν δεν είχες πει
Πάλι θα ’τανε νύχτα
Φιλικός Κύκλος
Συναναστρεφόμασταν
Αδιαφορώντας με πάθος
Για τις υστερίες μιας λογίας άνοιξης
Για τα πορτοκαλιά θηρία
Στο βύθος των ερώτων μας.
Πάντως,
Προσέχαμε τη μουσική
Που αραβουργούσε
Ανάμεσα σε δυο σφυγμούς
Κωλύματα
Πέμπτη (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Προς το ξημέρωμα
Ήταν υγρά,
Υπέφερα
Κατά πλάκες.
Ήμουν ανίατα και σχεδόν
Απαθής
Παρακολουθώντας τον πανικό στο τρίχωμα
Τη συγκινητική ευκολία να επιζώ
Το κόκκινο με τα δύο εκατομμύρια χρόνια
Να μεταστοιχειώνεται σε ηλιοβασίλεμα
Σε φόρεμα, σε ταύρο, σε φιλήματα.
Γράφοντας πάνω στον αριστερό καρπό μου Α
Ήμουν άνεργα και σχεδόν ασφαλής.
Νύχτα του Πάσχα (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Έτσι λοιπόν:
Ελευθερώνομαι.
Κάτι άγιο, κάτι τρομαγμένο και κάτι ψόφιο
Κάτι που ανασαίνει στο βάλτο και κάτι
Κουρνιασμένο στο φεγγάρι. Το φυλαχτό
Με τα μεταξένια παραμύθια
Ο γδυτός άγγελος με τον πάσσαλο και την εξουσία
Το απίστευτο χαμόγελο
Το μοναχό δένδρο ξορκίζοντας τον άνεμο
Οι αλμυροί σου ώμοι –μη-
Ξαφνικά φέγοντας –μη-
Ειρήνη για τον άνεμο
Ειρήνη για το φύλλωμα το άναρθρο.
Δεν είναι αυτός ο τόπος, εδώ θα γίνει.
Μπα, εσύ
Μια απλή φάση του θανάτου.
Πράσινο (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Έχω πράσινα μάτια και το δικαίωμα να ορίσω
Καθώς το αγριόχορτο
Τα έργα των πολιτειών και τη μοναξιά
Των μνημείων.
Το δικαίωμα να διαγράφω την Ιστορία
Καθώς ο μικρότερος αδελφός,
Που κατέβηκε το πηγάδι
Και βγήκε στον ουρανό.
Το δικαίωμα να συλλαβίσω φύλλα κι αγκάθια
Καθώς αειθαλές
Στους πνεύμονες των πάρκων
Και τη ασυδοσία της ρεματιάς.
Η έπαρσή μου είναι του πράσινου
Κι έχω δικαίωμα,
Επιβάλλοντας σιωπή στην έρημο,
Ν’ αφουγκραστώ
Τη λαχτάρα μου να υπάρξω, που διακλαδίζεται,
Βαθιά ραγίζοντας
Την πιο δυνατή λαχτάρα μου, να υπάρξει
Ο κόσμος.
Λοιπόν (από τη συλλογή ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ)
Λοιπόν
Είμαι ολομόναχη
Όπως το ζήτησα.
Αποκομμένη από το στήθος που στενάζει
Ανέμους άκακους.
Φυσάει και δεν κρυώνω πια
Είμαι ολομόναχη
Φυσάει.
Τα δένδρα χάνονται σε αδέξιες χειρονομίες
Σκέφτονται κάτι ανήλικο
Σκέφτονται κάτι ανήλικο
Θ’ ανθίσουν.
Αλληλούια.
Ο κορυφαίος των φύλλων αναστρέφεται.
Στην άλλη όψη,
Το ρίνισμα του ασημιού που αποκολλήθηκε
Από τη βιασμένη μουσική.
Καληνύχτα, νύχτα μου
Είμαι ολομόναχη.
[Επιλογές στίχων από το μικρό ανθολόγιο της Παυλίνας Παμπούδη όπου με το γενικό τίτλο ΤΙΜΑΛΦΗ συμπεριέλαβε ποιήματα από όλες τις μέχρι τώρα συλλογές της: ΣΧΕΔΟΝ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΤΥΧΗΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΜΩΡΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, ΑΥΤΟΣ ΕΓΩ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΩΡΑΣ ΣΕ ΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟ ΧΡΟΝΟ, ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΜΥΓΑΣ κ.ά. Κριτήριο της επιλογής για τα ΤΙΜΑΛΦΗ ήταν η επιλεκτικότητα της μνήμης, κριτήριο πολύ απλό και ενστικτώδες, καθώς, όπως ξέρουμε, η μνήμη λειτουργεί όπως οι δυνάμεις της φύσης: και τυχαία και άδικα και αλάνθαστα…]