Quantcast
Channel: ΑΛΧΗΜΕΙΑ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ: το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 58

Δημήτρης Δημητριάδης, Ένα κάλεσμα μέσα απ’ τα χόρτα η λαγνεία του σκοτεινού βάθους

$
0
0

Θα γίνει αυτό που δεν έχει γίνει μέχρι τώρα ποτέ. Θα γίνει ο θάνατος αρχή για την εξονυχιστική αναδίφηση του καθετί που προηγήθηκε ώστε η γνώση να μιλάει από την αρχή και ο θείος τρόμος να καθοδηγεί, να προτρέπει και να κατανέμει επιβραβεύοντας τα επιτεύγματά του… Για να δει η σκόνη το πρόσωπό της και να συναισθανθεί. Γιατί αυτό θα είναι ο γλιτωμός. Ο κήπος: στέρνο με φόρα προς την πλάτη και ώμοι ανυψούμενοι επάνω απ’ το κανονικό και νύχια με στροφή προς τα μέσα και το κλάμα ωσάν κρίση σκλήρυνσης των κυττάρων σ’ απρόσιτα επίπεδα…

Κανείςδεν γλιτώνει από το διωγμό του λάθους, γιατί το λάθος είναι ο διωγμός κι ο διωγμός η κατεύθυνση του ανθρώπου. Κανείς δεν θα γλιτώσει απ’ την κατεύθυνση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι η κατεύθυνση του ανθρώπου κι αυτό δεν έχει παρηγοριά. Καθετί που έρχεται, δε φέρνει την παρηγοριά, φέρνει την κατεύθυνση του ανθρώπου και ο άνθρωπος δεν θα γλιτώσει ποτέ απ’ τον άνθρωπο, γιατί ο άνθρωπος είναι το λάθος του ανθρώπου. Όποιος επιχειρήσει να βγει απ’ το λάθος, θα εισχωρήσει βαθύτερα μέσα στο λάθος, κι όποιος επιχειρήσει να διώξει το λάθος, θα διώξει τον άνθρωπο εισχωρώντας βαθύτερα μέσα στον άνθρωπο… (ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ 2)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ 3 (αποσπάσματα)

Ο παιδικός κήπος για τον επερχόμενο θρίαμβο του θανάτου.


Τίποτε πιο πάνω από τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος και τίποτε άλλο.
Ο παιδικός κήπος για την ανθρωπώδη επιτέλεση του κυρίως ανθρώπινου ποορισμού. Να που έρχεται το υπέρτατο αγαθό
εν είδει ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι η δικαιοσύνη του κτήνους.
Μια ζεστή νύχτα κάτω από τα μεγάλα σκοτεινά δένδρα
με τα άστρα στο ύψος των ματιών, η λαγνεία του σκοτεινού βάθους,
μέσα στα χόρτα, ένα κάλεσμα μέσα απ’ τα χόρτα, μια έλξη
που έρχεται μέσα απ’ τα χόρτα, μέσα απ’ το σκοτεινό βάθος
του αίματος, δένδρα σαν πράσινη θάλασσα, φορτωμένα, απέραντα
σα νεύρα σε ώρα εγκλήματος, ασάλευτα, υγρά σα στόμα
που φιλήθηκε με τον ιστορικό τρόπο που φιλά το ανθρωπώδες,
τυλιγμένα στην ηρεμία του επερχόμενου θανάτου,
ο παιδικός κήπος με το θεώδες δένδρο στη μέση
σαν όργανο εξαγνιστικών εκτελέσεων.
Μια ανύποπτη νύχτα. Όλα τα πρόσωπα εκεί σημαδεμένα με την άγνοια.
Κανένας τριγμός, με την ασυναίσθητη φρίκη της άγνοιας,
μέσα στο γάργαρο γέλιο που πίσω του στήνεται η παράσταση
για τη συντριβή του υπέρτατου και την υποταγή του αγαθού
εν είδει ανθρώπου αείποτε και εσαεί ολοσχερώς.
Τίποτε πιο πάνω από τον άνθρωπο. Η ασυναίσθητη άγνοια της φρίκης.

Μια άλλη νύχτα.
Πάλι χόρτα.
Ένα ξέφρενο κυνηγητό, άγρια χτυπήματα στα κέντρα του σώματος,
χωρίς λόγο, θανάσιμα ίσως, ο άνθρωπος σαν άνθρωπος,
πιστός στον άνθρωπο,
χτυπήματα ανθρωπώδη, ανθρωοώδεις κλωτσιές, ανθρωπώδεις νυχιές
Όλα στον άνθρωπο είναι ανθρωπώδη, ο άνθρωπος είναι ανθρωπώδης.
Ο άνθρωπος και τίποτε άλλο
Ο άνθρωπος είναι η δικαιοσύνη του Θεού.
Η πρώτη νύχτα. Το μυαλό
δεν μπορεί ακόμα να πιάσει τις δυο άκρες της κλωστής που κεραυνώνεται,
η άλλη νύχτα όμως είναι μέσα στην πρώτη νύχτα,
τα ίδια δένδρα, η ίδια ησυχία μες στα μεγάλα σκοτεινά δένδρα,
η ίδια λαγνεία, η έλξη,
τα αίμα πάντα εκεί, το πάντα αίμα,
ένα αφάνταστο μετάξι αρωματισμένο κατεβαίνει χρυσοκόκκινο
μέσα από τη σμίλη της ψυχής του ουρανού των αντανακλάσεων,
λικνίζεται γύρω απ’ τα μικρά σώματά με την άγνοια του σπέρματος,
με την άγνοια της σφαγιαστικής αιχμής του σπέρματος,
γυναίκες που είναι η ζωή,
γυναίκες που η ζωή χωρίς αυτές αφαιρείται,
μέσα στο αφάνταστο μετάξι που λικνίζεται κατεβαίνοντας  αρωματισμένο,
μέσα στη δροσιά της θάλασσας των δένδρων,
στη μυρωδιά του τριμμένου χόρτου,
στο ίδιο χόρτο επάνω η μία άκρη, στο ίδιο χόρτο και η άλλη
της κλωστής που πάει να σπάσει κεραυνωμένη,
σώματα μικρά με την άγνοια της σημασίας του χρυσοκόκκινου λικνίσματος,
γυναίκες
που δεν θα πεθάνουν ποτέ αλλά που αυτές θα πεθάνουν
για να διαψευστεί η πανάρχαια πίστη.
Οι γυναίκες.
…………………………………
Αν ο άνθρωπος και τίποτα άλλο, γλιτωμός δεν υπάρχει και τα μάτια ας κλάψουν, ας γύρει το κεφάλι κι ας κλάψει για πάντα
ας πάρει κι άλλο τον κατήφορο το σώμα, ας επινοήσει το μυαλό
κι άλλον κατήφορο του σώματος,
ας δίνεται το σώμα από φρίκη σε φρίκη μην περιμένοντας τίποτε άλλο
αν μόνον ο άνθρωπος.
Γιατί,
αν ο άνθρωπος και τίποτε άλλο,
τίποτε για τον άνθρωπο. Χωρίς το άλλο, τίποτε.
Τόσος κατήφορος, τόση ολισθηρότητα, τόση απογύμνωση
κι ακόμα και πάλι η πίστη στο υπέρτατο αγαθό εν είδει ανθρώπου.
Ο παιδικός κήπος για τον επερχόμενο θρίαμβο του θανάτου.
Εδώ πληρώνει η πίστη, όσο πανάρχαια κι αν είναι.
Οι γυναίκες τυλιγμένες η μία μέσα στην άλλη,
ατέλειωτα σεντόνια βουτηγμένα σε ζεματιστό νερό
και κρεμασμένα απ’ τα μαλλιά τους σαν συλημένοι γάμοι,
πόδια ξυπόλητα καρφωμένα σε σπαραγμένες πέτρες,
είδωλα εξαγριωμένα επάνω από αναποδογυρισμένες θάλασσες,
με την αποφορά να τρέχει σαν αίμα προβάτου στα μπούτια τους,
με φωνές που φτάνουν ως τη ρίζα των σκοτεινών δένδρων,
Δοσμένες οι γυναίκες στη αφθαρσία της φύτρας τους
και τον κόσμο ατενίζοντας σα μετέωρο σύμπλεγμα φρίκης και οδύνης,
τραβάνε όλα τα φέρετρα μέσα στην κοιλιά τους
ξεσκίζοντας το ανεξιχνίαστο αραβούργημα του αφαλού,
σπέρνοντας την αθανασία τους με τον όμιμο θάνατο.
Αν οι γυναίκες πεθαίνουν,
τότε δεν είναι μόνο ο άνθρωπος και τίποτε άλλο,
είναι πρώτα το άλλο και μετά ο άνθρωπος,
πρώτα το αλλοειδές και μετά το ανθρωπώδες,
γιατί το ανθρωπώδες είναι η δικαιοσύνη του κτήνους,
το ανθρωπώδες είναι η θεοδικία του θεού,
και από αυτό δεν υπάρχει γλιτωμός.
Οι γυναίκες είναι αθάνατες αλλά πεθαίνουν
για να μην είναι τίποτα πιο πάνω απ’ τον άνθρωπο,
για τον επερχόμενο θρίαμβο του θανάτου.
Ιδού που έρχεται ο παιδικός κήπος.
Το μικρό σώμα αρπάζεται και στρέφεται με ανθρωπώδη βία
προς τη λαγνεία του σκοτεινού βάθους κι εκεί παραδίνεται στο βιασμό,
στον καταιονισμό των κοκάλων, μέσα στα χαμομήλια,
μέσα στ’ άστρα που έχουν κατεβεί στο ύψος των ματιών,
φωνάζοντας χωρίς ν’ ακούγεται,
τρέχοντας στα πόδια που τρέχουν φωνάζοντας σαν αίμα,
Το κρανίο συντρίβεται αλλεπαλληλεπάλληλα
και τα λαγόνια πεθαίνουν τη γυναικεία σαψιχάνωση
παραληρώντας δοσινέλυτα
καθώς η ραχοκοκαλιά  προσηλιούται μ’ ένα ψυχανέμισμα των άκρων
που φέρνουν τα χλοερά φυλλώματα στις αποχρώσεις των νεκρών.
Το μικρό σώμα είναι η μία και η άλλη άκρη της κλωστής
που ανθρωπιάζεται στο έπακρο
και σβήνει σα να γεννήθηκε το κτήνος μέσα στο θεό.
Η ένωση γίνεται στις κοιλότητες του μικρού σώματος
που μαθαίνει τα άκρα του και συλλαμβάνει τη δικαιοσύνη του,
μετά τη χοελώδη συνριβή του που το ψυχαλίζει.
Χέρια που γίνονται χέρια,
το ζώο ξαναγυρίζει στη θέση του απ’ όπου βλέπει τον κόσμο μετρημένο,
η φτέρνα νιώθει την ακμή της στη νέα αποδοχή του χώματος,
και έρχονται οι τιμωρίες.
Γεμίζει ο κήπος τιμωρίες. Οι τιμωρίες  σα γυναίκες.
Οι τιμωρίες που τίποτε πιο πάνω από τον άνθρωπο.
Γιατί,
αν τίποτε πιο πάνω απ’ τον άνθρωπο,
τότε τίποτε για τον άνθρωπο.
Τότε τίποτε πιο κάτω απ’ τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος το πιο κάτω.
Ο άνθρωπος σωματίζεται το πάνω και ψυχαλίζεται το κάτω,
σωματίζεται και ψυχαλίζεται και κρέμεται αόβιτος,
λουσμένος στην πορφύρα που τον ντύνει μ’ ανθρωπώδη λύσσα,
μέσα στα τροχισμένα δόντια και στη φρελανία των αιχμών του.
………………………..
Το τέλος πρέπει να δίνει λόγο στην αρχή,
σ’ αυτήν να ξαναγυρίζει και απ’ αυτήν να ξαναρχίζει για να είναι τέλος.
Το τέλος πρέπει να γυρίζει γονατιστό στην αρχή,
δέρνοντας τα μάγουλα και την οσφύ με τα δάκρυά του,
και να ομολογεί πώς από τότε το ταξίδι και γιατί
συνεχίστηκε με ολοένα τρομερότερες σφαγές
και να μαθαίνει επιτέλους ποιος ο προορισμός του αίματος.
Αργά όμως.
……………………………………
Γ΄ ΑΝΤΙΦΑΣΗ
Η μύτη δρασκελώντας βίαια μια μέρα το απαραβίαστο όριο της οράσεως, έπειτα από χρόνια προμελέτη, φώναξε θριαμβευτικά μ’ όλη τη δύναμη των ρουθουνιών της: «Το μάτι ήταν μέχρι τώρα δυνατότερο απ όλα στο πρόσωπο, από τώρα όμως στη θέση του θα βλέπω εγώ». Και γυρίζοντας να κοιτάξει για πρώτη φορά τον κόσμο, τον είδε άοσμο, σε τέτοιο μάλιστα σημείο που πανικοβλημένη αναζήτησε την όσφρησή της για να επιβεβαιώσει τη συγκλονιστική αυτή εντύπωση, ήταν όμως πολύ αργά. Η όσφρηση είχε εξοβελιστεί για πάντα από τη μύτη. Έτσι, η μύτη αναγκάστηκε από κει και μπρος να βλέπει τον κόσμο χωρίς να μπορεί να τον μυρίσει και χωρίς να είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τη συγκλονιστική αυτή εντύπωση που δεν έχει καμιά σχέση με την όραση. Αυτό την τρέλανε και κάποια μέρα τη βρήκαν κρεμασμένη με βγαλμένα μάτια. Από τότε είναι που επικράτησε η παροιμία: «Όποιος το μάτι του ζητά με μύτη να το βγάλει, ούτε καπνό μπορεί να δει ούτε και να μυρίσει αιθάλη».

Δημήτρης Δημητριάδης, Υπάρχει μια νύχτα πιο σκοτεινή απ’ τη νύχτα

Σώμα δοσμένο στο φως, περασμένο μέσα απ’ τη δροσιά της ομιλίας, τυλιγμένο στις επαναληπτικές κουβέρτες που νιώθουν την πάλη σου, περίμενε, μείνε εκεί και περίμενε χωρίς να ελπίζεις, αφέσου, χάσου, σμίξε με τη φλεβίτιδα των μεθυσμένων εικόνων και την ακατάσχετη αιματουρία των παρομοιώσεων, δώσου, δωσ’ τα όλα, σβήσου, αδικήσου, γίνε η συντριβή του μυαλού, σώμα σε μυαλό εξουθενωμένο, μαυρισμένο, σα μυαλό τραυλισμένο, σαν ομιλία φρενοβλαβούς που εκφωνεί τον τελευταίο του μονόλογο ΚΑΤΑΛΟΓΟΙ 4
για την αντιγραφή: : Δεσμώτης στονΊλιγγο της Σκιας 1000 Λέξεων= Μια Εικόνα Ποιήματος


Viewing all articles
Browse latest Browse all 58

Trending Articles