«Θα τα πούμε σύντομα». Έπεσε κάθετα πάνω στην οθόνη του υπολογιστή με εκκωφαντικό θόρυβο. Η καρδιά μου ξέρει πως δεν πρέπει να σε ρωτήσει
πόσο διαρκεί το «σύντομα». Αν η ανάγκη να μου μιλήσεις δεν κοχλάζει σήμερα, απόψε, τώρα, άφησε το «σύντομα» να γίνει «ποτέ», να χαθεί στη λιγοστή τη βλάστηση, στις χαμηλές ξερολιθιές όπου η ασπαίρουσα καρδιά συνεχίζει να ονειρεύεται και να ταξιδεύει με το βιβλίο «Σμιλεύοντας το Φως»…[ANTEPOEM]
Koίτα μέσα μου
Κοίτα πέρα, εκεί, μέσα μου.
Έχω γεμίσει κεραυνούς που θέλουν να σου μιλήσουν.
Είπες οι κεραυνοί σου τραυλίζουν απόψε.
Δεν είδες τις αστραπές των λέξεών σου
που κρυφά δραπέτευσαν απ’ το inbox του υπολογιστή
και τους κατατρόμαξαν.
Ωστόσο, προσπαθούν κι αυτοί μαζί με μένα
και τα καταφέρνουν
όχι να μιλήσουν
όχι να σου μιλήσουν
μα να φέρουν την βροχή.
Συνέχισε να κοιτάς μέσα μου.
Μούσκεψε το βλέμμα με την βροχή μου
κι άφησέ την να κυλήσει επάνω μου
καθώς θα με κοιτάς.
Ένα απ' τα σκουπίδια του
Δεν θα σε πάρει αγκαλιά τρυφερά.
Δεν θα σου πει παραμύθι να σε νανουρίσει.
Δεν θα σου διαβάσει ποίημα για ν’ αποκοιμηθείς.
Μες στη σιωπή θα ονειρευτείς κι απόψε πως όλα έγιναν.
Εκείνος πέταξε την αγάπη σου στα σκουπίδια,
στον τενεκέ των σκουπιδιών
μαζί με τ’ αποφάγια όλων των γυναικών
που ανάμεσα στα πόδια τους
προσπαθεί να πνίξει την αγάπη του
σχεδόν κάθε βράδυ.
Κι όταν το πρωί ξυπνάει
και ανακαλύπτει το όνομά σου στο στόμα του
το φτύνει στον νεροχύτη
μαζί με τα υπολείμματα οδοντόκρεμας.
Η αγάπη σου ζει ακόμα στον σκουπιδοτενεκέ του
κι η αγάπη του κολυμπάει στην φτηνή ηδονή
που ελπίζει μια μέρα να κουραστεί,
να παραδοθεί στα κύματα,
να πνιγεί.
Κράτησε τα μάτια κλειστά
να μην τρέξουν άλλα δάκρυα.
Σκύψε με ευλάβεια μπρος στις σκέψεις σου για κείνον
τώρα που κανείς δεν σε βλέπει
και απήγγειλε τα ποιήματά σου
αυτά που γράφτηκαν, γράφονται και θα γραφτούν για κείνον
κι ας μην σ’ ακούει κανείς.
Ούτε εκείνος.
Βιλανέλα γλυκιά σαν σοκολάτα
Γλυκιά μου, τον πήρες πολύ στα σοβαρά
ενώ εκείνος έπαιζε τον κούκο τον μονό.
Άργησες, αλλά το κατάλαβες χρόνια μετά.
Τι να την κάνεις την φλυαρία του στα γραπτά
όταν το στόμα του παραμένει ακόμα βουβό;
Αχ, γιατί τον πήρες τόσο πολύ στα σοβαρά;
Τι κι αν θαυμάζει τα ποιήματά σου στα κλεφτά;
Δεν κατάλαβες ότι σου παίζει κρυφτό;
Το κατάλαβες, αλλά πολλά χρόνια μετά.
Σου άφησε ωστόσο, μοναδικό κληροδότημα κρυφά
την ποίησή του, να την κατακτήσεις σαν βουνό
και σε είπε «γλυκιά μου» κι εσύ το πήρες σοβαρά.
Στα ποιήματά σου τώρα ακούς τα δικά του τρεχαλητά.
Πως να τον πιάσεις αφού τον έκανες πρίγκιπα φτερωτό;
Σου πήρε χρόνια και χρόνια, αλλά το κατάλαβες μετά.
Τώρα πίνει την σοκολάτα σου ηδονικά και μεθά
αλλά μόνο το παιχνίδι τον ενδιαφέρει αυτό καθ’ εαυτό.
Λάθος σου γλυκιά μου που τον πήρες σοβαρά.
Άργησες, αλλά εν τέλει το κατάλαβες καλά!
[Η Βιλανέλα (villanella) εμφανίστηκε αρχικά τον 16ο αιώνα στην Ιταλία ως παραδοσιακή χορευτική μουσική με θέματα της αγροτικής ζωής, κατόπιν ως μπαλάντα που τραγουδούσαν τροβαδούροι στην Γαλλία, και αργότερα τον 19ο αιώνα πέρασε στην Αγγλόφωνη ποίηση και απέκτησε την σταθερή της μορφή με πρωτοπόρο τον Ντύλαν Τόμας. Η Βιλανέλα αποτελείται συνήθως από πέντε τρίστιχες στροφές (tercets: τερτσίνες) και μια τελική τετράστιχη. Ο πρώτος και ο τρίτος στίχος της πρώτης στροφής ομοιοκαταληκτούν και επαναλαμβάνονται αυτούσιοι ή ελαφρώς παραλλαγμένοι εναλλάξ στις υπόλοιπες τέσσερις στροφές ως ρεφραίν και συνθέτουν τους δύο τελευταίους στίχους της τελικής τετράστιχης στροφής. Η Βιλανέλα έχει μόνο δύο ομοιοκαταληξίες που δίνουν ρυθμό στο ποίημα. Εκτός από τον Ντύλαν Τόμας Βιλανέλες έχουν γράψει απ’ τον 20ο αιώνα έως σήμερα οι: Όσκαρ Γουάιλντ, Τζαίημς Τζόυς, Σύλβια Πλαθ, Γουίλιαμ Έμπσον, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ώστιν Ντόρπσον, Σέιμους Χήνυ, Τόμας Χάρντυ, Ρόμπερτ Λόουελ, Γ.Χ. Ώντεν, Ντέιβιντ Σαπίρο, και στα Ελληνικά πρόσφατα ο Χάρης Βλαβιανός.]
Lost in waters
Φανατικός λάτρης της θάλασσας
συνδεδεμένος μαζί της με βιωματικές σχέσεις
ενσωματώνει το στοιχείο του νερού
και του γαλάζιου ορίζοντα στα ποιήματά του.
Ότι αρνείται να πεθάνει
το εξορίζει σε νησίδα στο βάθος του ωκεανού
κι ας πλημυρίζει ο ωκεανός το μυαλό του
κι ας κολυμπάει κρυφά κάθε βράδυ η καρδιά του προς την νησίδα.
Το πρωί ξυπνά ασθμαίνοντας και λέει,
«δεν βαριέσαι, ιστορίες περασμένων χρόνων…»
Όταν όμως πιάσει το μολύβι
οι λέξεις του μούσκεμα ως το κόκαλο
κι οι στίχοι του μ’ αρμύρα γεμάτοι είναι
κι ας προσπαθεί να γράψει για χειμωνιάτικες καταιγίδες,
για βόρειους ανέμους και αποδράσεις μες στο κρύο.
Είναι καιρός που δεν διαλέγει τις λέξεις.
Αυτές τον παίρνουν απ’ το χέρι και τον οδηγούν.
Ένα αγόρι θαλασσοδαρμένο που παλεύει στην κορυφή των κυμάτων
να διασχίσει την θάλασσα, να φτάσει στην ακτή,
να ξεφύγει, να γλυτώσει, να σωθεί
απ’ αυτό που λατρεύει, αυτό που μισεί.
Αυτό είναι.
Όσο και να μεγαλώνει, παραμένει αυτό το αγόρι
που συνεχίζει να επαναλαμβάνει μέσα απ’ τα δόντια,
«τα ‘κανες μούσκεμα αγόρι μου!»
Σονέτο καλοσύνης ή συγχώρεσης
Αρπαχτικά πουλιά στις διεσταλμένες κόρες των ματιών του
με αιχμηρά ράμφη ανοιχτά, έτοιμα για επίθεση
είναι το πρώτο που βλέπεις στο πρόσωπό του.
Καθώς σε πλησιάζει, οι ανάσες των πουλιών καυτές
ναρκώνουν τις αισθήσεις σου. Όλες, εκτός απ’ την όραση.
«Ω! Τα σέβη μου μικρή μου πριγκίπισσα!»
και με μια ελαφριά υπόκλιση ελευθερώνει τις φτερούγες των πουλιών.
Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι φτερούγες ή χέρια
αυτά που απλώνονται μπροστά σου γιατί είναι τυλιγμένα σε φλόγες.
Δίνεις τα χέρια στις φλόγες του και παίρνεις φωτιά.
Μένεις ακίνητη να βλέπεις ολόκληρη τη ζωή σου να καίγεται.
Ας ειδοποιήσει κάποιος για τη φωτιά, σκέφτεσαι, -εσύ δεν έχεις φωνή.
Ας μην ειδοποιήσει κάποιος για τη φωτιά, εύχεσαι.
Αν σβήσει η φωτιά, θα σβήσει και το όνειρο μαζί της.
Κοίτα πέρα, εκεί, μέσα μου.
Έχω γεμίσει κεραυνούς που θέλουν να σου μιλήσουν.
Είπες οι κεραυνοί σου τραυλίζουν απόψε.
Δεν είδες τις αστραπές των λέξεών σου
που κρυφά δραπέτευσαν απ’ το inbox του υπολογιστή
και τους κατατρόμαξαν.
Ωστόσο, προσπαθούν κι αυτοί μαζί με μένα
και τα καταφέρνουν
όχι να μιλήσουν
όχι να σου μιλήσουν
μα να φέρουν την βροχή.
Συνέχισε να κοιτάς μέσα μου.
Μούσκεψε το βλέμμα με την βροχή μου
κι άφησέ την να κυλήσει επάνω μου
καθώς θα με κοιτάς.
Ένα απ' τα σκουπίδια του
Δεν θα σε πάρει αγκαλιά τρυφερά.
Δεν θα σου πει παραμύθι να σε νανουρίσει.
Δεν θα σου διαβάσει ποίημα για ν’ αποκοιμηθείς.
Μες στη σιωπή θα ονειρευτείς κι απόψε πως όλα έγιναν.
Εκείνος πέταξε την αγάπη σου στα σκουπίδια,
στον τενεκέ των σκουπιδιών
μαζί με τ’ αποφάγια όλων των γυναικών
που ανάμεσα στα πόδια τους
προσπαθεί να πνίξει την αγάπη του
σχεδόν κάθε βράδυ.
Κι όταν το πρωί ξυπνάει
και ανακαλύπτει το όνομά σου στο στόμα του
το φτύνει στον νεροχύτη
μαζί με τα υπολείμματα οδοντόκρεμας.
Η αγάπη σου ζει ακόμα στον σκουπιδοτενεκέ του
κι η αγάπη του κολυμπάει στην φτηνή ηδονή
που ελπίζει μια μέρα να κουραστεί,
να παραδοθεί στα κύματα,
να πνιγεί.
Κράτησε τα μάτια κλειστά
να μην τρέξουν άλλα δάκρυα.
Σκύψε με ευλάβεια μπρος στις σκέψεις σου για κείνον
τώρα που κανείς δεν σε βλέπει
και απήγγειλε τα ποιήματά σου
αυτά που γράφτηκαν, γράφονται και θα γραφτούν για κείνον
κι ας μην σ’ ακούει κανείς.
Ούτε εκείνος.
Βιλανέλα γλυκιά σαν σοκολάτα
Γλυκιά μου, τον πήρες πολύ στα σοβαρά
ενώ εκείνος έπαιζε τον κούκο τον μονό.
Άργησες, αλλά το κατάλαβες χρόνια μετά.
Τι να την κάνεις την φλυαρία του στα γραπτά
όταν το στόμα του παραμένει ακόμα βουβό;
Αχ, γιατί τον πήρες τόσο πολύ στα σοβαρά;
Τι κι αν θαυμάζει τα ποιήματά σου στα κλεφτά;
Δεν κατάλαβες ότι σου παίζει κρυφτό;
Το κατάλαβες, αλλά πολλά χρόνια μετά.
Σου άφησε ωστόσο, μοναδικό κληροδότημα κρυφά
την ποίησή του, να την κατακτήσεις σαν βουνό
και σε είπε «γλυκιά μου» κι εσύ το πήρες σοβαρά.
Στα ποιήματά σου τώρα ακούς τα δικά του τρεχαλητά.
Πως να τον πιάσεις αφού τον έκανες πρίγκιπα φτερωτό;
Σου πήρε χρόνια και χρόνια, αλλά το κατάλαβες μετά.
Τώρα πίνει την σοκολάτα σου ηδονικά και μεθά
αλλά μόνο το παιχνίδι τον ενδιαφέρει αυτό καθ’ εαυτό.
Λάθος σου γλυκιά μου που τον πήρες σοβαρά.
Άργησες, αλλά εν τέλει το κατάλαβες καλά!
[Η Βιλανέλα (villanella) εμφανίστηκε αρχικά τον 16ο αιώνα στην Ιταλία ως παραδοσιακή χορευτική μουσική με θέματα της αγροτικής ζωής, κατόπιν ως μπαλάντα που τραγουδούσαν τροβαδούροι στην Γαλλία, και αργότερα τον 19ο αιώνα πέρασε στην Αγγλόφωνη ποίηση και απέκτησε την σταθερή της μορφή με πρωτοπόρο τον Ντύλαν Τόμας. Η Βιλανέλα αποτελείται συνήθως από πέντε τρίστιχες στροφές (tercets: τερτσίνες) και μια τελική τετράστιχη. Ο πρώτος και ο τρίτος στίχος της πρώτης στροφής ομοιοκαταληκτούν και επαναλαμβάνονται αυτούσιοι ή ελαφρώς παραλλαγμένοι εναλλάξ στις υπόλοιπες τέσσερις στροφές ως ρεφραίν και συνθέτουν τους δύο τελευταίους στίχους της τελικής τετράστιχης στροφής. Η Βιλανέλα έχει μόνο δύο ομοιοκαταληξίες που δίνουν ρυθμό στο ποίημα. Εκτός από τον Ντύλαν Τόμας Βιλανέλες έχουν γράψει απ’ τον 20ο αιώνα έως σήμερα οι: Όσκαρ Γουάιλντ, Τζαίημς Τζόυς, Σύλβια Πλαθ, Γουίλιαμ Έμπσον, Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Ώστιν Ντόρπσον, Σέιμους Χήνυ, Τόμας Χάρντυ, Ρόμπερτ Λόουελ, Γ.Χ. Ώντεν, Ντέιβιντ Σαπίρο, και στα Ελληνικά πρόσφατα ο Χάρης Βλαβιανός.]
Lost in waters
Φανατικός λάτρης της θάλασσας
συνδεδεμένος μαζί της με βιωματικές σχέσεις
ενσωματώνει το στοιχείο του νερού
και του γαλάζιου ορίζοντα στα ποιήματά του.
Ότι αρνείται να πεθάνει
το εξορίζει σε νησίδα στο βάθος του ωκεανού
κι ας πλημυρίζει ο ωκεανός το μυαλό του
κι ας κολυμπάει κρυφά κάθε βράδυ η καρδιά του προς την νησίδα.
Το πρωί ξυπνά ασθμαίνοντας και λέει,
«δεν βαριέσαι, ιστορίες περασμένων χρόνων…»
Όταν όμως πιάσει το μολύβι
οι λέξεις του μούσκεμα ως το κόκαλο
κι οι στίχοι του μ’ αρμύρα γεμάτοι είναι
κι ας προσπαθεί να γράψει για χειμωνιάτικες καταιγίδες,
για βόρειους ανέμους και αποδράσεις μες στο κρύο.
Είναι καιρός που δεν διαλέγει τις λέξεις.
Αυτές τον παίρνουν απ’ το χέρι και τον οδηγούν.
Ένα αγόρι θαλασσοδαρμένο που παλεύει στην κορυφή των κυμάτων
να διασχίσει την θάλασσα, να φτάσει στην ακτή,
να ξεφύγει, να γλυτώσει, να σωθεί
απ’ αυτό που λατρεύει, αυτό που μισεί.
Αυτό είναι.
Όσο και να μεγαλώνει, παραμένει αυτό το αγόρι
που συνεχίζει να επαναλαμβάνει μέσα απ’ τα δόντια,
«τα ‘κανες μούσκεμα αγόρι μου!»
Σονέτο καλοσύνης ή συγχώρεσης
Αρπαχτικά πουλιά στις διεσταλμένες κόρες των ματιών του
με αιχμηρά ράμφη ανοιχτά, έτοιμα για επίθεση
είναι το πρώτο που βλέπεις στο πρόσωπό του.
Καθώς σε πλησιάζει, οι ανάσες των πουλιών καυτές
ναρκώνουν τις αισθήσεις σου. Όλες, εκτός απ’ την όραση.
«Ω! Τα σέβη μου μικρή μου πριγκίπισσα!»
και με μια ελαφριά υπόκλιση ελευθερώνει τις φτερούγες των πουλιών.
Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν είναι φτερούγες ή χέρια
αυτά που απλώνονται μπροστά σου γιατί είναι τυλιγμένα σε φλόγες.
Δίνεις τα χέρια στις φλόγες του και παίρνεις φωτιά.
Μένεις ακίνητη να βλέπεις ολόκληρη τη ζωή σου να καίγεται.
Ας ειδοποιήσει κάποιος για τη φωτιά, σκέφτεσαι, -εσύ δεν έχεις φωνή.
Ας μην ειδοποιήσει κάποιος για τη φωτιά, εύχεσαι.
Αν σβήσει η φωτιά, θα σβήσει και το όνειρο μαζί της.
Εδώ σονέτο
Μην παραξενευτείς με αυτό το ποίημα. Δεν ομιλεί η ποιήτρια εδώ.
Η αγάπη παρουσιάζεται απότομα μπροστά σου γυμνή και ολόκληρη.
Χαίρεσαι που δεν είναι δική σου. Εσύ θα επιζήσεις απ' την αγριότητά της
Φοράς το δαχτυλίδι του Φαρμακίτη του Δομήνικου* που σε προφυλάσσει
απ' το κακό - τα δεινά της αγάπης. Κάποιος άλλος θα σωριαστεί νεκρός. Όχι εσύ.
Η αγάπη παρουσιάζεται απότομα μπροστά σου γυμνή και ολόκληρη.
Χαίρεσαι που δεν είναι δική σου. Εσύ θα επιζήσεις απ' την αγριότητά της
Φοράς το δαχτυλίδι του Φαρμακίτη του Δομήνικου* που σε προφυλάσσει
απ' το κακό - τα δεινά της αγάπης. Κάποιος άλλος θα σωριαστεί νεκρός. Όχι εσύ.
Ωστόσο, είναι κοντά σου και λάμπει (έχει κάνει ημέρα τη νύχτα σου)...
φλογίζει το πρόσωπο κάποιου άλλου, όχι το δικό σου - νομίζεις.
Αστραπιαία σκέψη δυσκολεύει την ανάσα σου και λύνει τη γλώσσα σου.
Με ήχους ακατάληπτους και βρεφικές κραυγές προσπαθείς να τη διώξεις μακριά σου έγκαιρα.
Φοβάσαι ότι η φωτιά που πλησιάζει θα σε οδηγήσει στην άκρα ημέρα, στην άκρα στιγμή.
φλογίζει το πρόσωπο κάποιου άλλου, όχι το δικό σου - νομίζεις.
Αστραπιαία σκέψη δυσκολεύει την ανάσα σου και λύνει τη γλώσσα σου.
Με ήχους ακατάληπτους και βρεφικές κραυγές προσπαθείς να τη διώξεις μακριά σου έγκαιρα.
Φοβάσαι ότι η φωτιά που πλησιάζει θα σε οδηγήσει στην άκρα ημέρα, στην άκρα στιγμή.
Αντί να φύγει εκείνη απλώνεται οριστικά και αμετάκλητα... ζεστή και όμορφη
όπως όταν ξυπνά το πρωί. Μυρίζει άνοιξη, μυρίζει ζωή, πρωινή ευωχία και
σου θυμίζει ξαφνικά ένα βλέμμα που δεν ξέχασες κι ούτε θα ξεχάσεις ποτέ
...γιατί εσύ είσαι το βλέμμα αυτό.
όπως όταν ξυπνά το πρωί. Μυρίζει άνοιξη, μυρίζει ζωή, πρωινή ευωχία και
σου θυμίζει ξαφνικά ένα βλέμμα που δεν ξέχασες κι ούτε θα ξεχάσεις ποτέ
...γιατί εσύ είσαι το βλέμμα αυτό.